Οι ιστορίες που απαρτίζουν αυτό το βιβλίο δεν είναι ποιήματα, όπως συνήθως έγραφε ο Αργύρης Χιόνης. Είναι είτε παραμυθίες είτε μύθοι με κύρια συστατική ύλη αυτοβιογραφικά στοιχεία, που, όμως, χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να κάνει τον αναγνώστη να εντρυφήσει σε τεράστια για την ανθρώπινη ύπαρξη θέματα: τη σχέση του ανθρώπου με αυτό που αποκαλούμε όμορφο, τη φύση ακόμα και το θάνατο.
Οι ιστορίες αυτές δίνονται εδώ εν είδει παραβολών διδακτικής υφής, μέσα από χιούμορ και υπερρεαλιστικές αποχρώσεις, δίνοντας μια χαρούμενη ατμόσφαιρα μέσα από ένα παιχνίδι λέξεων και νοημάτων. Όπως λέει ο συγγραφέας «το παρόν βιβλίο είναι γραμμένο για μικρομέγαλα παιδιά και μεγαλόμικρους ενήλικες, φιλοδοξεί δε να προσφέρει παραμυθία τόσο σ’ αυτούς όσο και στους άνευ ηλικίας, δηλαδή σε όσους δεν έχουν ακόμη εγκαταλείψει την ανυπαρξία και σε εκείνους που έχουν προσωρινά εγκατασταθεί σ’ αυτήν. Λέω «προσωρινά», γιατί ακράδαντα πιστεύω πως είμαστε ανακυκλώσιμο υλικό και, ως εκ τούτου, θα έχουμε αενάως ένα ρόλο σ’ αυτό το όνειρο που λέγεται ζωή».
Στις σελίδες του βιβλίου, λοιπόν, συμβαίνουν φοβερά πράγματα: παρελαύνουν δέντρα και φυτά με ανθρώπινη υπόσταση, αγάλματα βγάζουν φύλλα και αρνούνται το ρόλο τους, κρεατομηχανές συμφιλιώνονται με τα ζώα και άλλα…, συνθέτοντας ένα παίγνιο με το οποίο αναδεικνύεται παραλλαγμένη αλλά και ανανεωμένη η τέχνη του παραμυθιού.
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα το 1963 στο περιοδικό «Δωδέκατη Ώρα» και το 1964 στη «Νέα Εστία».
Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, έφυγε στο εξωτερικό. Έζησε κυρίως στο Παρίσι και το Άμστερνταμ όπου εργάστηκε σε εκδοτικούς οίκους, αλλά και ως δάσκαλος Ελληνικών. Επίσης, σπούδασε και Ιταλική Φιλολογία. Το 1968 ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Στην Ολλανδία, επίσης, τού χορηγήθηκε υποτροφία για γράψιμο από την Εταιρεία Συγγραφέων, έγινε δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και απέκτησε πρόσβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά. Εκεί εκδόθηκαν δύο βιβλία του («Σχήματα Απουσίας» και «Μεταμορφώσεις») ενώ βραβεύτηκαν δύο θεατρικά έργα του «Ο Ρήτορας» και «Αυτός εκτός και εντός του κοστουμιού του». Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα. Έγραψε μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο. Το 1982 προσλήφθηκε, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες επί δέκα χρόνια.
Το 1992 παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στο Θροφαρί, μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολήθηκε ως το τέλος μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης.
Ποιητικές συλλογές «Απόπειρες φωτός» (1966), «Σχήματα απουσίας» (1973), «Μεταμορφώσεις» (1974), «Τύποι ήλων» (1978), «Λεκτικά τοπία» (1983), «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» (1986), «Εσωτικά τοπία» (1991), «Ο ακίνητος δρομέας» (1996), «Ιδεογράμματα» (1997), «Τότε που η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά» (2000), «Στο υπόγειο» (2004), «Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000» (2006), «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει» (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).
Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροατικά και ρουμάνικα. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.Πέθανε στην Αθήνα πριν ένα χρόνο (2011).