(Εδώ και χρόνια ο «Νέος Κόσμος», όπως και οι περισσότερες εφημερίδες παγκοσμίως, έχει καθιερώσει κάθε Δεκέμβριο, την παρουσίαση των καλυτέρων βιβλίων της χρονιάς που διαβάσαμε. Φέτος η επιλογή ήταν εύκολη όσο ποτέ άλλοτε. Το γιατί, θα το διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το ακόλουθο κείμενο).
Πενήντα χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία του Μίκη Θεοδωράκη «Δραπετσώνα» (1960), τα δυτικά προάστια και οι φτωχογειτονιές του Πειραιά (Νίκαια, Δραπετσώνα, Καμίνια, Κερατσίνι, Χρυσαυγή, Πέραμα) επανέρχονται στην επικαιρότητα, μέσω της λογοτεχνίας αυτή τη φορά, πρωταγωνιστώντας στη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. “Πόλις”, Αθήνα 2010).
Το βιβλίο αυτό του Οικονόμου είναι απόσταγμα της βαθύτατης «ελληνικής κρίσης» (οικονομικής, αλλά και γενικότερης) που ενέσκηψε το 2008 και συνεχίζεται επιδεινούμενη έως σήμερα. Μολονότι δεν είναι το μόνο πεζογραφικό έργο με θεματικό άξονα την «κρίση», είναι ίσως το εμβληματικότερο και αντιπροσωπευτικότερο, καθότι ο συγγραφέας εγκαινιάζει τη σύγχρονη εκδοχή της «λογοτεχνίας της παρακμής», με αναφορά στην «ελληνική ιδιαιτερότητα της κρίσης» (κοινωνικής, πολιτικής, πολιτιστικής), σηματοδοτώντας έτσι – και λογοτεχνικά – το τέλος της Μεταπολίτευσης.
Το βιβλίο προβάλλει την αναπάντεχη, ταχεία και βίαιη φτωχοποίηση των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων –τουτέστιν του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας– τα οποία κατελήφθησαν εξαπίνης, χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν, σεισμογραφώντας διάφορα επίκαιρα στιγμιότυπα απ’ αυτό το ισοπεδωτικό «τσουνάμι». Πρόκειται για ενσταντανέ ανθρωπίνων καταστάσεων και όχι ιστοριών δράσης, στα οποία βιώνεται κάποιο στιγμιαίο ψυχόδραμα, απότοκο των σημερινών συγκυριών. (Ζευγάρια που βιώνουν το καθημερινό άγχος του χρέους, απολυμένοι γονείς που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τροφή στα παιδιά τους, ηλικιωμένοι που ξενυχτούν έξω στο καταχείμωνο, γύρω από μια πρόχειρη φωτιά, για να πάρουν σειρά στο ΙΚΑ, θαμώνες καφενείων που παρηγορούνται αφηγούμενοι ιστορίες της ζωής τους κτλ). Στα ψυχοδράματα αυτά καταγράφεται άλλοτε το βουβό παράπονο κι άλλοτε η σιωπηλή απόγνωση ή ο υπαινικτικός σπαραγμός, χωρίς φωνασκίες, μελοδραματισμούς κι εντάσεις, αλλά πάντα σε ήρεμους, χαμηλόφωνους τόνους. Άλλωστε, επίκεντρο των ιστοριών δεν είναι κάποιο τραγικό γεγονός, αλλά οι προηγηθείσες ή επικείμενες συνέπειές του οι οποίες σχετίζονται με τον φόβο και το άγχος.
Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του από την ανθρωπογεωγραφία και καθημερινότητα των ανθρώπων των παραπάνω προαστίων – των οποίων αποδεικνύεται άριστος γνώστης, καθότι ο ίδιος είναι γέννημα και θρέμμα τους, ζουμάροντας το ενδιαφέρον του, πρώτον, στους χώρους όπου κατοικούν, εργάζονται και κινούνται οι χαρακτήρες. Δηλαδή σε γειτονιές, δρόμους και πλατείες με ταλαιπωρημένα από τη σκόνη δέντρα (μουριές και νεραντζιές), γιαπιά, αποθήκες, παλιά καταστήματα με μισοσβησμένες επιγραφές –ζωντανά λείψανα μιας άλλης εποχής η οποία ανακαλείται νοσταλγικά, πριν αλλάξουν/ παραμορφωθούν και «γίνουν όλα τσιμέντο»– σπίτια και πολυκατοικές με φόντο το λιμάνι και τη θάλασσα. Δεύτερον, επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι της φτωχολογιάς και του μόχθου διαχειρίζονται τις επιπτώσεις αυτής της «κρίσης». Βέβαια οι χαρακτήρες/ήρωες της συλλογής, αν και συχνά ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας και της ζωής (μοναχικοί, αντικοινωνικοί, απόκληροι, φοβισμένοι, απέλπιδες και αγανακτισμένοι) δεν ανήκουν αναγκαστικά στο είδος της «φτωχολογιάς» του ’50 κι ’60, με τα συναφή συμπαρομαρτούντα τους – μαζική εξωτερική μετανάστευση κ.λπ. (Άλλωστε, οι σημερινοί πεζογράφοι δεν έχουν τέτοια βιώματα). Απεναντίας πρόκειται για μικροαστούς οι οποίοι δεν ζουν σε χαμόσπιτα ή καλύβες αλλά σε διαμερίσματα, έστω κλειστοφοβικά και φτηνά, διαθέτουν τηλεόραση, ψυγεία, κάποτε και κανένα σαραβαλάκι, ακούν ροκ συγκροτήματα αντί για ρεμπέτικα ή λαϊκά, κι έχουν μια υποφερτή ενημέρωση.
Πρόκειται για εργάτες, μικροεπαγγελματίες και υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονται σε εργοστάσια, ναυπηγεία, βιοτεχνίες, εργαστήρια, ενώ κινούνται και δρουν δε διάφορους χώρους όπως καφενεία, δρόμους, αποβάθρες, σουπερμάρκετ έως και εκκλησίες. Επίσης πρωταγωνιστούν απολυμένοι που ψάχνουν για δουλειά, και συνταξιούχοι που ξενυχτούν για να πάρουν σειρά σε δημόσιες υπηρεσίες. Όλος αυτός ο ανθρωπογεωγραφικός συρφετός συνθέτει την ευρύτερη τοιχογραφία ενός κόσμου ο οποίος, ενώ υποτίθεται ότι είναι γνωστός και οικείος, τελικά αποδείχνεται πιο ξένος απ’ ό,τι φανταζόμασταν –τόσο οι αναγνώστες όσο και οι ίδιοι οι χαρακτήρες– καθώς η άγρια επέλαση της νέας φτώχιας και δυστυχίας αλλάζει εκ βάρθρων τις έως τώρα σταθερές της ζωής τους.
Γιατί, από ένα μίνιμουμ άνεσης που απολάμβαναν έως πρόσφατα, ή μιαν υποφερτή φτώχια, τώρα διανύουν μια μεταβατική κατάσταση και βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της αβεβαιότητας που σαν δαμόκλειος σπάθη απειλεί το επισφαλές μέλλον τους εξαιτίας της αναπάντεχης και κλιμακούμενης ανεργίας, της οικονομικής ασφυξίας και της συσσώρευσης των χρεών που τους συνθλίβουν. Η πραγματική τραγωδία τους όμως δεν είναι ακριβώς η ανέχεια, αλλά ο κοινωνικός αποκλεισμός/εξοστρακισμός τους. Γιατί και παλαιότερα μπορεί να ήταν φτωχοί, είχαν όμως κάποια στηρίγματα που τους εξασφάλιζε η κοινωνική τους τάξη. Είχαν τουλάχιστον μιαν υπόσταση. Σήμερα είναι μετέωροι λούμπεν και υποψήφιοι παρίες.
Η πρωτοτυπία λοιπόν της εν λόγω συλλογής έγκειται, πρωτίστως, στο ότι ο συγγραφέας εγκαινιάζει ένα ούτως ειπείν νέο πεζογραφικό είδος –αυτό της «λογοτεχνίας της κρίσης/παρακμής». Δηλαδή μιας λογοτεχνικής αποτίμησης της πρόσφατης φτώχειας– ένα θέμα με το οποίο έως πρόσφατα απαξιούσαν να ασχοληθούν οι πεζογράφοι μας, θεωρώντας το υποδεέστερο και αντιλογοτεχνικό… Έτσι, το θέμα της «νέας φτώχιας» επανακάμπτει, μετασχηματισμένο αυτή τη φορά από τον Οικονόμου, μ’ ένα εντελώς φρέσκο (θεματολογικά, υφολογικά, στυλιστικά) και πρωτότυπο τρόπο που πραγματικά ξαφνιάζει, καθώς σηματοδοτεί έναν ενδιαφέροντα αναπροσανατολισμό στην ελληνική διηγηματογραφία.
Η πρωτοτυπία αυτή οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας προσεγγίζει και χειρίζεται το υλικό του. Γιατί μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να δίνεται (παραπλανητικά) η εντύπωση ότι τα 16 διηγήματα της συλλογής ασχολούνται με το ίδιο μονότονο θέμα: τις ιστορίες και τα δράματα απλών ανθρώπων, εξαιτίας των απολύσεων, της ανεργίας, της ανασφάλειας, των οικονομικών αδιεξόδων, των ακυρωμένων ονείρων κτλ. Στην πραγματικότητα όμως ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Τα διηγήματα αυτά μπορεί να έχουν μεν ως κοινό παρονομαστή τον κριτικό σχολιασμό της «οικονομικής κρίσης/κατάστασης» της χώρας (σημερινής και παρελθοντικής) και τα παρεπόμενα ή επαπειλούμενά της. Εκτός όμως του ότι πρόκειται για εντελώς ετερόκλιτα συμβάντα, στην ουσία αιωρούνται, υποβόσκουν και αναμοχλεύονται πολύ περισσότερα απ’ ό,τι παρουσιάζονται, λέγονται ή γίνονται. Κι εδώ έγκειται το παράδοξο και γοητευτικό: Το ότι, εν αντιθέσει προς τον υπαινικτικά αισιόδοξο τίτλο της συλλογής, μπορεί να μη συμβαίνει τίποτα στην πραγματική ζωή των χαρακτήρων (αφού δεν μπορούν να αλλάξουν το πεπρωμένο τους), συμβαίνουν όμως πολλά αξιοθαύμαστα., αλλά διόλου «κραυγαλέα», σε λογοτεχνικό επίπεδο. Δηλαδή στις μυθοπλαστικές «ζυμώσεις» και αφηγηματικές διεργασίες των ιστοριών.
Αυτό που πραγματικά εκπλήσσει είναι η ανεπαίσθητη «μεταμόρφωση» του γνωστού και οικείου σε εξωπραγματικό και σχεδόν μαγικό. Έτσι, μολονότι ο συγγραφέας κινείται μέσα σ’ ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, στην πορεία μετάπλασης του υλικού του σε λογοτεχνία, αυτό το κοινότοπο και τετριμμένο, με σχεδόν ταχυδακτυλουργικές αφηγηματικές διαδικασίες, μεταρσιώνεται σε κάτι που προσιδιάζει το μαγικό ρεαλισμό. Αυτό πραγματοποιείται ποικιλοτρόπως (αφηγηματικά), με εσωτερική εστίαση –δια της οπτικής των ηρώων– της τριτοπρόσωπης αφήγησης και ιδιαίτερα του προσεκτικά σμιλεμένου λόγου, την παράθεση εφιαλτικών ονείρων («τις νύχτες έβλεπαν όνειρα […] μπερδεμένα, όνειρα μ’ αγωνία […] Και ξύπναγαν τρομαγμένοι, μούσκεμα στον ιδρώτα…», σ. 249-50) και συνειρμών, την εικονοπλασία μέσω παρομοιώσεων, την επανάληψη φράσεων-επωδών, τις προφορικές αφηγήσεις (π.χ. το μόνο που διαθέτει ο σύντροφος της Νίκης στο «Κομμάτι-κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου» είναι, κατ’ αυτήν, «λέγειν… Και φαντασία». Γι’ αυτό και τον προτρέπει να της πει «παραμύθια», σ. 242), την ένθεση παλαιοτέρων επιστολών, τα αποφθεγματικά παραθέματα κτλ. Αυτές οι τεχνικές έχουν ως αποτέλεσμα, τα δήθεν απλά, καθημερινά περιστατικά, να προσλαμβάνουν αλλόκοτες, εξωπραγματικές διαστάσεις μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Αυτό πραγματώνεται συνήθως όταν οι χαρακτήρες, προκειμένου να μην παραφρονήσουν και/ή υποστούν μια ολική ψυχοσωματική κατάρρευση υπό το επαχθές βάρος της ανελέητης κι εξοντωτικής πραγματικότητας, αναγκάζονται να ζουν μιαν άλλη, διαφορετική ζωή. Γι’ αυτό και δραπετεύουν –όπως λ.χ. η Έλλη στο πρώτο διήγημα– σε ονειροπόλες φαντασιώσεις, οράματα και καθησυχαστικές παραστάσεις, «εικόνες από μια άλλη εποχή από μια άλλη ζωή τότε που δεν υπήρχαν εργοστάσια και υπερωρίες και ένσημα και λογαριασμοί απλήρωτοι και γουρούνια που θέλουν τάισμα και άντρες που φεύγουνε νύχτα σαν κλέφτες» (σ. 14-5).
Έτσι, λ.χ. στο διήγημα «Μολυβένιος στρατιώτης», ο σκουλαρικάς αναρχοαυτόνομος ήρωας (τον οποίο συμμαζεύει για πολλοστή φορά ο αδερφός του, μετά από ένα άγριο ξυλοδαρμό από την Ασφάλεια) ταυτίζεται με τον αντίστοιχο στρατιώτη στο παραμύθι του Άντερσεν, ως «Πλάσμα μαγικό κι απίστευτο, ένα πλάσμα για τα παραμύθια της επόμενης χιλιετίας» (σ. 29). Σε άλλες περιπτώσεις οι χαρακτήρες προβαίνουν σε κάποιες πράξεις, των οποίων τα όρια μεταξύ ρεαλισμού/αυθεντικότητας και συμβολισμού/αλληγορίας συμφύρονται και καθίστανται δυσδιάκριτα. Τις αποδεχόμαστε όμως ως αληθοφανείς και δικαιολογημένες, όπως συμβαίνει με την… «ανθρωποφαγία» της ηρωίδας του «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι». Σ’ αυτό το διήγημα, η ηρωίδα προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα (που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και συναισθηματική, καθώς όχι μόνο την παράτησε ο σύντροφός της Σωτήρης, αλλά και της ξάφρισε τον κουμπαρά-γουρουνάκι με τις οικονομίες ενός χρόνου («Οχτακόσια ευρώ. Το πολύ εννιακόσια»), καθώς έχει μόνο «Είκοσι ευρώ για να περάσει όλη τη βδομάδα και οι λογαριασμοί στοίβα στον πάγκο της κουζίνας» (σ. 9). Έτσι, οι μόνοι τρόποι για να διασκεδάσει αυτή την αδιέξοδη, καταθλιπτική κατάσταση είναι:
(i) Το πλύσιμο του μαρουλιού και ο έρωτάς της για τα «φυλλοκάρδια» του, επειδή δεν προδίδουν, σαν τους ανθρώπους κι επειδή «θα μείνουν για πάντα άσπρα και τρυφερά και ζωντανά, λες κι είναι το μοναδικό πράγμα το μοναδικό πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν πεθαίνει, που δεν θα πεθάνει ποτέ» (σ. 10) και (ii) το φτιάξιμο σιμιγδαλένιου χαλβά στο σχήμα του Σωτήρη τον οποίο τελικά «αρχίζει να τρώει […] μασουλώντας αργά στο σκοτάδι […] μικρές κοφτές μπουκιές, τον άντρα που πέρασε κι αυτός απ’ τη ζωή της από τ’ αφύλαχτα σύνορά της σαν στρατιώτης κατακτητής ή σαν κυνηγημένος μετανάστης» (σ. 20).
Το εντυπωσιακότερο ίσως στοιχείο στη συλλογή, είναι ο τρόπος που ο Οικονόμου μεταχειρίζεται και αξιοποιεί τους μηχανισμούς και τη δυναμική της «σιωπής» στις διάφορες εκφάνσεις της. Κάποτε έχει κανείς την αίσθηση ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να (κατα)γράψει και (απο)δώσει καταστάσεις και συναισθήματα με απόηχους ή σκέτες εικόνες (visual images) χωρίς καν… λέξεις! Έξοχο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο», όπου ο ήρωας διαμαρτύρεται σιωπηλά για τον άδικο θάνατο ενός αγαπημένου του φίλου σε εργατικό ατύχημα, έχοντας αναρτημένο, έξω από το γιαπί που σκοτώθηκε, ένα πρόχειρο άγραφο πλακάτ. Η πιο εκκωφαντική και –χωρίς λόγια– σπαρακτική διαμαρτυρία που θα μπορούσε να κάνει ποτέ ένας αδύναμος και βαθιά πληγωμένος άνθρωπος. Γι’ αυτό και μέσα απ’ αυτά τα καταθλιπτικά στη θεματολογία τους διηγήματα, αναδύεται ένας απίστευτα γοητευτικός, τρυφερός και ανθρώπινος κόσμος, ο οποίος μεταρσιώνεται και μεταμορφώνεται σε άκρως ποιητικό, με τη διαμεσολάβηση του φιλτραρίσματος της ματιάς των χαρακτήρων. Γιατί η οπτική αυτή, αποκομμένη προσωρινά από τις οικείες καταστάσεις/παραστάσεις της αποκρουστικής καθημερινότητας, αποκτά μια διαβάθμιση συναισθηματικών εντάσεων και συγκινησιακών αποχρώσεων.
Ο συγγραφέας –άμεσα τουλάχιστον– δεν πολιτικολογεί, δεν προπαγανδίζει, δεν ηθικολογεί, δεν μέμφεται ούτε καταγγέλλει, κανέναν. (Έμμεσα βέβαια το κάνει εδώ κι εκεί, όπως π.χ. με τον ήρωα τού «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί», ο οποίος διαπιστώνει την πλήρη κατάρρευση της όποιας συναδελφικότητας κι αλληλεγγύης –συνδικαλιστικής, κοινωνικής, ακόμη και οικογενειακής και θρησκευτικής– με την απόλυτη διάβρωση της κομματικοποίησης. Αλλά ούτε και ευαγγελίζεται καμία ελπίδα ή λύση στα αδιέξοδα. Ακόμη και ο τίτλος του βιβλίου είναι προσχηματικά παρηγορητικός – περισσότερο ένα (ειρωνικό ίσως;) σχήμα λόγου παρά ένα χειροπιαστά ελπιδοφόρο μήνυμα. Τέτοιο στοιχείο δεν προκύπτει, ούτε δικαιολογείται από πουθενά. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι η ζοφερή κατάσταση θα συνεχιστεί και μάλλον θα επιδεινωθεί, όπως παρατηρεί ο σύντροφος της Νίκης (στο «Κομμάτι-κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου») που έχει αποφασίσει να μεταναστεύσουν για Βουλγαρία: «Εδώ δεν έχει προκοπή. Πάει τέλειωσε τελειώσαμε. Παλιά δούλευες για ένα κομμάτι ψωμί τώρα δουλεύεις για μια χούφτα ψίχουλα…» (σ. 244). Συνεπώς καμία μεταβολή δεν παρατηρείται –ούτε προς το καλύτερο ούτε προς το χειρότερο– και ουσιαστικά τίποτα δεν συμβαίνει, πέρα απ’ το να διαιωνίζεται αυτή η ψυχοφθόρα αποτελματωμένη κατάσταση. Η μόνη χειροπιαστή βεβαιότητα είναι η παροντική και μελλοντική ανασφάλεια.
Ένα καθοριστικό στοιχείο που συμβάλλει αποτελεσματικά στην όλη ζοφερή πραγματικότητα και το γκρίζο (εσωτερικό κι εξωτερικό) τοπίο/σκηνικό, καθώς και στη διάχυτη μελαγχολική ατμόσφαιρα απελπισίας, είναι αυτό της φύσης και των στοιχείων της: μαύρα σύννεφα, βροχή, άνεμοι, καταιγίδες, φουρτουνιασμένη θάλασσα, κεραυνοί, ανυπόφορο κρύο αλλά και καύσωνες, ανομβρία κτλ. Αυτά τα καιρικά φαινόμενα δημιουργούν την αντίστοιχη ατμόσφαιρα, καθώς συμμετέχουν ενεργά, συμβαδίζουν και συνταυτίζονται με τις αντίστοιχες ακραίες ψυχοσυναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων, έτσι που το ένα στοιχείο άλλοτε να συμπληρώνει (συμπάσχει) και άλλοτε να αποδιοργανώνει (επιδεινώνει) το άλλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το πρώτο διήγημα: «Πέρα στα δυτικά είναι όλα κόκκινα – ο αέρας, ο ουρανός, τα σύννεφα. Απόψε θα βρέξει αίμα, λέει η Έλλη κι ανατριχιάζει» (σ. 10). Αλλά κι ένα ολόκληρο διήγημα («Πίπολ αρ στρέιντζ») υφαίνεται πάνω στον καμβά αυτών των δύο πόλων – φυσικών φαινομένων και ψυχικής τρικυμίας.
Η όποια «αισιοδοξία» των διηγημάτων του Οικονόμου προκύπτει από το πείσμα αυτών των καθημαγμένων αλλά τίμιων και περήφανων λαϊκών χαρακτήρων. Όχι μόνο στο να σταθούν όρθιοι και να επιβιώσουν πάση θυσία, αλλά και να κρατήσουν τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή ζωντανά – όσο απατηλό κι αν φαίνεται αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες. Έτσι, μέσα από το τέλμα της παθητικότητας και αδράνειας, προκύπτει –παραδόξως– μια μορφή «αντίστασης» η οποία έγκειται στην άρνησή τους να υποκύψουν στη μοίρα τους και στην αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν να ζουν με αξιοπρέπεια και χωρίς μοιρολατρίες. Απόδειξη ότι, παρά την απελπισία τους, δεν παρατηρείται ούτε μία αυτοκτονία! (Ακόμη και ο άνεργος ήρωας τού «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» που σκέφτεται προς στιγμήν να αυτοκτονήσει, επειδή αδυνατεί να αγοράσει ένα σοκολατένιο αβγό για το παιδί του το Πάσχα, αλλάζει γνώμη καθώς αναλογίζεται τις συνέπειες που θα έχει αυτή του η πράξη στον μικρό απροστάτευτο γιο του). Τέτοιες επιλογές καθιστούν τους ταλαίπωρους και ασήμαντους μικροαστούς δυνατούς και ξεχωριστούς χαρακτήρες, αληθινούς «ήρωες», τους οποίους η ίδια η ζωή αναδεικνύει μέσα από τις αντιξοότητες των συγκυριών της.
Ωστόσο, εδώ δεν έχουμε ολοκληρωμένους χαρακτήρες αλλά απεικονίσεις ιδιαίτερων τύπων ανθρώπων. Πράγμα φυσικό, άλλωστε, αφού έχουμε αποσπασματικές, συνειρμικές αφηγήσεις περιστατικών και όχι γραμμικά αφηγήματα με αρχή, μέση και τέλος. Μολονότι η πλοκή είναι από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη, η ψυχοπνευματική κατάσταση των χαρακτήρων είναι σαφής κι εναργής.
Η μεγαλύτερη επίπτωση της «κρίσης» είναι ίσως ο σοβαρός τραυματισμός των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες αντί να ενώνουν –τουλάχιστον τους ομοιοπαθείς (φτωχούς)– όχι μόνο τους αποξενώνουν, αλλά και τους καθιστούν αντιμαχόμενους. Αυτό αντανακλάται στο «Τα πράγματα που κουβάλαγαν» και, σε πιο βίαιες εκδοχές, στα «Μολυβένιος στρατιώτης» και «Μάο». Με εξαίρεση την ανδρική φιλία, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις φαίνονται κλονισμένες. Ακόμη και οι πιο προσωπικές σχέσεις των ζευγαριών, όταν δεν έχουν καταρρεύσει πλήρως («Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι»), φαίνονται σχεδόν ετοιμόρροπες, εξαιτίας του στρες και της ανέχειας. Μπορεί τα ζευγάρια να μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, αλλά ζουν απόλυτα την ατομική μοναξιά τους. Ακόμη κι όταν φαίνονται ενωμένα και αγωνιζόμενα σαν ένα σώμα («Το δέσιμο των σωμάτων»), αυτό γίνεται λόγω κάποιας σκοπιμότητας – μπροστά σε κάποιο σοβαρό κίνδυνο, όπως π.χ. να χάσουν το σπίτι τους («Κάτι θα γίνει, θα δεις», ή «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου»).
Ωστόσο, εμείς, ως οι αναγνώστες, νιώθουμε αυθόρμητα αλληλέγγυοι και συμπάσχοντες των δοκιμασιών τους. Κι αυτό όχι τόσο χάρη στη θεματολογία με την οποία εύκολα μπορεί να ταυτιστεί κανείς, όσο, κυρίως, στην πρωτότυπη πλοκή, την ασυνήθιστα δυναμική αφήγηση και υψηλή αισθητική απόλαυση και, ασφαλώς, στα έντονα συναισθήματα που απορρέουν απ’ αυτές τις γοητευτικές, τρυφερές και τόσο συγκινητικά ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες προσλαμβάνουν μια πανανθρώπινη διάσταση.
Ένα βιβλίο-αποκάλυψη ενός ασυνήθιστα χαρισματικού πεζογράφου.
(Σημ.: Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις “Πόλις” για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του Χρήστου Οικονόμου).
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός