Αυτά τα Χριστούγεννα θυμάμαι…

Πάνω από μισός αιώνας, για τους περισσότερους από μας, στην Αυστραλία, δεν μπορεί να σβήσει τις παιδικές μνήμες των Χριστουγέννων στην Ελλάδα.
Αυτό διαπιστώνω κάθε φορά που μιλώ με ομογενείς για τα Χριστούγεννα που έμειναν βαθιά χαραγμένα στην ψυχή και το μυαλό.

«Ο νους μου τρέχει πάντα στα παιδικά μου Χριστούγεννα, αυτά της κατοχής και των μεταπολεμικών χρόνων, στο Μελιγαλά Μεσσηνίας. Τότε που ο κόσμος χαιρόταν με τα λίγα. Τότε που τα τρία αδέλφια παίρναμε για δώρο ένα τόπι και η ευτυχία μας ήταν απερίγραπτη. Έρχεται πάντα στο νου μου το πρωί των Χριστουγέννων, όταν αξημέρωτα πηγαίναμε στην εκκλησία να κοινωνήσουμε και μέχρι να ετοιμαστούνε οι άλλοι, έβγαινα στο μπαλκόνι και έβλεπα απέναντι τον χιονισμένο Ταΰγετο. Ήταν το ωραιότερο δώρο που θα μπορούσε να μου χαρίσει κανείς.

Μετά, η αγάπη ήταν διάχυτη σ’ όλο το σπίτι που φορούσε τα γιορτινά του και μοσχομύριζε από το άρωμα των γλυκών των Χριστουγέννων, αλλά και των φρούτων που ήταν κρεμασμένα στο ταβάνι της κουζίνας, ρόδια, κυδώνια, χειμωνιάτικα αχλάδια. Θυμάμαι τα κλαδιά λεμονιάς στα δυο πελώρια βάζα στην κονσόλα, τις φρουτιέρες με τα πορτοκάλια και τις πιατέλες με τα γεμιστά σύκα με καρύδια στο τραπέζι, τα άσπρα κεντήματα, τα γιορτινά στρωσίδια, πάνω απ’ όλα όμως το χαμόγελο της μητέρας μου που φώτιζε πάντα το πρόσωπό της», θα δώσει την εικόνα των δικών της Χριστουγέννων η Ντίνα Αμανατίδου, από το Μελιγαλά Μεσσηνίας.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ ΤΟΥ ΤΣΟΜΠΑΝΗ

Ο Γιώργος Ρούμπος, από τους Αμπελόκηπους Μεσσηνίας, τα σημερινά Κάτω Μινάγια, θα μοιραστεί μαζί μας τις παρακάτω μνήμες. «Θυμάμαι πολύ ζωηρά την παραμονή των Χριστουγέννων που γυρίζαμε από πόρτα σε πόρτα με τους φίλους μου και λέγαμε τα κάλαντα. Μαζεύαμε τόσα πολλά γλυκά που δε ξέραμε τί να τα κάνουμε. Η μητέρα μου ζύμωνε αποβραδίς τα Χριστόψωμα και αυτό που έπαιρνε πρώτη θέση ήταν το Χριστόψωμο του τσομπάνη που το στόλιζε ιδιαίτερα με προβατάκια, λουλούδια, δίνοντάς του έτσι μια αναπαράσταση της φύσης που τόσο αγαπούσε. Ανήμερα, πρωί-πρωί, ήμουν εγώ επιφορτισμένος να πάω τα δώρα του τσομπάνη, που ήταν συνήθως, εκτός από το Χριστόψωμο, ένα χοντρό ζεστό ρούχο και το αγαπημένο του φαγητό, χοιρινό με λεμόνι σε μια πήλινη πιατέλα. Τα περίμενε με λαχτάρα και η χαρά του ξεχείλιζε όταν μ’ έβλεπε να έρχομαι από μακριά και σηκωνόταν να με προϋπαντήσει.

Δέντρο δεν στολίζαμε γιατί όλο μας το σπίτι, αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων, ήταν περιτριγυρισμένο από πανέμορφα χιονισμένα δέντρα. Το χιόνι στις αμυγδαλιές, τις συκιές, τις κληματαριές, και τις πορτοκαλιές, μάς χάριζε την πιο όμορφη εικόνα. Η μητέρα μου, θυμάμαι, τραβούσε τις κουρτίνες, και όλο αυτό το θαύμα της φύσης, έμπαινε μέσα και δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα μαγική».

Οι θύμησες φαίνεται να κάνουν επιδρομή: «Το σπίτι μας τα Χριστούγεννα ήταν γεμάτο από τους συγγενείς που έρχονταν από τα γύρω χωριά, τους θείους, τις θείες, τα ξαδέλφια και όλα τα παιδιά κοιμόμασταν στο πάτωμα στρωματσάδα. ‘Κοιμόμασταν’, τρόπος του λέγειν, γιατί όλο το βράδυ λέγαμε αστεία και γελούσαμε, ενώ το πρωί, μόλις ξημέρωνε, άρχιζε ο μαξιλαροπόλεμος. Μακάρι να γινόταν κι εδώ» είναι μια ευχή που κάνουν και πάρα πολλοί άλλοι, μαζί του…

ΑΛΦΡΕΔΟΣ ΚΟΥΡΗΣ, ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Κάθε φορά που εορτάζουμε τα Χριστούγεννα εδώ στη φιλήσυχη Αυστραλία, μου έρχονται στα μυαλό τα Χριστούγεννα, πώς τα περνάγαμε επί Κατοχής με τους Γερμανούς του Χίτλερ στην Αθήνα και την Γκεστάπο, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων μας, εκείνα τα τρομερά χρόνια της πείνας και καταπίεσης του Γερμανικού Στρατού Κατοχής. Οι μόνοι που δεν τους φοβόντουσαν ήσαν οι αντάρτες στα βουνά και οι σαλταδόροι στους δρόμους της Αθήνας οι οποίοι πήδαγαν στα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα από πίσω και κλέβανε τις κουραμάνες τους και ό,τι άλλο κουβαλούσαν, τα οποία πουλούσαν όσο-όσο στους πειναλέους περαστικούς στο Σταθμό Λαρίσης, που κάνανε πιάτσα.
Το καιρό εκείνο -το 1942- εγώ ήμουν 15 χρόνων και έμενα στην Αθήνα, στην οδό Παιωνίου, με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου, και το σπίτι μας ήτανε κοντά στο Σταθμό Λαρίσης, που πήγαιναν κι ερχόντουσαν Γερμανοί με τρόφιμα και κουραμάνες – ιδιαίτερα εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων. Τότε ήταν που είδα ένα παιδάκι-σαλταδόρο -όχι μεγαλύτερο των 12 ετών- να αρπάζει από τη μασχάλη ενός Γερμανού της Γκεστάπο μία κουραμάνα κι ο αυτός ο αθεόφοβος να του αρπάζει το χέρι και να του το σπάζει στα δύο, μπροστά στα μάτια μας.

Τρομερό!… Τόσο τρομερό μου φάνηκε, που έκτοτε κάθε παραμονή Χριστουγέννων μου έρχεται στη μνήμη αυτή η εικόνα και σκέπτομαι αλήθεια πόσα τραβήξαμε εμείς οι Έλληνες από τους ναζί του Χίτλερ από το 1942 ώς το 1944, πόσα αδέλφια μας τα σκότωσαν από εκδίκηση, γιατί τους αντισταθήκαμε και στη Βόρεια Ελλάδα και στη Μάχη της Κρήτης, πόσα χωριά μας κάψανε και πόσους στήσανε στο τοίχο και ντουφεκίσανε και πόσες χιλιάδες πέθαναν από τη πείνα!
Και για όλα αυτά, όχι μόνο δεν έχουν ξεπληρώσει όλα αυτά που μας χρωστάνε: τις περιβόητες «Γερμανικές Κατοχικές Αποζημιώσεις και Δάνεια», που έχω και εγώ και πολλοί άλλοι γράψει πολλά -ιδιαίτερα ο Μανώλης Γλέζος- αλλά και πολλοί Ευρωπαίοι, Αμερικανοί, Αυστραλοί, Ασιάτες και Έλληνες της Διασποράς.
Αλλά εκμεταλλεύονται ορισμένοι πολιτικοί τους τη διεθνή οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει και ταλανίζει τα τελευταία 3 χρόνια την Ελλάδα και προσπαθούν να της βάλουν με τις απαιτήσεις τους, τα «δυό της πόδια σε ένα παπούτσι».

Αυτές, δυστυχώς, αγαπητή μας Βίβιαν, θα είναι οι αναμνήσεις μας και εφέτος τα Χριστούγεννα… Λυπηρές, πολύ λυπηρές για την Ελλάδα και εμάς βέβαια που ζούμε στη ξενητειά και βλέπουμε τις δυσκολίες της και μακάρι το Νέο Έτος να είναι καλύτερο για την πατρίδα μας και τους δικούς μας.

Τη φωτογραφία αυτή την έβγαλα το 1952 που υπηρετούσα στρατιώτης. Είχα πάρει άδεια λόγω σπουδών και είχα αρραβωνιαστεί την Ευφημία και την πήρα και της έδειξα σε ποιο μέρος ο Γερμανός έσπασε το χέρι του παιδιού τότε, την παραμονή των Χριστουγέννων 1942, στην οδό Λιοσίων, επειδή του πήρε την κουραμάνα.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΝΕΣΤΟΡΙΟ

Η Ελευθερία Λαλοπούλου, θα μάς μεταφέρει στα Χριστούγεννα που θυμάται σα μικρό κορίτσι στο Νεστόριο Καστοριάς.
«Έξω, χιονισμένα τα πάντα κι εμείς, αγόρια και κορίτσια με το τρίγωνο, την παραμονή, γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι και λέγαμε τα κάλαντα. Ξεκινούσαμε νωρίς για να ’χουμε χρόνο μπροστά μας να πάμε σ’ όλο το χωριό. Είχαμε σακουλάκια μαζί μας κι εκεί βάζαμε τα καρύδια, τα κάστανα , τα σύκα και τα γλυκά που μας έδιναν.
Ήταν και οι μεγάλοι οργανοπαίχτες με τα νταούλια και τα κλαρίνα που έλεγαν τα κάλαντα στα μαγαζιά και όλο το χωριό αντηχούσε την παραμονή από τα κάλαντα μικρών και μεγάλων.

Ανήμερα, πηγαίναμε πριν ξημερώσει στην εκκλησία να κοινωνήσουμε και μόλις γυρίζαμε σπίτι, άρχιζε η μητέρα μου να στρώνει το μεγάλο τραπέζι στη σάλα με τo λευκό κεντημένο γιορτινό τραπεζομάντηλοo και να το γεμίζει με πιατέλες από μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες, για να κεράσει όλους εκείνους που έρχονταν να χαιρετίσουν τον πατέρα μου που γιόρταζε. Το πρωϊ, θυμάμαι, έρχονταν οι ηλικιωμένοι και τους κερνούσε η μητέρα μου καφέ με κουλουράκια και όλα τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και αργά το απόγευμα περνούσαν οι νεότεροι του χωριού και τότε έστρωνε το τραπέζι με πιατέλες από χοιρινό στο τηγάνι, τη λεγόμενη τσιγαριά, λουκάνικα σπιτίσια, χωριάτικα, σαρμάδες, και πίτες γιορτινές. Στη μια σάλα που ήταν το μεγάλο τραπέζι έκαιε το τζάκι και στην άλλη η σόμπα. Ο πατέρας μου γέμιζε τα ποτήρια με κόκκινο σπιτίσιο κρασί και δεχόταν με το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά, τις ευχές τους.
Το σπίτι στρωμένο με τα γιορτινά κιλίμια στο διάδρομο και τις δυο σάλες και στα ντιβάνια κόκκινες βελέντζες, κατάλευκες πλεχτές κουρτίνες στα παράθυρα και το δέντρο από ένα πελώριο κλαδί κέδρου, στολισμένο με λευκό μπαμπάκι και πολύχρωμες κορδελίτσες και στολίδια που φτιάχναμε από το χρυσό που ήταν τυλιγμένα τα σοκολατάκια και τα μαζεύαμε γι’ αυτό το σκοπό όλο το χρόνο. Τόση ευτυχία με τόσο απλά πράγματα!»

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Τα Χριστούγεννα στην Αλεξάνδρεια θυμάται ο Θεοδόσης Νομικός, με ρίζες στη Σαντορίνη, από όπου έφυγε, όπως θα πει, νήπιο.
«Η Αλεξάνδρεια, όπως γνωρίζετε, ήταν μια μικρή ολοζώντανη Ελλάδα. Τις μεγάλες γιορτές, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, η πόλη έπαιρνε μια άλλη όψη. Τα καταστήματα των ομογενών στολισμένα, κάλαντα στις γειτονιές των Ελλήνων και την παραμονή τα ρεβεγιόν, που είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη. Δεν θα ξεχάσω τη χρονιά που έγινα δώδεκα χρόνων και για πρώτη φορά οι γονείς μου με πήραν και μένα μαζί τους. Τα δέντρα στην αυλή φωτισμένα, η πελώρια σάλα του φιλικού σπιτιού που έδινε το ρεβεγιόν, γεμάτη κόσμο, κυρίες με μακριές τουαλέτες, αστραφτερά πολύφωτα, μουσική, γέλια και χαρούμενες συζητήσεις, ένας ολόκληρος κόσμος χαράς και μαγείας που έχει χαραχτεί βαθειά μέσα μου.

Στο σπίτι μας, το Χριστουγενιάτικο δέντρο με λογής-λογής στολίδια και πολύχρωμα φωτάκια, το στολίζαμε πάντα εμείς τα παιδιά, με τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, να είναι εκεί δίπλα και να μας καμαρώνουν. Είναι ένα έθιμο που προσπαθήσαμε με τη γυναίκα μου να κρατήσουμε και εδώ στην Αυστραλία με τα παιδιά και τα εγγόνια μας».

Και η Ελλάδα, έχει κάνει Χριστούγεννα εκεί;
Μικρή παύση που δεν ξέρω πώς να την εκλάβω και … «ναι, μεγάλος πια, και ομολογώ ότι ένοιωσα σα να ήταν όλοι γύρω μου συγγενείς. Άγνωστοι να σου χαμογελούν και να σου εύχονται «Καλά Χριστούγεννα», οι καμπάνες των εκκλησιών να ακούγονται όπου βρεθείς κι’ όπου σταθείς και μια χαρά και ζεστασιά που έγγιζε τα όρια της μαγείας να απλώνεται παντού. Όχι, δεν ξεχνιούνται ποτέ αυτά τα Χριστούγεννα!»

ΣΤΗ ΣΙΑΤΙΣΤΑ

Για τα δικά της παιδικά Χριστούγεννα στη Σιάτιστα, μάς μιλά η Ελένη Καλαμπούκα.
«Τα καλύτερά μου Χριστούγεννα ήταν, σίγουρα, εκείνα των παιδικών μου χρόνων, όταν μεγάλωνα στη Σιάτιστα. Την παραμονή, μαζευόμαστε όλοι οι συγγενείς στο σπίτι της γιαγιάς Καλίνω, ανάμεσά τους δέκα λατρεμένες θείες και δεκάξι εξαδέλφια. Θυμάμαι το πέτρινο αρχοντικό της γιαγιάς, με τις δαντελένιες κουρτίνες, τα βελούδινα από σκαλιστή καρυδιά έπιπλα, τα χειροποίητα στρωσίδια, τα πελώρια δωμάτια με τα πολύφωτα, τα τζάκια,, τα υπόγεια με τις κρύπτες που έκαναν τη φαντασία των παιδιών να οργιάζει…
Όλο το σπίτι μοσχοβολούσε από το φρεσκοκομμένο έλατο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου , τα γλυκά, τα ξηρά φρούτα, τους μεζέδες. Θυμάμαι τις θείες μου να πηγαινοέρχονται με πιατέλες γεμάτες λιχουδιές, η μια καλύτερη από την άλλη. Λαχταριστά σπιτίσια λουκάνικα και σαρμάδες, μουστοκούλουρα, κουραμπιέδες και σαλιάρια πνιγμένα στην άχνη και τη θεία μου Ισμήνη, αργότερα, να σβήνει τα φώτα και στο φως των κεριών, να μας διηγείται την ιστορία της Γέννησης του Χριστού και μετά να μας βάζει όλα τα παιδιά μαζί να ψάλλουμε την «Άγια Νύχτα».

Αυτά είναι τα Χριστούγεννα που δεν σβήνουν ποτέ από τη μνήμη μου και αυτές τις Άγιες μέρες, τα ζω ξανά και ξανά…»