Ανακούφιση για την Κυβέρνηση, και ελπίδες για τον δεινοπαθούντα λαό, αποτελεί η απόφαση της Ευρωζώνης να εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης των 49 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία με τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα ανέλθει στα 52,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Από το ποσό αυτό η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει 34,3 δισ. ευρώ, και μέχρι τον Μάρτιο του 2013 θα εισπράξει και τα υπόλοιπα 18,1 δισ. ευρώ.
Ας σημειωθεί πως το ποσό αυτό περιλαμβάνει και το κόστος της επαναγοράς των ελληνικών ομολόγων. Από την επαναγορά των ομολόγων, στο ένα τρίτο της ονομαστικής τους αξίας, το χρέος της Ελλάδας μειώθηκε κατά 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Αντώνης Σαμαράς δήλωσε πως «Η αλληλεγγύη είναι ζωντανή, οι θυσίες των Ελλήνων πιάνουν τόπο, το σενάριο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ είναι νεκρό», Καθημερινή, 14/12/12. Αναγνωρίζει όμως πως η δόση αποτελεί ανάσα, όχι επανάπαυση, αφού θα αρχίσει ένας νέος μαραθώνιος.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χώρα θα ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που θα εφαρμόζονται τα μέτρα της λιτότητας. Και γνωρίζουμε από τη θεωρία της οικονομολογίας πως η σύζευξη ανάπτυξης και λιτότητας είναι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, γιατί οξύνει τα κοινωνικά προβλήματα.
Η οικονομική ιστορία δείχνει πως όταν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας με μεγάλο χρέος επιχειρείται παράλληλα με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, όπως περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, και αυξήσεις στη φορολογία, το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι η εμβάθυνση της ύφεσης, η αύξηση της ανεργίας, το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, και άλλων αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία και την κοινωνία.
Το άθροισμα αυτών των αρνητικών εξελίξεων είναι η μείωση στα δημόσια έσοδα, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω δανεισμό, παράλληλα με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. Τελικό αποτέλεσμα είναι η διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, αν όχι η κοινωνική διάλυση.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα τώρα είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση, με επενδύσεις και αναπτυξιακά έργα, για να τεθεί τέρμα στην ύφεση και να αρχίσει η άνοδος στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), που τα τελευταία χρόνια είχε μια καταστροφική κατολίσθηση.
Όμως, για να καταστούν δυνατά τα παραπάνω, θα πρέπει παράλληλα να γίνουν και οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αποβεί λειτουργικός ο κρατικός μηχανισμός, απαλλασσόμενος από τις πολλαπλές παθογένειες του παρελθόντος, ούτως ώστε να απαλειφθούν η διαφθορά και η παραβατικότητα, να παταχθεί η φοροδιαφυγή και να τεθεί τέρμα στην παραοικονομία.
Αυτό αποτελεί όχι μόνο προαπαιτούμενο για την ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και για την αποτροπή των φυγόκεντρων κοινωνικών τάσεων, που κυριολεκτικά κατακερματίζουν τον κοινωνικό ιστό της Ελλάδας
Με άλλα λόγια, μιλάμε για ανασυγκρότηση του κράτους, ώστε να εφαρμόζονται οι νόμοι, να προσφέρονται οι βασικές υπηρεσίες στους πολίτες, και να ασκείται η απαιτούμενη εποπτεία για τη σωστή λειτουργία της αγοράς. Και πάνω απ’ όλα, να υπάρχει ελπίδα εξεύρεσης εργασίας για το 56% των νέων, που η οικονομική ύφεση έσπρωξε στο περιθώριο της κοινωνίας. Και η ιστορία μάς διδάσκει πως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των περιθωριοποιημένων και των επαναστατημένων νέων είναι δυσδιάκριτη.
Οι δομικές μεταρρυθμίσεις που έχει προγραμματίσει η Κυβέρνηση στην παρούσα συγκυρία παίρνουν καιρό για να αποδώσουν, ενώ η ύφεση και η ανεργία ταλανίζουν τον ελληνικό λαό.
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση είναι σύνθετο, και απαιτεί άμεση δραστηριοποίηση σε πολλά μέτωπα. Ένα από τα προβλήματα που δυσχεραίνουν το μεταρρυθμιστικό έργο της Κυβέρνησης είναι η ιδιόμορφη σύνθεση απασχόλησης στην Ελλάδα.
Ένα από τα κύρια προβλήματα που καλείται να επιλύσει η Κυβέρνηση είναι η έκταση της παραοικονομίας, η οποία υπολογίζεται στο 30%, δηλαδή κοντά στο ένα τρίτο, του ΑΕΠ.
Με παραοικονομία εννοούμε τις οικονομικές δραστηριότητες που δεν καταγράφονται από τις επίσημες κρατικές υπηρεσίες, και κατά συνέπεια δεν υφίστανται ούτε έλεγχο ούτε φορολόγηση. Με άλλα λόγια, το ένα τρίτο των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα παραμένει αφορολόγητο.
Ένα άλλο δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το μέγεθος των αυτοαπασχολούμενων, σε σύγκριση με τις άλλες κατηγορίες της απασχόλησης.
Σε 60% του ενεργού πληθυσμού της Ελλάδας υπολογίζονται οι μισθωτοί (35% στον ιδιωτικό τομέα και 25% στον δημόσιο τομέα), ενώ το υπόλοιπο 40% απαρτίζεται από αυτοαπασχολούμενους.
Σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες οι μισθωτοί απαρτίζουν το 95% του ενεργού πληθυσμού, πράγμα που σημαίνει πως οι αυτοαπασχολούμενοι κυμαίνονται γύρω στο 5%, σε σύγκριση με το 40% στην Ελλάδα.
Δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος της φοροδιαφυγής παρατηρείται μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων, το υψηλό ποσοστό τους στην Ελλάδα αποστερεί το δημόσιο από ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του.
Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που τα μέτρα που έχει συστήσει η Τρόικα πλήττουν κυρίως τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, τα εισοδήματα των οποίων είναι γνωστά. Οι αυτοαπασχολούμενοι, και κυρίως τα ελεύθερα επαγγέλματα, όπως των γιατρών, των δικηγόρων, των μηχανικών, κλπ, που έχουν τη δυνατότητα να δηλώνουν εισοδήματα κατά βούληση, παραμένουν έξω από το δίχτυ των φοροεισπρακτικών υπηρεσιών.
Όταν λάβουμε υπόψη ότι σε 30 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο ανέρχεται το κόστος για το ελληνικό δημόσιο από τη φοροδιαφυγή, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και την αναγκαιότητα για την πάταξή της.
Με άλλα λόγια, αν οι κρατικές υπηρεσίες έκαναν σωστά τη δουλειά τους τα τελευταία 10-15 χρόνια, η Ελλάδα δεν θα είχε ανάγκη να συνάπτει δάνεια για να καλύπτει τα ελλείμματα, και η σημερινή κρίση θα είχε αποφευχθεί.
Η έκταση της οικονομικής κρίσης γίνεται εναργέστερα αντιληπτή όταν λάβουμε υπόψη πως το 1995 το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 84% του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το 2009 είχε φτάσει στο 94%, ενώ το 2011 έπεσε στο 79%, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Με άλλα λόγια, μέσα σε δύο χρόνια (2009-2011) η ύφεση στην Ελλάδα απάλειψε τα κέρδη που είχαν επιτευχθεί από το 1995 μέχρι το 2009.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ…
Μια άλλη διάσταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα δίνει ο παρακάτω Πίνακας, από έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, το ένα μέρος του οποίου δείχνει τα δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και το άλλο το σύνολο των καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες κατά την περίοδο 2001 – 2010.
Ελληνικές τράπεζες – Δάνεια και καταθέσεις.
(Τα ποσά που δίνονται είναι σε δισεκατομμύρια ευρώ)
Έτη Δάνεια σε Δάνεια Σύνολο Σύνολο
επιχειρήσεις σε νοικοκυριά δανείων καταθέσεων
2001 47 δισ. ευρώ 4 δισ. ευρώ 71 114 δισ. ευρώ
67% 33% 100%
2005 71 δισ. ευρώ 66 δισ. ευρώ 137 154 δισ. ευρώ
52% 48% 100%
2010 139 δισ. ευρώ 118 δισ. ευρώ 257 211 δισ. ευρώ
54% 46% …100%
Από τον παραπάνω Πίνακα προκύπτει πως ενώ το 2001 από το σύνολο των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τα δύο τρίτα πήγαιναν στις επιχειρήσεις και το ένα τρίτο στα νοικοκυριά, το 2010 τα ποσοστά ήταν 54% και 46% αντίστοιχα. Δηλαδή η διαφορά ήταν πολύ μικρή.
Αυτό δείχνει πως κατά τη δεκαετία 2001-2010 τα νοικοκυριά αύξαναν το ποσοστό των δανείων τους από τις τράπεζες, προφανώς για καταναλωτικούς λόγους, εις βάρος του ποσοστού που πήγαινε σε επιχειρήσεις για επενδύσεις, που σε μεγάλο βαθμό συνέβαλαν στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής.
Αυτό το φαινόμενο εξηγεί και την συνεχή άνοδο των εισαγόμενων προϊόντων, εις βάρος των εγχώριων, και ως εκ τούτου δημιουργούσαν τα ελλείμματα στο Ισοζύγιο Πληρωμών, τα οποία καλύπτονταν με τα συνεχή δάνεια.
Ο παραπάνω Πίνακας δείχνει και το ακόλουθο ενδιαφέρον φαινόμενο: ενώ το 2001 οι καταθέσεις στις τράπεζες (114 δισ. ευρώ) ήταν κατά πολύ υψηλότερες από το σύνολο των δανείων (71 δισ. ευρώ), το 2010 η αντιστοιχία αντιστράφηκε, και οι καταθέσεις στις τράπεζες (211 δισ. ευρώ) ήταν χαμηλότερες από το σύνολο των δανείων (257 δισ. ευρώ).
Και αυτή η αλλαγή είναι ενδεικτική της τάσης των πολιτών να καταναλώνουν πάνω από τις δυνατότητες που τους έδιναν τα εισοδήματά τους, δηλαδή με δανεικά λεφτά.
Έκανα αυτήν την ανάλυση για να δείξω πως για την οικονομική κρίση της Ελλάδας υπαίτιος δεν είναι μόνο ο δημόσιος τομέας, όπως συχνά αφήνεται να εννοηθεί, αλλά και ο ιδιωτικός.
Εδώ επαληθεύεται η περιβόητη ρήση του Θεόδωρου Πάγκαλου «όλοι μαζί τα φάγαμε»…