Στα παραλειπόμενα των εορτασμών των 60 χρόνων της μετανάστευσης Ελλήνων στην Αυστραλία, θα ήθελα και εγώ να διατυπώσω ορισμένα βάσανα και εμπειρίες από την περίοδο εκείνη. Δύο μόλις χρόνια ήμουν λατρεμένος με τη Βούλα, από τις Σέρρες, 25 ετών εγώ, 19 Μαΐων εκείνη, όταν μας μπήκε η ιδέα να γίνουμε κι εμείς πλούσιοι.
Ο πολύκροτος γάμος μας τελέσθηκε στην εκκλησούλα της Παναγίτσας στο Καλκάνι Σερρών. Το γαμπριάτικο κουστούμι, μου το ‘ραψε ο ράφτης μπατζανάκης μου. Όσο για το ύφασμα, βερεσέ το πήρα καθώς και τα μαύρα σκαρπίνια. Εξοφλήθηκαν μετά από 9 χρόνια όταν, για πρώτη φορά στο νόστο, επισκέφτηκα την γλυκιά πατρίδα. Το γαμήλιο ταξίδι μας και το μήνα των μελισσών, τον ζήσαμε στο γραφικό Διδυμότειχο.
Το διάστημα εκείνο, έτυχε η Βούλα μου, να είναι και ολίγον τι… έγκυος. Όταν η ταχεία πλησίαζε το χωριό Συκοράχη, εκδηλώθηκε φωτιά στο βαγόνι μας, με αποτέλεσμα να πηδούμε σαν ποντίκια απ’ τα παράθυρα. Ναι μεν, σωθήκαμε εμείς, όχι όμως και το έμβρυο. Τα δυο τελευταία χρόνια, μετοικίσαμε και δουλεύαμε στη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη.
Το Νοέμβριο του 1967, έμεινα ξαφνικά χωρίς δουλειά. Ψάχνοντας για μια θέση στον ήλιο, τυχαία βρέθηκα μπροστά στα γραφεία της ΔΕΜΕ, στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Δίχως πολύ σκέψη, μπήκα. Συμπλήρωσα και υπέγραψα αιτήσεις και χαρτιά για να έρθω στην τυχερή αυτή χώρα, την Αυστραλία. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά 5 μήνες κι ένα ανοιξιάτικο πρωινό με χαρά λαβαίναμε έγγραφο της ΔΕΜΕ, το οποίο έλεγε ότι, 5 Μαΐου 1968, στις 2.00μμ., πρέπει να βρισκόμαστε στον Πειραιά, προβλήτα Βασ. Κωνσταντίνου, απ’ όπου θα φεύγαμε με το υπερωκεάνιο «Αυστραλίς», πλοιοκτησίας Χανδρή. Με την Βουλάρα μου, βάλαμε φτερά στα πόδια μας, να βγάλουμε χαρτιά διαβατήρια και να ετοιμάσουμε τη βαλίτσα.
Κάναμε κι ένα ταξίδι-αστραπή στο Διδυμότειχο για να τους αποχαιρετίσουμε. Φεύγοντας, ο γέρος μου, με πήρε παράμερα και έβαλε στο χέρι μου 3 χιλιάδες δραχμές. «Πάρε αυτά τα λεφτά δώρο για το γάμο σας. Εκεί μακριά που πάτε μπορεί να σας χρειαστούν. Είναι λεφτά από το ζευγάρι πού πουλήσαμε. Καλό ταξίδι να ‘χετε, κι ο ένας να προσέχει τον άλλον» είπε με τρεμάμενη φωνή.
Πέρασαν από τότε 45 ολόκληρα χρόνια και στη μνήμη μου η εικόνα της στιγμής εκείνης έμεινε ανεξίτηλη. Βγήκε έξω να μας ξεπροβοδίσει. Μπροστά στο φράχτη φιληθήκαμε και είπαμε το στερνό αντίο. Καθώς πήραμε το δρόμο του μισεμού, έμεινε εκεί στηριγμένος με τα δυο χέρια στο μπαστούνι του να μας κοιτάζει ακούνητος, ως τη στιγμή που στρίψαμε τη γωνία και χαθήκαμε. Από τότε, μόνο στα όνειρα τον βλέπω κάθε τόσο. Ευτυχώς, υπάρχουν κι αυτά και επικοινωνούμε.
Χαράματα 4 Μαΐου 1968, με τρένο φεύγουμε για την Αθήνα. Παντού σε πόλεις, χωριά και βουνά, εκείνο το «πλί»¨βλέπαμε, να φτερουγίζει ψηλά μέσα από στάχτες και φωτιές χωρίς να καψαλίζονται οι φτερούγες του. Με το «Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών» ήταν το σήμα κατατεθέν των συνταγματαρχών που την 21η Απριλίου 1967 ανέτρεψαν το δημοκρατικό πολίτευμα και έβαλαν τον κοινοβουλευτισμό στο γύψο για 7 συναπτά χρόνια, με ολέθριες συνέπειες για την Ελλάδα και την Κύπρο μας. Ήταν η πρώτη «χουντική» επέτειος και τα πανηγύρια συνεχίζονταν ακόμα.
Στις 12.30μμ. της 5ης Μαΐου 1968, από το ξενοδοχείο «Πίνδαρος» στην Αθήνα, με ταξί, κατεβήκαμε στον Πειραιά. Η προβλήτα Βασιλέως Κωνσταντίνου, ήταν γεμάτη κόσμο και έκανε αφόρητη ζέστη. Απέναντί μας, το αξιοθαύμαστο πλοίο πού, θα μας πήγαινε μακριά σ’ άλλα λιμάνια σ’ άλλα μέρη, λικνίζονταν καμαρωτό στα γαλανά νερά του λιμανιού. Για τέσσερις και πλέον ώρες ψηνόμαστε κυριολεκτικά κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Στις 16.30, με το σύνθημα να μπούμε στο καράβι, γίνεται το «έλα να δεις»…. ελληνική αθάνατη συνήθεια. Ένας καμαρότος μας οδηγεί στην καμπίνα Νο 880, στον πάτο του πλοίου. Δεν είναι άσχημο. Μας άρεσε. Ένα τέλεια επιπλωμένο δωματιάκι σαν ερωτική φωλιά. Αφήνουμε τα υπάρχοντά μας και τρέχουμε πάνω, να δούμε τον απόπλου του γιγάντιου βαποριού.
Στις 9.00 το βράδυ τα μεγάφωνα ανακοινώνουν τον απόπλου απ’ το λιμάνι του Πειραιά. Όλοι δακρύζουμε. Κι αυτοί πού είναι κάτω κλαίνε και παραγγέλνουν. «Να προσέχεις παιδάκι μου τα φίδια και τους κροκοδείλους, μη σε τσιμπήσουν. Σού ‘χω βάλλει στην τσάντα φαγώσιμα. Μην ξεχάσεις να τα φας. Τα δέοντα στον μπάρμπα Μήτσου και τη θεία Μαλαματή. Άντε με την ώρα την καλή…» φωνάζει η μάνα στο παιδί της.
Τρία ρυμουλκά, αγκομαχώντας, μανουβράρουν το τεράστιο καράβι «Αυστραλίς» κι άμα το σέρνουν έξω απ’ το λιμάνι με μουγκρητά, το αφήνουν στη ρότα του.
Δευτέρα, 6/5/1968, ώρα 7.30 το πρωί. Έχουμε αράξει στο Ντουμπρόβνικ, μια πολιτεία μ’ ένα άθικτο μεσαιωνικό κάστρο, στα παράλια της Δυτικής Γιουγκοσλαβίας. Τα υπόλοιπα καταμαρτυρούν κραυγαλέα το μαύρο χάλι του υπαρκτού σοσιαλισμού του Τίτο. Κροάτες μετανάστες σαν εμάς, μπαίνουν στο πλοίο κι αμέσως αναχωρούμε. Τρίτη, 7/5/1963. Είμαστε αγκυροβολημένοι στο λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία για να παραλάβουμε Ιταλούς, αυτή τη φορά, εργάτες για τις φάμπρικες της Αυστραλίας.
Αρχαία ελληνική πόλη η Μεσσήνη, στην πάλαι ποτέ Μεγάλη Ελλάδα. Κατεβαίνουμε για μια τσάρκα να δούμε τα αξιοθέατα. Όμως γρήγορα το μετανιώνουμε. Σικελιανοί μαφιόζοι με στριμώχνουν και ρίχνονται στη Βουλάρα μου, με σκοπό να την παρασύρουν στο ανοιχτό κόκκινο αμάξι τους. Ευτυχώς εκεί κοντά βρίσκονται ο Γιώργος Ηρακλής κι ο Νίκος ο Αθηναίος. Τρέχουν με τις γυναίκες τους και μας σώζουν.
Πέμπτη, 9/5/1968. Αρμενίζουμε ανοιχτά του Ισπανικού Μαρόκου. Αριστερά στο βάθος στενόμακρου κόλπου, διακρίνεται η πόλη Θέουτα. Λίγες ώρες μετά, προσπερνάμε το μαύρο βράχο Γιβραλτάρ, το οποίο κατέχει η Μεγάλη Βρετανία. Μπαίνοντας στα στενά, παρατηρώ τις δυο πλευρές της ξηράς μήπως και δω κάποια υπολείμματα από τις στήλες του Ηρακλή. Στο σημείο αυτό ο μυθικός ήρωας άνοιξε τις πύλες για να μπουν τα νερά του Ωκεανού και να πλημμυρίσουν τη λεκάνη της Μεσογείου. Σε μια ώρα, βγαίνουμε στον Ατλαντικό, με προορισμό το Κέιπταουν, στο νότιο άκρο της Αφρικανικής Ηπείρου.
Είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, λες και βρεθήκαμε ξαφνικά μέσα στον Παράδεισο. Το υπερπολυτελές αυτό καράβι μας παρέχει τα πάντα. Πλήθος καμαρότοι, μας εξυπηρετούν και μας φροντίζουν σαν να ‘μαστε μαχαραγιάδες σε κρουαζιέρα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μακαρίζω τον εαυτό μου που γεννήθηκα φτωχός. Ποιος από τους πλούσιους γνωστούς μου θα τολμούσε να κάνει ένα τέτοιο μακρινό ταξίδι να ζήσει τις εμπειρίες που ζούσα εγώ; κάνω τη σκέψη, κι όπως τεντώνω νωχελικά την κορμάρα μου, βουτώ στην κατάμεστη από ουρί του Παραδείσου πισίνα του πλοίου. Τα δύσκολα άρχισαν μετά τον απόπλου απ’ το Κέιπταουν, όταν διαπλέαμε τον άγριο Ινδικό Ωκεανό.
Για 13 μερόνυχτα, μόνο θάλασσα και ουρανό βλέπαμε. Πάνε οι χαρές, πάνε και τα τραγούδια. Μόνο παρέες από Αγγλιδούλες είχαν μείνει όρθιες και τραγουδούσαν κάθε τόσο, τραγούδια που ‘χαν μάθει απ’ την Ελληνική ορχήστρα. «Σιγά, σιγά κι αυτό το βράδυ μ* ένα παράπονο θα ‘ρθω να σου πω…» κι ένα άλλο που έλεγε «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τί είν’ αυτό…». Όλοι οι υπόλοιποι ψάθα στα κρεβάτια, δεν μας είχε μείνει όρεξη για τίποτα. Ήταν και εκείνο το έρμο ψαροκόκαλο που σκάλωσε στο λαιμό της Βούλας μου. Κόντεψε να πάει από αναιμία. Από τότε δεν ξανάβαλε ποτέ πια ψάρι στο στόμα της.
Στις 30/4/1968, βλέπαμε επιτέλους την Αυστραλία. Μπήκαμε στο λιμάνι του Φρημάντλ, επίνειο της Περθ σε απόσταση 15 χλμ. περίπου. Έχουμε στη διάθεσή μας έξι ώρες προθεσμία. Αποφασίζουμε με την παρέα να πάμε με λεωφορείο να την δούμε. Κατεβαίνουμε στην αγορά και μπαίνουμε σ’ ένα σούπερ-μάρκετ κάτι να βρούμε να φάμε. Ένας παλιοέλληνας με τσαλακωμένα Ελληνικά, μας βοηθάει να ψωνίσουμε. Στο καταπράσινο πάρκο λίγο πιο κάτω, ένα γύρο, ροκανίζουμε όλα όσα ψωνίσαμε. Φεύγοντας, καθώς δεν βλέπαμε πουθενά κάδο για σκουπίδια, τα παρατάμε πάνω στο γκαζόν και πάμε να φύγουμε. Ένας μπάρμπας μουστακαλής τρέχει πίσω μας αφρισμένος από θυμό κι αρχίζει να μας λέει πράγματα που δεν σκαμπάζαμε. Κάτι για φακς και φακές, κάτι για γουόγκς, ώσπου ο Νίκος κάτι κατάλαβε και με σηκωμένες τις γροθιές ορμάει πάνω του. Οπισθοχωρεί ο τύπος κι άμα πηγαίνει κοντά σ’ ένα κουτί, βαμμένο πράσινο, ανοίγει το καπάκι και μας δείχνει το περιεχόμενο.
Φτου να πάρει ο διάολος. Τέτοιοι είναι οι κάδοι σκουπιδιών σ’ αυτά τα μέρη; Πού να το φανταστούμε; Στην Ελλάδα, μόνο με τη όσφρηση μπορούσες να εντοπίσεις προς τα πού βρίσκονται τα σκουπίδια και πού τα ουρητήρια. Εδώ όμως;
Στην επιστροφή, μια ηλικιωμένη χήρα απ’ τα Κύθηρα, κάθισε τυχαία δίπλα στη γυναίκα μου. Ώσπου να φτάσουμε πίσω στο Φρημάντλ πρόλαβε και της είπε όλα όσα τράβηξε στα 25 χρόνια που ζούσε στην Αυστραλία.
«Όλοι οι κόποι μας, πήγαν στο βρόντο. Ο προκομμένος ο άντρας μου, θεός σχωρέστον, τα ξόδιασε στον καταραμένο τζόγο. Γι’ αυτό παιδάκι μου, να προσέχεις μη τυχόν ο άντρας σου μάθει να παίζει άλογα και μείνεις δίχως σπίτι, σ’ αυτήν εδώ τη νέα πατρίδα. Αυτό σου λέω μονάχα και να ‘χετε την ευχή μου».
Από τότε η Βουλάρα μου, κάθε φορά που άκουγε για άλογα γινόταν… τούρμπο. Μια μέρα καθώς πίναμε τον πρωινό καφέ μας το ποίημα της Δέσπως ήρθε στο νου μου: «…τ’ άλογα, τ’ άλογα, ο Ομέρ Βρυώνης, στο Σούλι σίμωσε και μας πλακώνει…» ψέλλισα. Θεριό ανήμερο έγινε άμα άκουσε γι’ άλογα. Τρόμαξα να τη συνεφέρω και να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας κι ότι, πρόκειται για ποίημα. «Θα σε κρεμάσω απ’ το μύλο κακομοίρη μου, αν παίζεις άλογα» έλεγε αφρισμένη.
Στη Μελβούρνη, όπου και καταλήξαμε στις 2/6/1968, με κόπους, βάσανα και πολύ δουλειά, κάναμε αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν και στην Ελλάδα, αν μέναμε. Όσο για την πολυπόθητη παλιννόστηση που είχαμε στο νου μας, ναυάγησε για πάντα το 1983, αφού οι συσχετισμοί και οι συνθήκες είχαν αλλάξει σε σημείο που ήταν αδύνατο να το ριψοκινδυνέψουμε. Έτσι, για χάρη των παιδιών μας, μείναμε για πάντα αμανάτι στη χώρα αυτή, χωρίς ποτέ να θεωρώ τον εαυτό μου και τόσο τυχερό που βρέθηκα εδώ. Ως τώρα, ποτέ δεν θαύμασα και δεν ζήλεψα τον τρόπο ζωής και κουλτούρας της χώρας αυτής. Πολύ περισσότερο τώρα που βρίσκομαι αραγμένος σε νερά λιμνάζοντα νερά.
Μπορεί για τους περισσότερους η Αυστραλία, να είναι Παράδεισος. Ωστόσο, για μένα δεν παύει να είναι ένας λειψός Παράδεισος. Διακαώς επιθυμώ όταν πεθάνω, να ταφώ εκεί στο ύψωμα, σιμά στους δικούς μου, στο χωριό που γεννήθηκα και ανδρώθηκα. Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι δεν τιμώ και δεν σέβομαι τις αρχές και τους νόμους της θετής αυτής πατρίδας μου. Της είμαι ευγνώμων και ποτέ δεν ξεχνώ αυτό πού, μας είπε ο δήμαρχος Σπρινγκβέιλ, όταν μαζί με άλλους, για λόγους σκοπιμότητας, έπαιρνα την αυστραλιανή υπηκοότητα. «Μπορεί την Ελλάδα να την τιμάτε και να την αγαπάτε σαν τη μάνα σας. Από σήμερα, όμως, οφείλετε να σέβεστε και να εκτιμάτε την Αυστραλία σαν τη γυναίκα σας». Αυτό έπραξα και πράττω 45 χρόνια πού, ζω σ’ αυτήν εδώ τη χώρα. Ουσιαστικά όμως ποτέ δεν συμβιβάστηκα, δεν αποδομήθηκα. «Ζω, αναπνέω Κάι Έλληνας επιμένω».
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να πω σε κάποιους συμπάροικους πού, κατά καιρούς βγαίνουν σε ΜΜΕ, και λένε άσκεφτα πράγματα και αρλούμπες.
Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο σκεπτικό ορισμένοι, κυρίως γυναίκες, βγαίνουν σε εκπομπές του 3ΧΥ και χωρίς ντροπή, υποτιμώντας την ανθρώπινη υπόσταση, παραδέχονται και επιμένουν ότι μας πούλησε ο Καραμανλής στην Αυστραλία, σαν χαϊβάνια χωρίς παζάρια για ένα μόνο πιάτο ρεβίθια, τον καθένα. Δικαίωμά τους, να πιστεύουν και να νιώθουν αυτό πού, τους ταιριάζει. Δεν έχουν όμως δικαίωμα να το γενικεύουν.
Η κακόβουλη γνώμη τους, με ενοχλεί και με προσβάλλει γιατί, με υποβαθμίζει σαν άνθρωπο και μετανάστη. Αρνούμαι να μπω στο ίδιο μ’ αυτούς σακί. Ποτέ δεν θα παραδεχτώ ότι πουλήθηκα στην Αυστραλία σαν γουρούνι στο σακί, χωρίς ζύγι. Ας μάθουν, επιτέλους ότι στη χώρα αυτή διαβιούν μετανάστες από 170 περίπου άλλες εθνότητες οι περισσότεροι των οποίων είχαν πραγματικές ανάγκες όταν ήρθαν τότε εδώ. Απεναντίας, αρκετοί από εμάς τους Έλληνες πήραμε το δρόμο της ξενιτειάς όχι τόσο από ανάγκη, αλλά για να το παίξουμε λίγο Ροβινσώνες ζαμπαράδες καί περισσότερο ζάμπλουτοι Ωνάσηδες.