ΕΙΠΑ λόγω ημερών, να παραμερίσω (τουλάχιστον για τη σημερινή έκδοση) τις εμμονές μου για ορισμένα θέματα (και καταστάσεις) και να κάνω ό,τι κάνει και ο υπόλοιπος κόσμος.

ΝΑ το παίξω, δηλαδή, χαλαρός και αγαπησιάρης με τους συνανθρώπους μου, και να γράψω δυο καλές κουβέντες για όλους, συνοδευόμενες από ευχές, φιλοφρονήσεις και όλα τα παρεμφερή.

ΘΕΩΡΗΣΑ, όμως, ότι κάτι τέτοιο δεν αρμόζει στο (δύστροπο) χαρακτήρα μου και στη (διαχρονική) παράδοση που έχει δημιουργήσει τούτη η στήλη να λέει τα πράγματα με το όνομά τους.

ΜΕ δυο λόγια, είχα να επιλέξω στο να διατυπώσω ευχές, που κανείς άνθρωπος (με δυο δράμια μυαλό) πια δεν πιστεύει και δεν σέβεται, ή να συνεχίσω το…  βιολί μου.

Η διεύθυνση της εφημερίδας και οι συνάδελφοι επέμεναν ότι επιβάλλεται (λόγω του γιορτινού κλίματος) να αφήσω στην άκρη τις κακίες μου και να εναρμονιστώ με την καθιερωμένη παράδοση πουν θέλει ακόμα και τους λύκους να γίνονται (έστω για λίγο) αρνάκια.

ΟΜΟΛΟΓΩ ότι το δίλημμα ήταν μεγάλο και παρ’ ολίγον να υποκύψω στις παροτρύνσεις τους και να γράψω σήμερα ένα κείμενο καλοσυνάτο και γεμάτο κατανόηση για όλους.

ΤΕΛΙΚΑ και αφού αφιέρωσα… 21 ολόκληρα δευτερόλεπτα σκεπτόμενος τι πρέπει να κάνω, αποφάσισα να μείνω πιστός στον εαυτό μου και τις απόψεις μου για δύο κυρίως λόγους.

ΠΡΩΤΟΝ, για να μην παρεξηγηθώ και πιστέψουν ορισμένοι ότι…  χάλασα και εγώ και, δεύτερον, για να μη αφήσω την εντύπωση (σε όσους ασκώ κριτική) ότι συγχώρησα (τις ασυγχώρητες) αμαρτίες τους έστω και για μία μέρα.

ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής (αν και πολύ θα το ήθελα), δεν είμαι Θεός ούτε καν εκπρόσωπός του πάνω στη Γη, οπότε και -εκ των πραγμάτων- δεν έχω καμιά αρμοδιότητα στο να δίνω συγχωροχάρτια.

ΔΙΕΤΡΕΧΑ, δηλαδή, τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ ανεπανόρθωτα από τους σοβαρούς αναγνώστες της στήλης, οι οποίοι μπορεί να μην είναι αριθμητικά πολλοί, αλλά είναι αυτοί τους οποίους εκτιμώ και για χάρη τους συνεχίζω να γράφω.

ΑΣΕ που ήταν ορατός ο κίνδυνος να ενθαρρύνω τους ποιητές και λογοτέχνες της παροικίας με τις ευχές και τα καλά μου λόγια και να συνεχίσουν να διαπράττουν (και, μάλιστα, κατά συρροή!) τα… πνευματικά εγκλήματα για τα οποία τους κατηγορώ και τους ασκώ δριμύτατη κριτική.

ΔΕΝ γούσταρα, ρε παιδί μου, να επαληθεύσω (ούτε λόγω εορτών) την κυρία Ιωάννα, που απαντώντας στην πνευματοκτόνο κριτική μου στους συμπάροικους κριτικούς λογοτεχνίας, είχε γράψει ότι, «δεν χρωστάω να πω μια καλή κουβέντα για κανέναν και για τίποτα».

ΚΑΙ είχε δίκιο η ποιήτρια. Δίκιο, όμως, έχω και εγώ από την πλευρά μου, αφού δεν γράφω τη στήλη για να λέω καλές κουβέντες και να δείχνω κατανόηση στις αγνές ποιητικές προθέσεις των ασκούμενων στην κορυφαία καλλιτεχνική δημιουργία.

ΜΕ δύο λόγια, δεν γράφω (όπως άλλοι συνάδελφοι) για να κάνω γνωριμίες και δημόσιες σχέσεις, αλλά, να πληροφορώ τους αναγνώστες μου (και μόνο αυτούς) να αποφεύγουν τις πνευματικές κακοτοπιές και να μην παρασύρονται από τους ποιητικούς βερμπαλισμούς των κριτικών μας.

ΣΥΝΕΠΩΣ, ας έχουν υπόψη τους, ότι και το 2013 που μπήκε με το… αριστερό, «δεν πρόκειται να τους αφήσω σε χλωρό κλαρί».

ΘΑ παρακολουθώ (με τη δέουσα προσοχή) τις πνευματικές τους αναζητήσεις και θα είμαι ακόμα πιο αυστηρός μαζί τους.

ΑΝ δεν τους αρέσει η κριτική μου, που στόχο είχε (και συνεχίζει να έχει) να τους βοηθήσω να βελτιώσουν τις ποιητικές και λογοτεχνικές τους επιδόσεις, έχουν (ουσιαστικά) δύο επιλογές.

ΝΑ γίνουν πιο αυστηροί με τον εαυτό τους, κρατώντας στο συρτάρι τους (τουλάχιστον) για μια εικοσαετία τα γραπτά τους πριν κάνουν το μοιραίο βήμα να τα τυπώσουν ή, αν γουστάρουν, να αλληλοχειροκροτούνται, να κάνουν τις παρουσιάσεις (των έργων τους) μεταξύ τους και μακριά από φωτογράφους και τα φώτα της δημοσιότητας.

ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ κανείς κάτι που γράφει να ωριμάσει και ξαναδιαβάζοντάς το μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια, αντιλαμβάνεται και μόνος του αν αντέχει στο χρόνο ή, αν συντρέχει λόγος να το δημοσιεύσει και το κάνει κτήμα και των άλλων.

ΣΤΗΝ πιο πάνω μέθοδο οφείλεται το γεγονός ότι δεν έχω γίνει ακόμα και εγώ ποιητής.

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ μετά από πολλά χρόνια, ποιήματα, διηγήματα και νουβέλες που έγραφα, διαπίστωσα ότι δεν άξιζαν φράγκο και γράφτηκαν με φιλόδοξη διάθεση σε ώρες ενθουσιασμού και κρυφής λαχτάρας να γίνω ποιητής.

ΑΥΤΟΣ είναι ο μόνος λόγος που δεν σας έχει απασχολήσει (και ταλαιπωρήσει) μέχρι σήμερα ο ποιητικός μου μόχθος.

ΑΝ -λόγω ανθρώπινων αδυναμιών- δεν είστε σε θέση να ασκήσετε κριτική (και λογοκρισία) στον εαυτό σας, ζητείστε μια δεύτερη γνώμη από κάποιον που έχει διαβάσει δυο-τρία βιβλία, λέγοντάς του ότι πρόκειται για γραπτά κάποιου μακρινού σας συγγενή.

ΚΑΙ αυτό, προκειμένου να μην αισθάνεται ο άνθρωπος (όπως οι εδώ κριτικοί μας) την ανάγκη να σας πει καλές κουβέντες για να μη σας δυσαρεστήσει και κάνει (χωρίς λόγο) έναν ακόμα εχθρό.

ΟΣΟ για την υστεροφημία σας, είμαι βέβαιος ότι περισσότερο θα σας θυμούνται (όσοι καταφέρουν να δραπετεύσουν από το Αλτσχάιμερ) γι’ αυτό που πραγματικά είσαστε και όχι για κάτι που δεν είσαστε.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, μην ξεχνάτε, ότι προϋπόθεση της (ποιητικής) αθανασίας είναι ο ίδιος ο θάνατος, που σημαίνει, πως ό,τι και να λένε οι εναπομείναντες για σας, δεν πρόκειται ποτέ να το μάθετε.

ΑΣΕ που τότε, ενδεχομένως, να μας σας ενδιαφέρει τι γνώμη έχουν οι άλλοι για σας και το πνευματικό σας έργο.

ΑΥΤΑ τα λίγα προς γνώση και συμμόρφωση, γιατί, διαφορετικά, θα με βρείτε και πάλι μπροστά σας. Πάμε πιο κάτω.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, συμμετείχα και εγώ (για πρώτη και, ενδεχομένως, τελευταία φορά) στη μαζική χαρά της υποδοχής του καινούργιου χρόνου μαζί με δύο εκατομμύρια άλλους ανθρώπους.

ΕΙΧΑ πάει (με μικρή παρέα) για λίγες μέρες στο πανέμορφο Σίδνεϊ και βρεθήκαμε -χωρίς να ξέρουμε την περιοχή- σε μια πανσιόν στο Kirribilli που απείχε μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από τη γέφυρα όπου έγινε το πανηγύρι των πυροτεχνημάτων τη παραμονή της πρωτοχρονιάς.

ΛΟΙΠΟΝ, τέτοιο πανικό και τόση πολυκοσμία δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου και θα προσπαθήσω (ευχόμενος) να μην ξαναδώ.

ΜΕ το τέλος του κόσμου έμοιαζε, σας λέω, η έλευση του καινούργιου χρόνου! Εκατοντάδες άνθρωποι περίμεναν καρτερικά σε ατελείωτες ουρές έξω από διάφορα μαγαζιά για να προμηθευτούν αλκοόλ και τρόφιμα.

ΔΕΚΑΟΧΤΩ ολόκληρες ώρες είχαν στηθεί εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, από κάθε γωνιά του πλανήτη, στους χώρους κοντά στη γέφυρα και γύρω από το ατελείωτο λιμάνι, περιμένοντας τα πυροτεχνήματα που θα επιβεβαίωναν την έλευση του καινούργιου χρόνου.

ΚΑΙ όλη αυτή η αναμονή, η προετοιμασία, το σπρώξιμο και το ποδοπάτημα για 12 λεπτά που διήρκησε η φαντασμαγορία των πυροτεχνημάτων που είχαν κάνει τη νύχτα μέρα.

ΣΤΟ χώρο κάτω από την επιβλητική γέφυρα, βρεθήκαμε για λίγο, ένα μόλις εικοσάλεπτο αφότου ξεψύχησε στον ουρανό και το τελευταίο βεγγαλικό.

ΤΟΣΟ χρειάστηκε για να φύγει ο κόσμος και να εμφανιστεί στο χώρο ό,τι είχε απομείνει από την αναμονή και τη γιορτή: χιλιάδες τόνοι σκουπιδιών!

ΑΥΤΑ στην πραγματικότητα άφησε πίσω του ο χρόνος που έφυγε και αυτά βρήκε ο ολοκαίνουργος χρόνος που μπήκε.

ΤΗΝ άλλη μέρα ανήμερα Πρωτοχρονιά πήγαμε να πάρουμε λίγο αέρα προκειμένου να ξελαμπικάρει το μυαλό στο στη γνωστή παραλία του Bondi.

ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ την έκπληξή μας όταν αντικρίσαμε το πλήθος της προηγούμενης βραδιάς να έχει μεταφερθεί στη παραλία: τέρμα δεν υπάρχει σωτηρία…