Το βιβλίο μπορεί να πρωτοεκδόθηκε στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1980, αλλά έχει ήδη διαγράψει μια τροχιά και εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όσον αφορά τα μηνύματα που θέλει να «περάσει».
Επιθυμία του φύλαρχου Τουιάβιι, από τα νησιά Σαμόα, ήταν να γνωρίσει την Ευρώπη. Ταξίδεψε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και με την παρατηρητικότητα και την πνευματική του διαύγεια έβλεπε αμέσως την ουσία των πραγμάτων. Τίποτα δεν μπορούσε να τον θαμπώσει, ούτε και να τον απομακρύνει από την αλήθεια. Κατέγραψε τα όσα είδε με σκοπό να τα κάνει γνωστά στους Πολυνήσιους συμπατριώτες του, δείχνοντας ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει αποβεί σε βάρος της ουσιαστικής υπόστασης του ανθρώπου.
Σύμφωνα με τον Έριχ Σόερμαν, το όνομα Παπαλάνγκι το δίνουν οι «άγριοι» και «απολίτιστοι» στο σύγχρονο άνθρωπο, που ζει μέρα-νύχτα στον ίδιο χώρο με πολλούς συγκατοίκους χωρίς να ξέρει τους διπλανούς του, που σκέφτεται χωρίς σταματημό για να μη θεωρηθεί κουτός, που διαβάζει τα πάντα επειδή, δήθεν, τον αφορούν, που προσπαθεί να φύγει με τις μηχανές του το Σαββατοκύριακο για να γλιτώσει από την προσδιορισμένη και περιχαρακωμένη ζωή του δικαιολογώντας έτσι την αλλοτριωμένη και υποδουλωμένη καθημερινότητά του.
Παπαλάνγκι είναι ο λευκός σύγχρονος άνθρωπος, αυτός που διαπέρασε τον ουρανό. Ο πρώτος λευκός κατέφθασε στα νησιά Σαμόα με ιστιοφόρο. Οι ιθαγενείς νόμισαν ότι το άσπρο ιστιοφόρο στον ορίζοντα ήταν μια τρύπα στον ουρανό μέσα από την οποία ο λευκός πέρασε και ήρθε κοντά τους.
Ο Παπαλάνγκι κατοικεί σαν το μύδι σ’ ένα σκληρό καβούκι. Ζει ανάμεσα σε πέτρες όπως η σκολόπεντρα μέσα στις ρωγμές της πετρωμένης λάβας. Πέτρες είναι γύρω του, δίπλα του και πάνω του. Η καλύβα του μοιάζει μ’ ένα όρθιο μπαούλο από πέτρα. Ένα μπαούλο με πολλά συρτάρια και τρύπες.
Από ένα μόνο σημείο μπορεί κανείς να μπει και να βγει από το πέτρινο καβούκι. Ο Παπαλάνγκι αγαπά πολύ το στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί, του αρέσει να βάζει στην κοιλιά του πολλά υγρά από σκοτωμένα φρούτα και κρέας γουρουνιού, μοσχαριού και άλλων… τρομερών ζώων, προπάντων όμως αγαπάει και αυτό που δεν πιάνεται και που όμως υπάρχει – το χρόνο. Κάνει πολλή φασαρία και λέει πολλές ανοησίες γι’ αυτόν. Παρ’ ότι ο χρόνος ποτέ δεν είναι περισσότερος απ’ όσο χωράει στο διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ήλιου, για τον Παπαλάνγκι ποτέ δεν είναι αρκετός…
Λοιπόν, ο προσεκτικός και νοήμων αναγνώστης θα καταλάβει ότι ακόμα και στις κοινωνίες αυτές που πριν ελάχιστες δεκαετίες κυριαρχούνταν από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, οι καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις έχουν πλέον δηλητηριαστεί από τη λατρεία για το χρήμα και -με την κάθε τρόπο- απόκτησή του. Θα καταλάβει ότι ο Παπαλάνγκι έρχεται όχι μόνο να υπενθυμίσει τον ολοένα φευγαλέο παραδοσιακό τρόπο ζωής αλλά και να επισημάνει τους κινδύνους από την άκρατη και άκριτη υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που καταστρέφει και δηλητηριάζει τις ανθρώπινες σχέσεις.