Η αναφορά αυτή τη φορά στις πιστωτικές κάρτες και την εμμονή των τραπεζών να μη συσχετίζουν στο ελάχιστο τις διακυμάνσεις των επιτοκίων των δανείων –στεγαστικών και εμπορικών– με τον τόκο αυτών.
Σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές, οι καταναλωτές έχουν πληρώσει συνολικά $1.5 δις περισσότερο σε τόκους των πιστωτικών τους καρτών το χρόνο, από ό,τι θα πλήρωναν αν οι τράπεζες ακολουθούσαν κανονικά τις επίσημες μειώσεις από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008.
Ενώ, δηλαδή, η Αποθεματική Τράπεζα Αυστραλίας, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μείωσε τα επίσημα επιτόκια από 7.25% σε 3%, τα επιτόκια που χρεώνονται οι καταναλωτές στις πιστωτικές τους κάρτες έμεινε σχεδόν το ίδιο, αφού από 17.22% μετακινήθηκε μόνο στο 17.12% την ίδια χρονική περίοδο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΤΑ, το χρέος των Αυστραλών καταναλωτών, σε πιστωτικές κάρτες, ανέρχεται σε $36δις, ποσό για το οποίο πληρώνουν $124 εκ. περισσότερο το μήνα ή $1.5δις το χρόνο, σε τόκους, από ό,τι θα πλήρωναν αν η μείωση των επιτοκίων συμπεριλάμβανε και τις πιστωτικές κάρτες.
Ανάλυση 11 τραπεζών από την εταιρία Canstar and Mozzo, δείχνει ότι ο μέσος όρος των επιτοκίων στις πιστωτικές κάρτες από τον Ιούνιο του 2008 μέχρι αυτόν τον μήνα αυξήθηκε από 19,16% σε 19,69%, ενώ στις χαμηλού επιτοκίου κάρτες από 12,04% σε 12,9% την ίδια χρονική περίοδο.
Η διευθύντρια της εν λόγω εταιρίας, Kirsty Lamont, θα πει ότι τους τελευταίους 12 μήνες δεν υπήρξε απολύτως καμιά αλλαγή, το θέμα όμως περνά ‘απαρατήρητο’, σε αντίθεση με τα στεγαστικά επιτόκια: «Δεν βλέπεις τον θησαυροφύλακα Wayne Swan, να προτρέπει τους καταναλωτές να ερευνήσουν για κάτι καλύτερο. Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, επωφελούνται από το γεγονός ότι τίποτε δεν ταράζει τα νερά και με την υποχώρηση της κτηματαγοράς αυτή τη στιγμή, στρέφονται εκεί για να καλύψουν τα κενά. Οι πιστωτικές κάρτες είναι ένας εύκολος τρόπος αύξησης των κερδών τους».
«ΜΑ ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ»
‘Το πλαστικό χρήμα, ήταν πάντα ακριβό’ θα απαντήσει σ’ όλον αυτό το σάλο που δημιούργησαν οι αναλυτές αναφορικά με τις πιστωτικές κάρτες και τα υψηλά επιτόκια που καλούνται να πληρώσουν οι κάτοχοί τους, καταναλωτές, ο γενικός διευθυντής του Αυστραλιανού Συνδέσμου Τραπεζιτών Steven Munchenberg.
«Τίποτε δεν έχει αλλάξει. Τα επιτόκια σ’ αυτού του είδους τα δάνεια ήταν πάντα υψηλά γιατί ο βαθμός του ρίσκου είναι υψηλότερος. Απλώς ποτέ δεν ακολουθούσαν τα επίσημα επιτόκια. Αυτό είναι γνωστό, από αμνημονεύτων χρόνων. Τώρα, αν, από την πλευρά τους οι καταναλωτές, πιστεύουν ότι τα επιτόκια είναι υψηλά, ας ψάξουν να βρουν φθηνότερα. Δεν τους εμποδίζει κανείς. Εξάλλου, υπάρχουν πολλά προϊόντα του είδους στην αγορά».
Σωστά. Με τη μόνη διαφορά, ότι… δεν υπάρχει διαφορά, από τη μια τράπεζα στην άλλη, όταν μιλάμε για αυτού του είδους το «προϊόν».
Ούτε και καμιά επέμβαση, από την πλευρά της κυβέρνησης, που θα μπορούσε να ταράξει τα νερά.
Ο ομοσπονδιακός θησαυροφύλακας, για πρώτη φορά το 2012, τόλμησε να επέμβει στο θέμα των στεγαστικών επιτοκίων και να παροτρύνει τους καταναλωτές να ερευνήσουν την αγορά, και αν χρειαστεί να αλλάξουν τράπεζα, προκειμένου να βρουν την πιο συμφέρουσα, γι’ αυτούς, λύση.
Κανένας, όμως, απολύτως λόγος για τους υπέρογκους τόκους που καλείται να πληρώσει ο κάτοχος πιστωτικής κάρτας.
Το μόνο που έκανε η κυβέρνηση ήταν να πληροφορήσει τους καταναλωτές για το πόσο επιζήμιο είναι να πληρώνουν μόνο το κατώτατο ποσό που υποχρεούνται, χωρίς την απόσβεση του ποσού που έχουν χρεωθεί.
Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
Αν αφήσουμε τώρα για λίγο στην άκρη την απληστία των τραπεζών, γεννάται το ερώτημα αν πράγματι είναι προς όφελος του καταναλωτή να πληρώνει χαμηλότερους τόκους. Μια τέτοια πρακτική, λογικό είναι ότι θα λειτουργούσε ως μέτρο ενθάρρυνσης για μεγαλύτερα ίσως ποσά δανεισμού και, κυρίως, αύξηση του αριθμού των δανειοληπτών.
Ήδη, η ύπαρξη πιστωτικών καρτών, από μόνη της, δείχνει ότι οι καταναλωτές ξοδεύουν περισσότερα από αυτά που κερδίζουν.
Αν δεν υπήρχαν οι πιστωτικές κάρτες οι άνθρωποι, απλά θα ξόδευαν μόνο από αυτά που είχαν στο πορτοφόλι τους.
Θα ήταν ίσως πιο εγκρατείς και η δίψα για υλικά αγαθά να μην ήταν, όπως σήμερα, τόσο βασανιστική.
Οι άνθρωποι, τολμώ να πω, ίσως να έβρισκαν χρόνο να επικεντρωθούν στην ουσία των πραγμάτων και να εγκατέλειπαν τον επίπλαστο και ψυχοφθόρο συναγωνισμό τού ποιος θα έχει το μεγαλύτερο σπίτι, το ακριβότερο αυτοκίνητο, της τελευταίας μόδας ρούχα και είσοδο στα ακριβότερα εστιατόρια.
Ίσως οι γονείς να είχαν περισσότερο χρόνο να ξοδέψουν με τα παιδιά τους, αν δεν έπρεπε να δουλεύουν και οι δύο –συχνά υπερωρίες– για να εξασφαλίσουν όλα τα παραπάνω και να μην υστερούν σε υλικά αγαθά από τους άλλους του κύκλου τους.
Ίσως να μη χώριζαν με τόση ευκολία τα ζευγάρια, αν δεν είχαν τις ‘οικονομικές πιέσεις’ που, σύμφωνα με έρευνες, ευθύνονται για τον μεγαλύτερο αριθμό διαζυγίων.
Σε τελευταία ανάλυση, ίσως οι άνθρωποι να ήταν ευτυχέστεροι. Αυτό όμως δεν πρόκειται, ως φαίνεται, να το μάθουμε ποτέ, μιας και το ρεύμα του ποταμού, δεν γυρίζει πίσω. Και αυτή τη στιγμή, μάλιστα, γίνεται όλο και πιο ορμητικό.
Όποιος θέλει, από την άλλη πλευρά, να μείνει απλός παρατηρητής, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Ευτυχώς αυτή η επιλογή είναι ακόμη υπαρκτή!