Το σημερινό κείμενο, σίγουρα θα το βρείτε λίγο μπερδεμένο. Από την περασμένη εβδομάδα προσπαθώ να τα φέρω βόλτα και να σας ευχηθώ για τον καινούργιο χρόνο. Στην απλή και ανθρώπινη σκέψη να σας ευχηθώ τα καθιερωμένα… Χρόνια Πολλά, σταματούσα στη θύμηση του κ. Επαμεινώνδα, δάσκαλου στο Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας, που μας δίδασκε, δεκάδες χρόνια πριν, «Τεχνική των πωλήσεων και εκπαίδευση πωλητών». Ο κ. Επαμεινώνδας, ένας γλυκός και σοβαρός άνθρωπος, την άλλη ημέρα του Αγίου Ιωάννου που γυρίσαμε στο μάθημα, μας ευχήθηκε για… λιγότερα. «Δεσποινίδες, κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να ευχηθώ, γενικώς, για λιγότερα. Λιγότερο πόνο στον κόσμο, λιγότερους πολέμους, λιγότερη πείνα, λιγότερη φτώχια, λιγότερα δάκρια. Θα μπορούσα να αραδιάσω μερικές δεκάδες ευχές για λιγότερα που τελικά θα μας έβγαινα..περισσότερα. Λιγότερα παιδιά πεινασμένα, λιγότερες αρρώστιες, λιγότερη αδικία και πάει λέγοντας, φίλες και φίλοι. Αν θέλει να φέρει κάτι περισσότερο, αυτή τη χρονιά, ας φέρει περισσότερη..ελπίδα».
Μετά είπα ν’ αφήσω τις ευχές και να γράψω κάτι που πολύ μου αρέσει, παρά το ότι δεν το θεωρώ καθόλου εύκολο εγχείρημα. Για τους εορτασμούς των 150 χρόνων από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, στα πλαίσια των δυνατοτήτων μου, θα επιθυμούσα και θα το προσπαθήσω, να είμαι από αυτούς που θα προσφέρουν ένα κόκκο άμμου στο οικοδόμημα που θα πρέπει να ξεκινήσει να χτίζει η παροικία μας για το έτος Καβάφη. Στο «Σκεπτόγραμμα», της περασμένης Πέμπτης, του κ. Θωμά Γ. Ηλιόπουλου, έγινε μια σύντομη και μεστή παρουσίαση του μεγάλου ποιητή και ορισμένες ενδιαφέρουσες προτάσεις. Είμαι σίγουρος ότι θα το διαβάσατε. Θα πρότεινα, επίσης, και οι ασχολούμενοι με την ποίηση στην παροικία μας να συμβάλουν, ούτως ώστε να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε κάτι αξιόλογο για το Έτος Κ. Π. Καβάφη.
Κάνω μια παρένθεση να πω πως ο περσινός Δεκέμβρης ήταν για μένα φορτωμένος μήνας. Γεμάτος από δουλειά στην εφημερίδα, λόγω των εορταστικών εκδόσεων και γεμάτος χαρά στο σπίτι, μια και είχαμε την επίσκεψη του γιού μας, ο οποίος μόλις τελείωσε από το συνέδριο του Πανεπιστημίου Σύδνεϋ, στο οποίο συμμετείχε, ήλθε να μας δει και να μείνει κοντά μας είκοσι ολόκληρες ημέρες.
Στις 30 του Δεκέμβρη επέστεφε στην Ελλάδα για να κάνει πρωτοχρονιά με την γυναίκα και την κόρη του. Ξημέρωσε παραμονή και με ανάμικτα αισθήματα περιμέναμε τον καινούργιο χρόνο. Κάποια στιγμή, αστειευόμενος, άρχισα να λέω τα κάλαντα και άπλωσα το χέρι περιμένοντας λίγες… δεκάρες ή κουραμπιέ και μελομακάρονο. Χτύπησε το τηλέφωνο και πάγωσα στο άκουσμα της είδησης, πως «έφυγε» ο Χρήστος Τάσσιος. Είπα ένα: «Δεν είναι δυνατόν» Κι όμως…
Με τον Χρήστο δεν βλεπόμαστε κάθε ημέρα, δεν πίναμε καφέ συχνά, αλλά είμαστε φίλοι. Τον γνώριζα χρόνια. Όποτε βρισκόμαστε μιλάγαμε με τις ώρες, καλαμπουρίζαμε, γελάγαμε και σοβαρολογούσαμε. Ανελλιπώς του τηλεφωνούσα να του πω χρόνια πολλά στην ονομαστική του γιορτή και στα γενέθλιά του στις 23 του Μάρτη. Κάθε χρονιά, από τότε που… ζυγίσαμε τα χρόνια μας για να δούμε ποίος ήταν πιο μεγάλος και εξομολογηθήκαμε την ημερομηνία και το έτος του ευχόμουν να ζήσει και… να τα εκατοστίσει. Του έκανε εντύπωση που θυμόμουνα τα γενέθλιά του. «Κώστα ευχαριστώ. Νευριάζω μαζί σου και αναρωτιέμαι που διάβολο τα θυμάσαι αφού πολλές χρονιές τα ξεχνάω κι’ εγώ ο ίδιος…» Πριν δύο χρόνια του είπα το μυστικό. «Χρήστο μου δεν είναι κόλπο μαγικό, ούτε και τόσο τυπικός είμαι να το σημειώνω κάθε χρόνο. Απλά συνέπεσε την ίδια ημερομηνία να έχει γεννηθεί η κόρη μου. Μου το θυμίζει η γυναίκα μου, κι’ εγώ θυμάμαι άλλον ένα Κριό και την παλαβομάρα που κουβαλάει το ζώδιο σας». Γέλαγε ο Χρήστος. Κύριος ο Χρήστος, λεβέντης. Κρίμα που έφυγε νωρίς ένας ωραίος άνθρωπος, ένας καλός φίλος.
Πήγα στην κηδεία. Εμφανώς πικραμένοι και λυπημένοι όσοι γέμισαν, μέσα και έξω την εκκλησιά. Ακόμη και ο π. Νικόλαος με τον π. Μηνά που οι νεκρώσιμες ακολουθίες είναι μέρος της ζωής και του δύσκολου λειτουργήματός τους, έδειχναν ιδιαιτέρα λυπημένοι και πικραμένοι.
Βλέποντας την σύζυγο, την κυρία Τάσσιου και το παλικάρι του, τον Νικόλα, καταρρακωμένους, σκέφτηκα να πάω κοντά τους και πριν αρχίσει η νεκρώσιμος ακολουθία, να τους απαγγείλω το ποίημα του Μαβίλη «Η Λήθη», μήπως και σταματήσουν να κλαίνε. Με πρόλαβε όμως ο ίδιος ο Χρήστος (δεν θα τον πω ποτέ μακαρίτη. Δεν μου αρέσει η λέξη). Στα τελευταία του λόγια, στην κάρτα που τύπωσαν οι δικοί του στη μνήμη του, ο Χρήστος λέει σ’ αυτούς που αγαπά πολύ: « Όταν θα έχω φύγει, ελευθερώστε με, αφήστε με να πάω ώστε να μπορέσω να κινηθώ μέσα στο λυκόφως, στο σούρουπό μου. Δεν πρέπει να με κρατάτε δεμένο κάτω με τα δάκρυά σας. Ας είμαστε ευτυχισμένοι που είμαστε μαζί τόσα χρόνια. Σας έδωσα την αγάπη μου και μπορείτε να μαντέψετε πόση ευτυχία μου χαρίσατε. Σας ευχαριστώ για την αγάπη που μου δείξατε, μα τώρα ήρθε η ώρα να ταξιδέψω μόνος».
Καλό ταξίδι φίλε Χρήστο.