Μπορεί να φαινόταν συντηρητικός, στην ουσία, όμως, ο Τζον Χάουαρντ ήταν ο πιο σπάταλος πρωθυπουργός της Αυστραλίας, σύμφωνα με έρευνα την οποία διεξήγε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund).

O εν λόγω οργανισμός ερεύνησε τα αρχεία 200 χρόνων των κυβερνήσεων 55 κορυφαίων οικονομικά κρατών.

Όσον αφορά την Αυστραλία εντοπίζει δύο μόνο περιόδους οικονομικής σπατάλης που, αμφότεροι, ανήκουν στο χρονικό διάστημα διακυβέρνησης του Τζον Χάουαρντ. Η μία το 2003, κατά τη διάρκεια της μεταλλευτικής έκρηξης, και τα δύο τελευταία χρόνια διακυβέρνησής του, 2005 και 2007.

ΟΧΙ, Ο ΡΑΝΤ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΠΑΤΑΛΟΣ

Mε τον αναλυτικό φακό στην κυβέρνηση Ραντ, οι αναλυτές διευκρινίζουν ότι τα χρήματα των φορολογουμένων που δαπάνησε για την ‘αναζωπύρωση’ της οικονομίας, δεν υπολογίζονται ως σπατάλη, δεδομένου ότι τα κίνητρα είχαν ως στόχο τη διαφυγή της χώρας από το παγκόσμιο οικονομικό τσουνάμι.
Το στίγμα του σπάταλου διαφεύγει και ο Γκοφ Γουίτλαμ ο οποίος ήταν στην αρχή μεταξύ 1973–1975.

Απαντώντας στα πορίσματα της έρευνας, ο σκιώδης ομοσπονδιακός θησαυροφύλακας, Τζο Χόκι, ο οποίος υπήρξε υπουργός Οικονομικών επί διακυβέρνησης Χάουαρντ, θα πει ότι «ο Συνασπισμός άφησε στη κυβέρνηση του Εργατικού κόμματος $20 δις πλεόνασμα».

«Σίγουρα δεν ήταν η κυβέρνηση Τζον Χάουαρντ που δαπάνησε αλόγιστα τα χρήματα των φορολογούμενων σε ‘ακροβασίες’, όπως τη μόνωση σπιτιών και τα υπερβολικά τιμολογημένα σχολικά χολ».

Άλλη περίοδος που χαρακτηρίζεται από τους οικονομολόγους της έρευνας ως ‘περίοδος σπατάλης’, τα τελευταία 60 χρόνια, είναι το 1960, όταν στην αρχή ήταν ο Ρόμπερτ Μένζις. Αντίθετα, η ίδια κυβέρνηση, το 1950, υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτική στις δημόσιες δαπάνες.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, από το 1947 οι κυβερνήσεις των Εργατικών, Τσίφλι, Σκάλιν και Λάιονς υπήρξαν συντηρητικές στις κρατικές δαπάνες, καθώς επίσης και οι κυβερνήσεις του Συνασπισμού μεταξύ 1931 και 1935.

Από τα κύρια σημεία της ανάλυσης προκύπτει ότι η Αυστραλία, σε σύγκριση με άλλες προηγμένες χώρες, έχει λίγα παραδείγματα σπατάλης του δημόσιου χρήματος.
Συνολικά οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα προσεχτικές με τις δημόσιες δαπάνες πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μέσον της δεκαετίας του ,70 και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά την παγκόσμια κρίση του 2008.

ΑΝΟΙΧΤΟΧΕΡΗΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πορίσματα της εν λόγω έρευνας συμπίπτουν με εκείνα της έρευνας του Αυστραλιανού Θησαυροφυλακίου το 2008, που αναφέρει ότι οι κυβερνητικές δαπάνες αυξήθηκαν στα τέσσερα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Χάουαρντ, σε εντυπωσιακά μεγαλύτερο βαθμό από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο μετά την οικονομική κρίση του 1990.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι δημόσιες δαπάνες από $1 δις που ξεκίνησαν στον πρώτο οικονομικό προϋπολογισμό της κυβέρνησης Χάουαρντ, έφτασαν να υπερβούν τα $9 δις στον τελευταίο προϋπολογισμό της διακυβέρνησής του.
Η αναλογία μέτρων εξοικονόμησης του δημοσίου χρήματος πέφτει από το ένα τρίτο που σημειώνεται στον πρώτο προϋπολογισμό της διακυβέρνησής του, στο 1,5% στον τελευταίο προϋπολογισμό.

Ότι ο Χάουαρντ υπήρξε περισσότερο ‘ανοιχτοχέρης’ στη δύση της πολιτικής του καριέρας, φαίνεται και από το γεγονός ότι τον τελευταίο χρόνο που ήταν στην αρχή, διέθεσε στο πρόγραμμα των μεγάλων οδικών δικτύων Αυστραλίας (AustLink) $2,3 δις επιπλέον, ενώ ανακοίνωσε χρηματοδοτήσεις για έργα εξοικονόμησης ύδατος, άνω των $10 δις, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.