Ολοκληρώθηκαν χθες οι εργασίες της 11ης Κληρικολαϊκής Συνέλευσης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, η οποία κατεγράφη στην ιστορία της Κανονικής Εκκλησίας της πέμπτης ηπείρου ως «ιστορική» εξ αιτίας της απόφασης του παναγιότατου Οικουμενικού Πατριάρχη, κ. Βαρθολομαίου, να επικοινωνήσει προσωπικά –μέσω διαδικτύου– με τον Αρχιεπίσκοπο κ. Στυλιανό, και τις εκατοντάδες κληρικούς και λαϊκούς που συμμετείχαν στη συνέλευση.

Η καινοτόμος απόφαση του προκαθημένου της Ορθοδοξίας να επικοινωνήσει προσωπικά με το ποίμνιο της Αυστραλίας και το θερμό μήνυμά του προς τον κλήρο και το λαό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας ερμηνεύεται ως πράξη ενδυνάμωσης των σχέσεων του οικουμενικού θρόνου με την κανονική εκκλησία της Αυστραλίας και το λαό της.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στις εργασίες της Κληρικολαϊκής Συνέλευσης από το Μητροπολίτη Detroit, κ. Νικόλαο, ευχήθηκε όπως η Κληρικολαϊκή Συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού, «να επιτύχει τους στόχους της και να συμβάλει, όπως και οι προηγούμενες, στην καρποφορία του πολυσήμαντου έργου της τοπικής Εκκλησίας». Μάλιστα, προσκάλεσε τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας να επισκεφθεί την έδρα του οικουμενικού θρόνου στο Φανάρι.

Στη Συνέλευση παρέστησαν, επίσης, ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, κ. Ευγένιος, αντιπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι πρέσβεις της Ελλάδας και της Κύπρου και έγκριτοι πολίτες της αυστραλιανής κοινωνίας. Την έναρξη των εργασιών της Συνέλευσης κήρυξε ο ομογενής υπουργός Τουρισμού και Τεχνών, Γεώργιος Σουρής, αντιπρόσωπος του πρωθυπουργού της Νέας Νότιας Ουαλίας, Barry O’Farrell, που βρισκόταν στο εξωτερικό.
Στο μήνυμα που ανέγνωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκτίμησε, ότι το θέμα της Κληρικολαϊκής Συνέλευσης “δι υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν” (Εβρ. ιβ ,1-2) είναι «λίαν επίκαιρο», διότι «υποδεικνύει την μεγάλην αξίαν της αρετής της υπομονής, άκρως σημαντικής εις την πορείαν προς τον αγιασμόν και την σωτηρίαν μας».

Στη συνέχεια, ο κ. Βαρθολομαίος εξήρε το έργο του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας υπογραμμίζοντας:
 «Εμπνεόμενοι και υμείς υπό του τρόπου τούτου και του παραδείγματος του Κυρίου και των Πατέρων της Εκκλησίας {…} αδελφέ και συλλειτουργέ εν Χριστώ κύριε Στυλιανέ, ειργάσθητε και εργάζεσθε μεθ’ υπομονής δια την πρόοδον και ανάπτυξιν της εν Αυστραλία Ιεράς Αρχιεπισκοπής, της οποίας είσθε εκλεκτά μέλη και κλάδοι εκ μέρους, και τοιουτοτρόπως κατωρθώσατε να αναβιβάσητε αυτήν εις το σημερινόν περιλάλητον, περίλαμπρον και αξιοθαύμαστον επίπεδον, εις την ενεστώσαν δόξαν και εύτακτον κατάστασιν.

«Μεθ’ υπομονητικής και αόκνου προσπαθείας ενεπλουτίσατε την Εκκλησίαν και Επαρχίαν ταύτην του καθ ημάς πανιέρου Οικουμενικού Θρόνου δια της οικοδομής νέων Ιερών Ναών και Ιερών Μονών, δια της συστάσεως πολλών ευαγών, φιλανθρωπικών, πνευματικών, εκπαιδευτικών και κοινωφελών Ιδρυμάτων, Ορφανοτροφείων, σχολείων, γηροκομείων, πνευματικών κέντρων και, τέλος, εθέσατε τας προϋποθέσεις δια την ανωτέραν θεολογικήν κατάρτισιν των επιθυμούντων αυτήν αυτόθι τέκνων της Μητρός Εκκλησίας μέσω της περιπύστου και ονομαστής Θεολογικής Σχολής του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου».

Ο κ. Βαρθολομαίος έκανε ειδική αναφορά στην αποκατάσταση των σχέσεων της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Σίδνεϊ με την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και ευχήθηκε να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Σίδνεϊ η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Αδελαΐδας και οι άλλες άστεγες, πνευματικά, κοινότητας της Αυστραλίας:
«Όλως δε ιδιαιτέρας μνείας και τονισμού χρήζει η μεγάλη, επίπονος και εργώδης προσπάθεια της ενσωματώσεως των σχισματικών Κοινοτήτων εις την Αγίαν, Καθολικήν, Αποστολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, υπό το ωμοφόριον της υμετέρας Ιερότητος, η οποία προσπάθεια κατά το πλείστον επέτυχε και αποδίδει καρπούς. Εγκαρδίως ευχόμεθα και ελπίζομεν ότι, συν Θεώ, θα επανέλθουν εις την κανονικήν εκκλησιαστικήν τάξιν και αι ολίγαι υπολειπόμεναι εισέτι τοιαύται Κοινότητες, ιδία αι εν Αδελαΐδι, δια των συμβουλευτικών πατρικών παραινέσεων της υμετέρας θεοφιλούς Ιερότητος και δια των συντόνων προσπαθειών πάντων υμών, των κληρικών και λαϊκών μελών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας».

Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκτίμησε, ότι η σταθερότητα και η ακμή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας «δεν θα ήτο δυνατή» χωρίς την αγαστή, μακρόπνοη συνεργασία του κλήρου και του λαού της Αυστραλίας.

 «Πάντα ταύτα, και πολλά έτερα σπουδαία και λεπτομερειακά, κυρίως δε η ευστάθεια και η ενεστώσα ακμή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, δεν θα ήτο δυνατόν να επιτευχθούν άνευ υπομονής και σταθηράς μακροπνόου εργασίας και διαρκούς αγώνος, ως και ζήλου και αγάπης προς την Ελληνορθόδοξον Εκκλησίαν μας και την αυτόσε προσφιλή Ομογένειαν εν γένει. Ταύτην την υπομονήν και επιμονήν ασπάσασθε και κατά το νέον τούτο έτος της Χάριτος του Κυρίου με την βεβαιότητα ότι θα ευλογηθή παρά Θεού και θα καρποφορήση πλουσίως τόσον εις την προσωπικήν πνευματικήν ζωήν ενός εκάστου εξ υμών, όσον και εις την ζωήν της Εκκλησίας.»

Ευχήθηκε, δε, «επιτυχίαν και πλήρη ευόδωσιν των εργασιών {…} προκειμένου να συντελέση και η Συνέλευσις αύτη, ως και αι προηγούμεναι, εις τον καταρτισμόν και την οικοδομήν του όλου αυτόθι εκκλησιαστικού, ποιμαντικού, κοινωνικού και ευρυτέρου πανανθρωπίνης εμβελείας έργου».

Στην αντιφώνησή του ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Οικουμενικό Πατριάρχη, διότι δεν αρκέστηκε στην απλή ανάγνωση του μηνύματός του από τον αντιπρόσωπό του στη Συνέλευση, αλλά επικοινώνησε προσωπικά με το λαό και τον κλήρο της Αυστραλίας.

 «Είμεθα ευγνώμονες για μια ακόμη φορά {…} διότι θελήσατε να μοιραστείτε μαζί μας την προσωπική σας φωνή» είπε ο κ. Στυλιανός.
 Ο Αρχιεπίσκοπος υποσχέθηκε, ότι η εκκλησία «θα πράξει παν το δυνατόν προκειμένου ο λαός του Θεού να ειρηνεύσει ακόμη περισσότερο».
Εξάλλου στην εισηγητική ομιλία του ο αρχιεπίσκοπος κ. Στυλιανός συμπεριέλαβε στα «μείζονος σημασίας γεγονότα της τελευταίας τετραετίας» την «άρσιν των σχισματικών καταστάσεων» που επικρατούσαν στη Βικτωρία και τη Νέα Νότια Ουαλία.

«Κατά την παρούσαν 11ην Κληρικοκλαϊκήν, η Εισηγητική ομιλία δέον να μνημονεύσει πρωτίστως την άρσιν των σχισματικών καταστάσεων ως αύται είχαν επικρατήσει εις τας δύο μεγαλυτέρας πολιτείας, ήτοι την Βικτωρίαν και την Νέαν Νότιαν Ουαλίαν, ότε έπνευσεν και «νέος άνεμος» στα ομογενειακά πράγματα.

Διότι η μεν αριθμητική δύναμις των σχισματικών εστιών υπήρξεν, εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις σχεδόν μηδαμινή, εν συγκρίσει προς τα πλήθη ακολουθούντα την Κανονικήν Εκκλησίαν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, αλλά η συνήθης προπαγάνδα εδημιούργει, επί δεκαετίας, πλέον, εσφαλμένας εντυπώσεις τόσον εν Αυστραλία, όσον και εις Ελλάδα και το εξωτερικόν γενικώς» τόνισε ο κ. Στυλιανός.

Ο Αρχιεπίσκοπος απέδωσε την επιτυχία των διαπραγματεύσεων δια μεν την Κοινότητα Μελβούρνης στον Επίσκοπο Δέρβης κ. Ιεζεκιήλ και τον πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων και Ενοριών κ. Κώστα Κόντη δια δε την Κοινότητα του Σίδνεϊ εις τον Επίσκοπον Απολλωνιάδος κ. Σεραφείμ, τους διοικητικούς παράγοντες της εν λόγω κοινότητας κ. Χάρη Δανάλη, Μ. Τσιλίμο και Χ. Μπερλέχα και τους νομικούς συμβούλους της Αρχιεπισκοπής κ. Μιχ. Διαμαντή και Νικ. Παπαναστασίου.
 Επίσης, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στον εορτασμό των 25 χρόνων της θεολογικής Σχολής «Άγιος Ανδρέας», τη χορηγία 1,9 εκατομμυρίων δολαρίων από την κοινοπολιτειακή κυβέρνηση για την ανέγερση συγκροτήματος στην περιοχή Bribie Island, κοντά στη Βρισβάνη, «δια ειδικά συνέδρια νεολαίας, κατασκηνώσεις αναψυχής αλλά και εκλαϊκευμένα μαθήματα ορθοδόξου πνευματικότητας».

Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην «αλματώδη ανάπτυξιν» των ιδρυμάτων της «Βασιλιεάδας» στο Σίδνεϊ και άλλα έργα, τα οποία διευρύνουν τις πνευματικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες της εκκλησίας στο Ελληνορθόδοξο ποίμνιο της Αυστραλίας.

Στα ψηφίσματά της η Κληρικοαλαϊκή Συνέλευση «διατρανώνει την σταθεράν αφοσίωσιν και τον βαθύτατον σεβασμόν Κλήρου και Λαού προς τον Πάνσεπτον καί Μαρτυρικόν Οικουμενικόν Θρόνον καί τον Προκαθήμενον Αυτού Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαίον και την περί Αυτόν Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον».
Η Συνέλευση «εκφράζει απορίαν δια την εμμονήν των «Σκοπίων» εις την απαράδεκτον αδιαλλαξίαν των ως προς τό όνομα. Εν τούτοις εμπιστεύεται τούς χειρισμούς της δημοκρατικώς εκλεγμένης Ελληνικής Κυβερνήσεως, αρμοδίας να εκφράσει υπευθύνως την γνώμην του Ελληνικού Λαού».

Τέλος, επαναβεβαιώνει την ολόθυμον αδελφικήν συμπαράστασιν προς ολόκληρον τον Κυπριακόν Λαόν και την νόμιμον Κυβέρνησίν του, ανησυχεί δια την αδικαιολόγητον καθυστέρησιν της επιλύσεως του χρονίζοντος προβλήματος της Μεγαλονήσου και εύχεται να εξευρεθεί το ταχύτερον δικαία και βιώσιμος λύσις».