Η δράση του τελευταίου βιβλίου του Βρετανού συγγραφέα Michael Frayn, λαβαίνει χώρα σ’ ένα φανταστικό ελληνικό νησί, τη Σκίο, εξ ου και ο ομώνυμος τίτλος του βιβλίου του («Skios», Faber and Faber, Λονδίνο, 2012). Όλα είναι πανέτοιμα για το μεγάλο γεγονός της χρονιάς: την ετήσια διάλεξη του Ιδρύματος Φρεντ Τόπλερ (Fred Toppler Foundation) την οποία πρόκειται να κάνει ο παγκοσμίου φήμης επιστήμονας Δρ Νόρμαν Γουίλφρεντ, ειδήμων στην «επιστημονική οργάνωση της επιστήμης», που είναι και το θέμα της διάλεξής του.

Ωστόσο, ενώ η εκδήλωση έχει διοργανωθεί στην εντέλεια μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, τελικά όλα έρχονται τα πάνω κάτω σ’ αυτή την παγκόσμια σύναξη, όπου έχουν προσκληθεί προσωπικότητες του επιστημονικού, καλλιτεχνικού, πολιτικού, επιχειρηματικού, και θρησκευτικού κόσμου. Αιτία είναι ένα μπέρδεμα που γίνεται στο αεροδρόμιο του νησιού. Εκεί, αντί για τον κύριο ομιλητή της εκδήλωσης (Δρα Νόρμαν Γουίλφρεντ), η όμορφη και ικανή διοργανώτρια Νίκη Χουκ υποδέχεται κατά λάθος έναν κατά πολύ νεότερο και γοητευτικό άντρα (τον Όλιβερ Φοξ), με τον οποίο είναι ήδη ψιλοερωτευμένη, και θέλει να πιστεύει ότι είναι ο διάσημος Δρ Νόρμαν Γουίλφρεντ. Ο Όλιβερ Φοξ, βέβαια, δεν είναι παρά ένας αδιόρθωτα κλασικός ερωτύλος απατεώνας, ο οποίος, μολονότι δεν ευθύνεται καθόλου γι’ αυτή την παρεξήγηση στο αεροδρόμιο, εντούτοις δράττεται της ευκαιρίας προκειμένου να εκμεταλλευτεί και να ζήσει στο έπακρο αυτή την απροσδόκητη περιπέτεια-θρίλερ που του επιφυλάσσει η μοίρα, ή σωστότερα η Νίκη Χουκ, και συγκεκριμένα ο νέος ρόλος που αποφασίζει να υποδυθεί ως ο… πολύς Δρ Νόρμαν Γουίλφρεντ!

Το πρωταρχικό αυτό περιστατικό λανθασμένης ταυτότητας (mistaken identity) επόμενο είναι να πυροδοτήσει ένα αλυσιδωτό ντόμινο παρεξηγήσεων, λαθών, εσφαλμένων υποθέσεων, προσποιήσεων, παραπροσδοκιών και απρόβλεπτων, ανεξέλεγκτων συμβάντων, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο σε μια ατέρμονη αλληλουχία συγκεχυμένων ταυτοτήτων και ιλαροκωμικών καταστάσεων.

Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν αναμφίβολα ότι πρόκειται για μια κλασική φάρσα ή φαρσοκωμωδία, περιτυλιγμένη στον μανδύα του μυθιστορηματικού genre. Πριν εξετάσουμε όμως αν και κατά πόσο το βιβλίο του Frayn είναι όντως «μυθιστόρημα», όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, χρήσιμο είναι να παραθέσουμε μια παρατήρηση του ίδιου του συγγραφέα ο οποίος περιέγραψε το βιβλίο του ως «ένα πείραμα για να διαπιστωθεί αν μπορείς να γράψεις μια φάρσα ως μυθιστόρημα, χωρίς την αντίδραση του κοινού που βοηθάει τη φάρσα να λειτουργεί στο θέατρο».

Αν και για ευνόητους λόγους οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί με τις απόψεις των συγγραφέων που αφορούν τα έργα τους, στην προκειμένη περίπτωση η επισήμανση του Frayn είναι καίρια, διότι επιβεβαιώνει κατηγορηματικά και με απόλυτη ειλικρίνεια ένα αναντίρρητο γεγονός: ότι μολονότι το βιβλίο του χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο ως «μυθιστόρημα», αυτό δεν σημαίνει κιόλας ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού πρόκειται για ένα «πείραμα», όπως τονίζει ο ίδιος, για να διαπιστωθεί αν (η φάρσα) μπορεί να λειτουργήσει και ως μυθιστόρημα.

(Παρένθεση: Σε άλλες κριτικές και μελέτες μου έχω καταδείξει επίμονα και διεξοδικά, νομίζω, γιατί ο αυθαίρετος χαρακτηρισμός ενός βιβλίου από τον συγγραφέα του ή οποιονδήποτε άλλον ως «μυθιστόρημα» δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι πληροί και τις προϋποθέσεις γι’ αυτό. Ότι δηλαδή… το κρέας είναι ψάρι! Εξού και είναι προς τιμήν του Frayn που τοποθετείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια απέναντι σ’ ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα που ταλαιπωρεί τη λογοτεχνία).

Το «Skios» είναι ένα πανέξυπνο, χαριτωμένο και μάλλον απολαυστικό ανάγνωσμα –προϊόν της πένας ενός δόκιμου, ταλαντούχου και δημοφιλούς συγγραφέα– το οποίο όμως μειονεκτεί εξαιτίας των αυτοπεριορισμών του ως φάρσα, η οποία δεν του επιτρέπει να λειτουργήσει αποτελεσματικά υπό τον μανδύα του μυθιστορήματος. Έτσι, όπως ο Όλιβερ Φοξ δεν είναι, ούτε μπορεί ποτέ να γίνει Δρ Νόρμαν Γουίλφρεντ και τούμπαλιν, το ίδιο και μια φαρσοκωμωδία δύσκολα μπορεί να μεταλλαχτεί σε φυσιολογικό μυθιστόρημα. Το γεγονός ότι είναι καλογραμμένο και ρέει άνετα, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ικανοποιεί πλήρως τον αναγνώστη. Απεναντίας, πιθανότατα να τον κουράζει, ακόμη και να τον απωθεί από ένα σημείο και μετά λόγω κορεσμού. Εννοώ με τον καταιγισμό των «comedy of errors» που όσο πανέξυπνα και αν είναι διαρθρωμένα, δεν παύουν να είναι (οι «γκάφες» και τα «λάθη» αυτά) λίγο-πολύ προβλέψιμα και, συνεπώς, κάποτε ανιαρά. Με άλλα λόγια, ο αναγνώστης δικαιολογημένα ίσως δυσφορεί, επειδή έχει έντονα την αίσθηση ότι διαβάζει περισσότερο ένα θεατρικό κείμενο φαρσοκωμωδίας, ή ένα κινηματογραφικό σενάριο, παρά ένα κανονικό μυθιστόρημα.

Ενδεικτικά και μόνο να αναφερθεί πως, εκτός του ότι απουσιάζουν οι ολοκληρωμένοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (μόνο πρόχειρες, στερεότυπες καρικατούρες συναντάμε), το βιβλίο βρίθει από στερεότυπες ατάκες (όπως π.χ. αυτές των Ελλήνων ταξιτζήδων με τα «No worries…” κτλ), λογοπαίγνια (όπως π.χ. «Skios – skiers»), αλλά και τόσο απότομες εναλλαγές σκέψεων/μονολόγων, διαλόγων και σκηνών (πραγματικών και νοητών – με φλας μπακ κτλ) που μόνο μια φωτογραφική κάμερα θα μπορούσε να συλλάβει και αποδώσει πιστά και πειστικά. Που σημαίνει ότι ο αναγνώστης αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να… κινηματογραφεί ο ίδιος στο μυαλό του τα ταχέως εκτυλισσόμενα επεισόδια του βιβλίου, προκειμένου να τα προσαρμόσει στις φυσιολογικές τους ειδολογικές (θεατρικές και κινηματογραφικές) διαστάσεις, για να μπορέσει να τα παρακολουθήσει κι εκτιμήσει δεόντως.

Απ’ αυτή την άποψη το «Skios» λειτουργεί μάλλον ως μπούμερανγκ κατά του εαυτού του, έτσι αυτοπαγιδευμένο όπως είναι στη δυσδιάστατη οντότητά του – φάρσα-μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και –για να κάνω έναν παραλληλισμό– όπως η υποτιθέμενη τέλεια διοργάνωση της ετήσιας εκδήλωσης του Ιδρύματος Φρεντ Τόπλερ αποδεικνύεται φιάσκο (με τη χαώδη κατάσταση που επικρατεί τελικά, την μη υλοποίηση της περιβόητης διάλεξης και τη διάλυση της σύναξης) κάτι παρόμοιο θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι συμβαίνει και με το, κατά τα άλλα, άψογο πόνημα του Frayn. Μολονότι δηλαδή λειτουργεί σαν ένα καλοκουρδισμένο ελβετικό ρολόι ακριβείας, τελικά διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό βεγγαλικό το οποίο, πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουμε, χάνεται τόσο άδοξα μες στο σκοτάδι της νύχτας.

Παρ’ όλα αυτά, οι πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής της φάρσας είναι –παραδόξως– τα… σοβαρά ζητήματα τα οποία θίγει και επικρίνει. Γιατί ο Frayn δεν περιορίζεται στο να παρωδεί μόνο πρόσωπα, νοοτροπίες, θέσφατα, πρακτικές και καταστάσεις του σύγχρονου lifestyle της πλουτοκρατίας. Ούτε στο να παραπέμπει –αυτοαναφορικά– στο θαυμαστό όργανο της γλώσσας, που κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, και που δημιουργεί και καταστρέφει κόσμους ολόκληρους κατά το δοκούν. Ούτε στο να καθιστά το «storyline» και «storytelling» καθαυτά αντικείμενα παρωδίας του αφηγηματικού του σύμπαντος. Προεκτείνεται κι εστιάζεται, κυρίως, στο ξεμασκάρεμα και τη διαπόμπευση φορέων και θεσμών οι οποίο πόρρω απέχουν απ’ το να είναι αυτό που διακηρύττουν ότι είναι, και για τους σκοπούς τους οποίους ιδρύθηκαν να υπηρετούν.

Έτσι, το κατά τα άλλα έγκυρο, αξιοσέβαστο και οικονομικά πανίσχυρο Ίδρυμα Φρεντ Τόπλερ, το οποίο υποτίθεται ότι ιδρύθηκε για την καλλιέργεια και προαγωγή πολιτιστικών, επιστημονικών και ανθρωπιστικών σκοπών για μια καλύτερη ανθρωπότητα, δεν είναι παρά η βιτρίνα πίσω από την οποία εξυφαίνονται ποικίλες συνωμοσίες, μηχανορραφίες και βρώμικες συναλλαγές (όπως το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κτλ) και άλλες παράνομες δραστηριότητες της πανίσχυρης ντόπιας (ελληνικής) αλλά και διεθνούς πλουτοκρατίας, τα μέλη των οποίων καταφθάνουν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου στο νησί με ιδιωτικά αεροπλάνα και πολυτελείς θαλαμηγούς. Όχι βέβαια για να παρακολουθήσουν τη διάλεξη – το θέμα της οποίας ελάχιστα καταλαβαίνουν κι ακόμα λιγότερο τους ενδιαφέρει. Η εκδήλωση είναι το πρόσχημα για να κάνουν διακοπές στο πανέμορφο ελληνικό νησί (όπου όλα είναι τέλεια, από τον καιρό έως την διοργάνωση), να επιδοθούν σε ερωτικές περιπέτειες, να συζητήσουν μπίζνες, να προωθήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και να δολοπλοκήσουν για τον έλεγχο του πάμπλουτου Ιδρύματος Φρεντ Τόπλερ και τον διορισμό ημετέρων. Σ’ αυτό τον τομέα αφιερώνονται οι ωραιότερες και πιο «ζουμερές» σελίδες του βιβλίου – δηλαδή στο πώς αντιμετωπίζουν τη διαχείριση και προώθηση του πολιτισμού οι ζάπλουτοι, πλην γελοίοι κι εντελώς άσχετοι υποτιθέμενοι πάτρωνες και θεματοφύλακές του, των οποίων η κρυφή ατζέντα διαφέρει παρασάγγας απ’ τα επιφαινόμενα.

Τέλος, ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο που δεν θα περίμενε ίσως να βρει κανείς σ’ ένα τέτοιου είδους βιβλίο, αλλά που παραδόξως ταιριάζει στην προκειμένη περίπτωση, αφού ως ένα σημείο φωτίζει εις βάθος τη σοβαρή πλευρά των ευτράπελων τεκταινομένων, είναι η αυτοαναφορικότητα που προαναφέραμε. Εκτός του ότι αντανακλά την αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και πλούσια εμπειρία του Frayn στην «τέχνη του γράφειν» και πόσο την απολαμβάνει («the pleasure of the text»), τονίζει –κυρίως– και την λειτουργικότητα και σημασία της (της αυτοαναφορικότητας) στο αφήγημά του. Χαρακτηριστικό είναι το κατωτέρω μεταμοντερνιστικής υφής παράθεμα (απ’ το κεφ. 48, σ. 256-7) όπου ο αφηγητής-συγγραφέας επεμβαίνει για να σχολιάσει τα πράγματα, τη στιγμή που ο τσαρλατάνος Όλιβερ Φοξ ετοιμάζεται να δώσει την πολυαναμενόμενη διάλεξη ως Δρ Γουίλφρεντ:

«Αν ζούσαν [σημ: οι ακροατές της διάλεξης] σε μια ιστορία, φυσικά, θα μπορούσαν να υποθέσουν πως κάποιος κάπου είχε το υπόλοιπο τού βιβλίου στα χέρια του, και πως αυτό που μόλις επρόκειτο να συμβεί ήταν ήδη εκεί στις τυπωμένες σελίδες, παγιωμένο, αμετάβλητο, στερεώς υπάρχων. Όχι ότι θα τους βοηθούσε πάρα πολύ, διότι κανείς μέσα σε μια ιστορία δεν ξέρει ποτέ ότι βρίσκεται εκεί. Ακόμη και ο Δρ Γουίλφρεντ, με την κυνική νευτώνεια πίστη στην αιτιότητα, δεν θα ισχυριζόταν ότι τα μελλοντικά γεγονότα στον πραγματικό κόσμο έχουν εκείνο το είδος της ήδη επιτευχθείσας πραγματικότητας. Ακόμη κι αν γνώριζε τη θέση και τις κινήσεις του καθενός εμπλεκομένου, και καταλάβαινε όλα τα αισθήματα και τις προθέσεις τους – ακόμη κι αν δεν ήταν τόσο αναμεμιγμένος ο ίδιος στις εργασίες – θα είχε παραδεχτεί πως, σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση της επιστημονικής σκέψης, αυτό που η προηγούμενη κατάσταση του σύμπαντος είχε καθορίσει για το μέλλον ήταν ένα σύνολο πιθανοτήτων. Ο Επίσκοπος του Αρχιπελάγους των Εσπερίδων, εν προκειμένω, του οποίου οι δημόσιες διακηρύξεις μερικές φορές υποδήλωναν ότι ο Θεός είχε πολύ ξεκάθαρα σχέδια και επιδιώξεις με τις οποίες ο ίδιος ως επίσκοπος ήταν εξοικειωμένος, θα συμφωνούσε πως ακόμη κι αυτές ήταν πιθανότητες παρά διευθετημένα ζητήματα, αφού ο Θεός σίγουρα είχε το δικαίωμα και τη δύναμη να αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή, το ίδιο όπως κι ένας απλός επίσκοπος σαν κι αυτόν θα μπορούσε να κάνει» (μετάφραση δική μου).
(Σημ. (i): Ακόμη και στα αγγλικά, το αρσενικό «Mr Papadopoulou», όπως λανθασμένα έχει διατυπωθεί, αντί του σωστού «Mr Papadopoulos» δεν στέκει. (ii) Ευχαριστίες στις εκδόσεις Faber and Faber για την αποστολή του βιβλίου του Μichael Frayn).

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός