Μα ποιος πάει στα μπουζούκια;

Ήταν 4 Ιανουαρίου όταν τηλεφώνησα για να κλείσω τραπέζι στο Teatro Music Hall. Το σχήμα Παντελίδης – Πάολα – Καρράς σπάει ταμεία σε καιρούς μνημονίου και ήθελα να δω το γιατί. «Το επόμενο διαθέσιμο τραπέζι είναι από τις 25 του μηνός» μου απάντησαν και ξαφνικά νόμιζα ότι διακτινίστηκα πίσω στα δοξασμένα 90s. Λίγες ημέρες αργότερα, ένας καλός φίλος μεσολάβησε και το τραπέζι για το βράδυ της προπερασμένης Παρασκευής βρέθηκε.

 Στην πίστα, ο Παντελής Παντελίδης, ο σύγχρονος Σταχτοπούτος –το λεβεντόπαιδο που έγινε γνωστό ανεβάζοντας το σεκλέτι του στο YouTube, φορώντας λευκό φανελάκι, παντόφλες και κραδαίνοντας κιθάρα με φόντο την εντοιχισμένη ντουλάπα του μεσοαστικού σπιτιού του– αποθεώνεται από την πρώτη νότα. Απευθύνεται, κυρίως, στους ορθίους του μπαρ, τονώνοντας τις λαϊκές καταβολές του, και εκείνοι του το ανταποδίδουν γνωρίζοντας απέξω κι ανακατωτά όλους τους στίχους-σλόγκαν: «Δεν ταιριάζετε σου λέω, τόσο αντικειμενικά σ’ το λέω», «Συνοδεύομαι, μου λες, κι εγώ παιδεύομαι», «Όσο δέρμα κι αν πετάξεις, φίδι είσαι, δεν θ’ αλλάξεις». Λόγια βγαλμένα απ’ τη ζωή…

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΟΛΑ
 
Η πρώτη κυρία του προγράμματος, η Πάολα, θυμίζει εξωτικό πτηνό. Έχοντας γελάσει με τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν και την ταυτίζουν άμεσα με το σκυλάδικο –όπως, για παράδειγμα, ότι το όνομά της έχει επίτηδες λάμδα για να το ακούει και να γυρίζει– όταν βγαίνει να τραγουδήσει, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Μαλλιά με extensions, στήθη και χείλη με σιλικόνη και δύο καχεκτικά ποδαράκια να υπακούουν σε χορευτικές φιγούρες που θα έλεγες ότι της τις εμπιστεύτηκε ο μακαρίτης ο Μάικλ Τζάκσον. Οι γυναίκες δεν μπορούν να ταυτιστούν, αλλά ούτε και να νιώσουν ανταγωνιστικά απέναντί της. Της σφίγγουν το χέρι από τα μπροστινά τραπέζια, κι εκείνη τους δίνει το μικρόφωνο για να τραγουδήσουν. Σαν κάποια που δεν θα μπορούσε να γίνει φίλη τους, αλλά, μια στο τόσο, της ζητούν να τους πει τα χαρτιά ή τον καφέ.

Το βαρύ πυροβολικό του σχήματος, ο Βασίλης Καρράς, βγαίνει αμέσως μετά, παίζοντας τη νύχτα στα δάχτυλα και ραπάροντας όταν κουράζεται η λαϊκή φωνή του.
Ο δρόμος προς την τουαλέτα είναι ξεχωριστή εμπειρία. Αφού περάσεις σχεδόν κυριολεκτικά πάνω από τραπέζια και καθήμενους που δεν θα σου κάνουν τη χάρη να σηκωθούν, συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν ταξιθέτριες για τις τουαλέτες που σου υποδεικνύουν ποια είναι άδεια, όπως ακριβώς στα δοκιμαστήρια του Zara σε περίοδο εκπτώσεων. Η λίστα αναμονής είναι μεγάλη, αλλά αν είσαι σχετικά νηφάλιος, παρακάμπτεις εύκολα τις μεθυσμένες και εκείνες που τσεκάρουν αν η ψεύτικη βλεφαρίδα είναι στη θέση της και αν έφυγε κάποιος πόντος απ’ το καλ(τ)σόν τους.

Φουστάνια ανεμίζουν επάνω στα τραπέζια, καθώς κορίτσια επιδίδονται τρεκλίζοντας σε τσιφτετέλια, μπουκάλια ανοίγουν, smartphones τελευταίας τεχνολογίας τοποθετούνται σε άδεια χαμηλά ποτήρια για να προφυλαχθούν από το αλκοόλ που ρέει άφθονο και κάπου τότε αναρωτιέσαι γελώντας τι ακριβώς θα σκεφτόταν αν τα έβλεπε όλα αυτά από μια γωνιά ο Πόουλ Τόμσεν και η παρέα του.

Ποιοι τελικά γεμίζουν ασφυκτικά αυτό το μαγαζί; Πιτσιρικάδες που το παίζουν πλούσιοι με το πορτοφόλι ενός μπαμπά που για τους Χ λόγους δεν άγγιξε η κρίση, αρκετοί Κύπριοι, ακόμη περισσότεροι Άραβες, Ισραηλινοί και Λιβανέζοι, ενώ πολύ δυναμικά πλασάρονται τα περίφημα «λεφτά επαρχίας»: «Οι επιδοτήσεις για τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα κάνουν μια βόλτα κι από ’δώ» σχολιάζει με νόημα βετεράνος θαμώνας νυχτομάγαζων. Τα τραπέζια που βρίσκονται τέρμα Θεού είναι εκείνα που αδειάζουν πρώτα. Σε αυτά κάθονται παρέες που έχουν λεφτά για ένα και μοναδικό μπουκάλι. Το κέφι τελειώνει μαζί με το ποτό και αποχωρούν.

Αν εξαιρέσεις κάποιες άδοξες δόξες παλαιότερων talent shows και μοντέλα που ατύχησαν στο «Next Top Model», οι αναγνωρίσιμες φιγούρες δεν πολυσυχνάζουν πλέον στα μπουζούκια. Οι σελέμπριτι πρώτης γραμμής είτε είναι στη φυλακή λόγω χρέους είτε στο σπίτι τους για να μη δίνουν δικαιώματα. Με μια πιο προσεκτική ματιά, αυτή η βιομηχανία πεταμένου χρήματος έχει κι έναν ιερό σκοπό: τη διαχείριση της καψούρας. Όσο η βραδιά προχωράει, το μακιγιάζ θαμπώνει και οι γραβάτες λύνονται, βλέπεις άνδρες και γυναίκες που ψάχνουν για λίγη ανθρώπινη επαφή – γι’ αυτό πήγαν εκεί, αν και αρχικά δεν τους φαινόταν. Τα τραγούδια μιλάνε επιθετικά σε αυτόν, ή σε αυτήν, που σε παράτησε κι εσύ δηλώνεις χωρίς ίχνος στρατηγικής ότι δεν τον/την έχεις ξεπεράσει. Αγόρια περνούν όλο το βράδυ μόνα τους, κοιτάζοντας κοπέλες, χωρίς όμως να τολμούν να τους πουν κάτι. Και κορίτσια βγαίνουν από το μαγαζί ξυπόλυτα και κλαμένα, περιμένουν τη σειρά τους στις τουαλέτες και ένα SMS που δεν θα έρθει ποτέ.

ΕΣΥ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
 
Το σόου συνεχίζεται, η Πάολα αλλάζει αμφιέσεις και στο άκουσμα ότι προγράμματα όπως του Σάκη Ρουβά έριξαν εσπευσμένα αυλαία, συνειδητοποιείς ότι η πίστα είναι πιο αδυσώπητη από την τηλεόραση. Εγκαταλείποντας τις Τζιτζιφιές γύρω στις 04.00, κάναμε μια στάση στο Club 22, που μαζί με το Teatro, είναι το μόνο που γεμίζει χωρίς βοήθεια, από κουπόνια εφημερίδων.

Ο Πάνος Κιάμος κρατάει το κοινό του ώς το πρωί, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο κουλουρτζής που έχει πάρει στρατηγική θέση στην είσοδο του μαγαζιού ποντάροντας στις πρωινές λιγούρες. Με το σουρεαλιστικό ρεφρέν «Σ’ αγαπάω πιο πολύ κι απ’ τη γυναίκα μου» που κάνει θραύση στα bachelor, αλλά και με άλλα σουξέ όπως το «Σφύριξα κι έληξες», προτού καλά-καλά το καταλάβεις, έχει ξημερώσει και τα πούλμαν που έχουν παραταχθεί απέξω περιμένουν την επιβίβασή σου. Φτάνεις σπίτι, τα ρούχα σου έχουν διαποτιστεί από μια μυρωδιά τσιγάρου που δεν αντέχει ούτε ο πιο φανατικός καπνιστής. Επιβεβαιώνεις ότι ζούμε στο 2013 και όχι στο 1993 και πέφτεις για ύπνο.
 
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ

Η «επιχείρηση μπουζούκια» αρχίζει με το που θα βγεις από το αυτοκίνητο. Μια στρατιά από παρκαδόρους σε υποδέχεται, δίνεις τα κλειδιά σου και προχωράς προς την είσοδο.
Ένας αγχωμένος κύριος παρεμβαίνει την ώρα που η κοπέλα στην πόρτα σε ρωτάει αν είσαι για «τραπέζι ή μπαρ». Της βάζει στο χέρι μια χούφτα με εισιτήρια εισόδου για ελάχιστη κατανάλωση (5 ευρώ) και της λέει «Nα παίρνουν όλοι από ένα…». Αν είσαι κοινός θνητός και έχεις κλείσει τραπέζι, πρέπει να είσαι στο μαγαζί από τις 23.00. Και αν είσαι και κοινός θνητός και χωρίς τραπέζι, τότε πρέπει να στηθείς από τις 22.30 στο μπαρ, διεκδικώντας οπτικό πεδίο ανάμεσα σε δεκάδες όρθιους φαν αποφασισμένους να σπρώξουν, να ποδοπατήσουν, να τραγουδήσουν φάλτσα μέσα στο αφτί σου και να φυσήξουν τον καπνό τους στο απορημένο πρόσωπό σου. Αυτό θα πει ελληνική διασκέδαση.

Όσο περνά η ώρα, το μαγαζί έχει απαρτία: 2.000 και βάλε Τeatrόφιλοι έχουν λάβει θέση. Δύο είναι οι βασικές αλήθειες για κάθε μπουζουκομάγαζο που σέβεται τον εαυτό του: τα πρώτα τραπέζια γεμίζουν πάντα τελευταία – οι προνομιούχοι κάτοχοί τους έχουν λεφτά και αυτοπεποίθηση. Και η βραδιά έχει επισήμως ξεκινήσει όταν θα δεις το πρώτο γαρίφαλο να επιπλέει στο ποτό σου.

Γρήγορα συνειδητοποιείς ότι τα επιτυχημένα μπουζούκια είναι μια βιομηχανία που δίνει νυχτοκάματο σε παραπάνω από 100 άτομα κάθε βράδυ. Σε παρκαδόρους που θα παρκάρουν το αυτοκίνητό σου. Σε μετρ που θα παρκάρουν εσένα στο τραπέζι σου και θα εγγυηθούν στον ιδιοκτήτη ότι θα φέρουν κόσμο, που «θα κάνει ζημιά και θα τα ακουμπήσει». Σε σερβιτόρους που σου φέρνουν τα μπουκάλια (160 ευρώ το απλό, 180 το σπέσιαλ για τέσσερα άτομα). Σε φωτογράφους που, θέλεις δεν θέλεις, θα σου τραβήξουν μία φωτογραφία που στοιχίζει 8 ευρώ (εκτός και αν πάρεις πολλές, οπότε θα κατεβάσουν την τιμή στα 5). «Θες να μας πάνε μέσα;!!;» είπε με νόημα στη φωτογράφο μυστηριώδης τύπος μπροστινού τραπεζιού, μια και οι ξανθές υπάρξεις που κοσμούσαν την παρέα του δεν βρίσκονταν εκεί με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας του…

Και φυσικά, στις περίφημες λουλουδούδες, που πουλάνε γαρίφαλα ανά ντάνες. Κάθε ντάνα απαρτίζεται από πέντε πανέρια, που τοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο σαν τούρτα, και κοστίζει 50 ευρώ. Τις παλιές καλές εποχές δεν έπεφτε κάτω από κατοστάρικο. Τα κορίτσια των λουλουδιών μαζεύονται σαν αχόρταγες μέλισσες γύρω από αυτόν που μοιάζει διατεθειμένος να πετάξει τα περισσότερα. Και όσο εκείνος ξοδεύει, εκείνες του αφήνουν στο τραπέζι ένα τεφτέρι με σημειωμένους όλους τους γύρους του λουλουδοπόλεμου και, φυσικά, τη λυπητερή. Στα πόδια των τραγουδιστών σχηματίζονται χαλιά από μαδημένα άνθη και βουνά από αδειανά πανέρια, τα οποία σπεύδουν δύο άνδρες να σκουπίσουν και να πετάξουν όπως-όπως σε μια καταπακτή, σαν νεωκόροι που σε πολλές εκκλησίες βάζουν ηλεκτρική σκούπα για να μαζέψουν το ρύζι από το χαλί προτού καν σχολάσει ο γάμος.