Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στη ζωή του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη (1863 – 1933), ως πλαίσιο για την καλύτερη εκτίμηση του έργου του, γιατί βίος και έργο αλληλοσυμπληρώνονται στην περίπτωσή του. Δεν νομίζω να υπάρχει στην νεοελληνική λογοτεχνία άλλος Έλληνας ποιητής, η ποίηση του οποίου να αντανακλά σε τόσο μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και τη ζωή του, με εξαίρεση ίσως τον Καρυωτάκη.
Σήμερα θα κάνω μια γενική αναφορά στην ποίηση του Καβάφη, επισημαίνοντας την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην νεοελληνική λογοτεχνία, την εξέλιξη της οποίας επηρέασε καθοριστικά κατά τη διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αιώνα.
Σε 154 ανέρχονται τα ποιήματα που περιέχονται σε σύγχρονες εκδόσεις του ποιητικού έργου του Καβάφη, αριθμός πολύ μικρός, σε σύγκριση με την επίδραση που είχαν στην εξέλιξη της ελληνικής ποίησης κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, και την διεθνή απήχηση που γνώρισαν.
Υπάρχουν και 75 ποιήματα που είχαν μείνει ανέκδοτα μέχρι το 1968, καθώς και 27 ποιήματα τα οποία είχε μεν δημοσιεύσει ο ίδιος μεταξύ του 1886 και 1898, αλλά αργότερα τα είχε αποκηρύξει.
Ο Καβάφης αποδείχθηκε πρωτοπόρος στην σύγχρονη ποίηση της Ελλάδας, με το προσωπικό του ύφος και την ιδιάζουσα θεματολογία των ποιημάτων του. Παρουσίασε πρωτότυπα αισθητικά και εκφραστικά ευρήματα, και άνοιξε νέους θεματικούς ορίζοντες με τα αυτοβιογραφικά, ιστορικά, και φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματά του.
Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ούτε πραγματοποίησε ποτέ μια εμπορική έκδοση.
Σύμφωνα με τον Γ.Π. Σαββίδη, ερευνητή του έργου του Καβάφη, υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές», τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης.
Για πρώτη, φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935. Έκτοτε κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων», και των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων του.
ΜΙΚΡΟ ΣΕ ΟΓΚΟ, ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΕ ΕΠΙΔΡΑΣΗ, ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Μικρό σε όγκο το ποιητικό έργο του Καβάφη, σε σύγκριση με το έργο των άλλων μεγάλων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, ιδιαίτερα όμως σημαντικό ενόψει της θέσης που κατέχει στην ελληνική, αλλά και διεθνή, λογοτεχνία.
Και να σκεφτούμε ότι το έργο αυτό δημιουργήθηκε από έναν Έλληνα της διασποράς, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, και γεννημένο στην Αλεξάνδρεια, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Αυτή του η ιδιότητα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για εμάς, τους απόδημους Έλληνες, και είμαι βέβαιος πως θα σχολιασθεί και στην Ελλάδα στο πλαίσιο του έτους Κ. Π. Καβάφη, αναγνωρίζοντας τον Απόδημο Ελληνισμό ως ένα ζωτικό κομμάτι του Οικουμενικού Ελληνισμού, με όλες τις εθνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις του. Γιατί οικουμενικός υπήρξε ο Ελληνισμός, στην μακρόχρονη ιστορία του. Και αυτή η οικουμενικότητα της ποίησης του Καβάφη είναι ένα από τα κίνητρα που με παρακίνησαν να αρχίσω αυτήν τη σειρά για το έργο του…
Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε ήδη γίνει εμφανές ότι ο Καβάφης είχε δημιουργήσει την ιδιότυπη ποιητική του τεχνική, και είχε διαμορφώσει την άκρως προσωπική του έκφραση, που ξέφευγε από τα καλούπια των συγκαιρινών του, και την οποία συνέχισε να εμπλουτίζει με νέα στοιχεία, διευρύνοντάς την θεματικά και τελειοποιώντας την μορφολογικά, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως στην Ελλάδα την απήχηση που της άρμοζε. Αρχικά του ασκήθηκε σκληρή κριτική, κυρίως από τους κύκλους των δημοτικιστών, γιατί το γλωσσικό του ιδίωμα δεν συμβάδιζε με τα ποιητικά πρότυπα που ίσχυαν στον ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή. Ένας άλλος λόγος που η ποίησή του άργησε να αναγνωρισθεί από τους ομότεχνούς του στην Ελλάδα, ήταν ότι η τεχνοτροπία της και η θεματολογία της απείχαν πολύ από τα ενδιαφέροντα των ποιητών της εποχής του.
Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό όμως, και με την εξοικείωση με την ιδιομορφία της ποίησής του, ο Αλεξανδρινός ποιητής επιβλήθηκε στη συνείδηση όλων ως ένας ιδιόμορφος και ανορθόδοξος μεν, μεστός δε και καινοτόμος ποιητής.
Ο πρώτος που έγραψε για το έργο του ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, σε ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» το 1903. Η φήμη του Καβάφη εδραιώθηκε κυρίως μετά το 1920, και έκτοτε απέκτησε όχι μόνο ελληνική, αλλά και παγκόσμια αναγνώριση.
Πολλά ποιήματά του, όπως «Η Πόλις», «Θερμοπύλες», «Τείχη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ιθάκη», «Τα παράθυρα», «Όσο μπορείς», «Κεριά», «Ομνύει», κ. ά., έχουν οικουμενική απήχηση.
Όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους ποιητές, αλλά και ανακαινιστές εν γένει, ο Καβάφης προηγήθηκε της εποχής του, και είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με τόση μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, και κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Με το έργο του Καβάφη η ελληνική ποίηση γνώρισε παγκόσμια προβολή, γιατί πολλά από τα ποιήματά του έχουν παγκόσμια απήχηση, λόγω των καθολικών μηνυμάτων και αξιών τους. Και αυτό του εξασφάλισε μια σπάνια οικουμενικότητα και διαχρονικότητα.
Ο Καβάφης έκανε επανειλημμένες διασκευές στα ποιήματά του, στην επιμονή του για τη συμπύκνωση των εννοιών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα ποιήματα του Καβάφη είναι προϊόν επίπονης πνευματικής διεργασίας, και όχι στιγμιαίας έμπνευσης. Και αυτό το διαπιστώνουμε από την επιγραμματική λιτότητα, και την ακρίβεια στη διατύπωση, η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση των συμβόλων, χωρίς ανάλυση και επεξηγηματικά σχόλια.
Ο Καβάφης μπορεί να μην είναι «εθνικός» ποιητής, με τη σημασία που δίνουμε στο επίθετο αυτό αναφερόμενοι στον Διονύσιο Σολωμό και στον Κωστή Παλαμά, είναι όμως ανεπίσημα αναγνωρισμένος ως «διεθνικός» ποιητής.
Σχετικά με την οικουμενική απήχηση της ποίησης του Καβάφη ο Ε. Π. Παπανούτσος κλείνει ως ακολούθως την αναφορά του στο έργο του Καβάφη στο βιβλίο του «Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός», Ίκαρος, Αθήνα 1971:
«Αισθησιακός, ιστορικός, ελεγειακός, διδακτικός – ο Καβάφης είναι σύγχρονος, πάρα
πολύ σύγχρονός μας ποιητής, Έλληνας μαζί και Ευρωπαίος, που όταν μεταφράζεται, κάνει αμέσως αίσθηση σήμερα σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη του πολιτισμένου κόσμου. Ότι η Ελλάδα έδωσε ακόμη μια φορά τη φωνή της, για να εκφραστεί ποιητικά ο άνθρωπος μιας ιστορικής στιγμής – αυτό δεν μπορεί, νομίζω, να θεωρηθεί από τις μικρότερες δόξες της», σελ. 232.
Η ΕΙΔΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Στο βιβλίο του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας», ΄Ικαρος, Αθήνα 1968, ο Κ. Θ. Δημαράς γράφει τα ακόλουθα για την ειδολογική κατάταξη των ποιημάτων του Καβάφη:
«Αν πάλι, σύμφωνα με τις δικές του υποδείξεις, θελήσουμε να κατατάξουμε το έργο του ειδολογικά, διαπιστώνουμε την ύπαρξη τριών ομάδων: είναι τα φιλοσοφικά «ή της σκέψεως», τα ιστορικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά.
{…} Η διαίρεση αυτή είναι βολική για την έρευνα, αλλά μόνο για την έρευνα. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πέρα από τις διαιρέσεις και κατατάξεις, πρέπει να υπάρχει μια ουσιαστική ενότητα, που μόνο εκείνη θα δώσει την ερμηνεία της τέχνης του και της αισθητικής του. Και πραγματικά, όταν θελήσουμε να εντάξουμε τα ποιήματα του Καβάφη στις τρεις αυτές ομάδες, διαπιστώνουμε ότι πολύ συχνά και σε μεγάλη έκταση οι ομάδες επικαλύπτονται.
{..} Τέλος, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ο ποιητής πλάθει με τη φαντασία του πρόσωπα δήθεν ιστορικά, των οποίων η παρουσία στο ποίημα μοναδικό σκοπό έχει να μεταφέρει το θέμα έξω από τους καιρούς μας», σελ. 459.
Ο Ε. Π. Παπανούτσος, στο βιβλίο του οποίου αναφέρθηκα πιο πάνω, διατυπώνει την άποψη πως διδακτική, στον κύριο πυρήνα της, είναι η ποίηση του Καβάφη. Γράφει σχετικά με το γνώρισμά της αυτό:
«Προσωπικά (και από τη μελέτη του έργου και από τη γνωριμία και τις συνομιλίες μου με τον ποιητή, από το 1922 μέχρι το 1931) έχω σχηματίσει τη γνώμη ότι πάνω από τον αισθησιακό και τον ιστορικό και τον δραματικό Καβάφη στέκεται και στιχουργεί ο διδακτικός Καβάφης, ένας ποιητής που με τη σπάνια ευαισθησία και την εμβρίθειά του κατόρθωσε ν’ ανανεώσει και να καταξιώσει στους χρόνους του ένα παμπάλαιο, αλλά παραμερισμένο και αμφισβητούμενο είδος της ποίησης, την ποίηση τη διδακτική», σελ. 125.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα ασχοληθώ με τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη, πριν να καταπιαστώ με το σχολιασμό συγκεκριμένων ποιημάτων του.