Μια επίσκεψη του εβδομηντάρη Daniel Klein στον οδοντογιατρό του, γίνεται η αφορμή συγγραφής του βιβλίου «Travels with Epicurus: A Journey to a Greek Island in search of an Authentic Old Age» – «Ταξίδια με τον Επίκoυρο: Ένα ταξίδι σ’ ένα ελληνικό νησί προς αναζήτηση ενός αυθεντικού γήρατος» (εκδ. Text Publishing, Μελβούρνη 2012). Όταν ο Klein έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα τού να βάλει τεχνητή οδοντοστοιχία (μασέλα) για να φαίνεται νεότερος, όπως επιτάσσει ο συρμός της εποχής, αλλά και να μπορεί να μασάει στερεά τροφή –δηλαδή μια πολύχρονη, πολυέξοδη και επώδυνη διαδικασία– ή να προσπαθήσει να χαρεί όσο γίνεται περισσότερο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά και προβληματίζεται έντονα. Αναλογίζεται τι χάνουμε και τι κερδίζουμε από αυτές τις επιλογές. Ιδιαίτερα όταν πέφτουμε στον πειρασμό και την παγίδα να παρασυρόμαστε από το ρεύμα του εκσυγχρονισμού, ενδίδοντας σε διάφορες κίβδηλες διαφημιστικές ρετσέτες (όπως π.χ. εμφυτεύματα στήθους για τις γυναίκες, τεστοστερόνες για τους άντρες κτλ) που υπόσχονται παράταση της νεότητας, αγνοώντας τα τόσα θετικά που έχει να προσφέρει το γήρας, τα οποία κερδήθηκαν με κόπο και θυσίες μιας ολόκληρης ζωής.

Ο συγγραφέας αναρωτιέται: (i) αν πρόκειται για μια επιπόλαιη, ματαιόδοξη και ανώφελη προσπάθεια να παρατείνουμε τη νεότητα, επιβραδύνοντας το γήρας και/ή ξεγελώντας μ’ αυτό τον τρόπο την έλευση της φθοράς και του θανάτου· (ii) αν πρόκειται για μια απόλυτα θεμιτή και φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στην επικείμενη σωματικο-πνευματική κατάρρευση, ταλαιπωρία, και το αναπόφευκτο τέλος· (iii) αν πρέπει να αφεθούμε στωικά και να παραδοθούμε αμαχητί σε κάτι που ούτως ή άλλως είναι αναπότρεπτο, και (iv) αν υπάρχει τρόπος να διάγει κανείς μια ολοκληρωμένη (με την έννοια της πληρότητας) κι ευτυχισμένη ζωή ως ηλικιωμένος.

Προκειμένου να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα, ο εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός φιλόσοφος Daniel Klein (απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Χάρβαρντ, λάτρης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, εραστής της σύγχρονης Ελλάδας και τακτικός επισκέπτης της) ξεκινά ένα κυριολεκτικό και πνευματικό οδοιπορικό προσωπικής αναζήτησης στην Ύδρα (την οποία πρωτοεπισκέφτηκε ως επαναστατημένος εικοσάρης στη δεκαετία του εξήντα) για τους εξής λόγους:
Πρώτον, επειδή είναι πεπεισμένος ότι από την αρχαιότητα έως σήμερα η ελληνική κουλτούρα, και ειδικότερα οι ηλικιωμένοι κάτοικοι των ελληνικών νησιών όπως η Ύδρα, ενσαρκώνουν με τον ιδανικότερο τρόπο τα μυστικά τού να μπορεί κανείς να ζει με πληρότητα και χάρη το «βιωμένο χρόνο» του γήρατος. Δεύτερον, επειδή πιστεύει ότι με την αναζήτηση τού τι συνιστά «αυθεντικό γήρας» –που αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο του συγγραφέα– ο τελευταίος αποζημιώνει κατά κάποιον τρόπο ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού των ηλικιωμένων το οποίο, αντί να χαίρεται, μεμψιμοιρεί απ’ το γεγονός και μόνο ότι διανύει την τρίτη ηλικία. Τους αποζημιώνει, ενθαρρύνει, και παράλληλα τους διδάσκει, με το να ψέγει και οικτίρει την ολοένα αυξανόμενη τάση των σύγχρονων ανθρώπων της Δύσης να κατατρίβονται, σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο και χρήμα, προκειμένου να νιώσουν την ψευδαίσθηση τού να επιμηκύνουν τα φυσιολογικά όρια της νεότητας πέραν του δέοντος.

Με κύριο οδηγό τον Επίκουρο –και συντροφιά μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία– ο Klein μας πλοηγεί με μαεστρία μέσα από τους μαιάνδρους της σκέψης και άλλων επιφανών (αρχαίων και σύγχρονων) στοχαστών της ανθρωπότητας, αναφορικά με το τι είναι «αυθεντικό» κι ευτυχισμένο γήρας, πώς μπορεί να βιωθεί, και τι συμαίνει να ζει κανείς μια ζωή μεστή σκοπού και νοήματος, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο στάδιο της ζωής του. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες και σαφείς «συνταγές» για το πώς να ζει κανείς σωστά (σοφά) κι ευτυχισμένα, ή για το πώς να συμφιλιωθεί ειρηνικά με το γήρας, ο Klein ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τους Επικούρειους, η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα βρίσκεται στην εξής θέση: Ευτυχισμένη ζωή είναι αυτή που έχει αφιερωθεί στις απλές, διαρκείς χαρές της, και η οποία είναι απελευθερωμένη από τον πόνο. Ιδιαίτερα εκείνον που προκαλούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, με το να επιδιώκουμε ορισμένες εφήμερες κι απατηλές απολαύσεις, ιδιαίτερα ηδονιστικές. Γιατί, βασική αρχή του Επίκουρου –όπως επίμονα διατείνεται ο Κlein, και εν αντιθέσει προς τη διαστρεβλωμένη χρήση του αγγλικού όρου “epicurean”– είναι ότι οι πνευματικές χαρές είναι κατά πολύ πιο ανώτερες από τις όποιες σωματικές-υλιστικές-ηδονιστικές. (Άποψη που υιοθετούν σχεδόν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, άλλωστε). Τέλος, ο Klein υποστηρίζει ότι το να επιδιώκει κανείς να διάγει ευτυχισμένα γηρατειά, αυτό από μόνο του «είναι ένα είδος σκοπού».

Το υπό συζήτηση βιβλίο του Klein, εκτός από πρόλογο κι επίλογο, αποτελείται από επτά κεφάλαια, οι τίτλοι, υπότιτλοι και υπο-υπότιτλοι των οποίων είναι ενδεικτικοί των θεμάτων που άπτονται των ενδιαφερόντων του συγγραφέα του. Τα κεφάλαια αυτά έχουν, συνήθως, αφετηρία μια συνομιλία ή παρατήρηση από την καθημερινή ζωή στην Ύδρα, οι οποίες λειτουργούν ως ερεθίσματα για την όλη συζήτηση. Ακολουθούν πιο εκτεταμένες περιλήψεις και αυτούσια παραθέματα από τον Επίκουρο, αλλά και συντμημένα σχόλια άλλων στοχαστών για το υπό συζήτηση θέμα. Όλα τα παραπάνω συμπληρώνονται και διανθίζονται από στίχους τραγουδιών, ανέκδοτα, προσωπικές αναμνήσεις και άλλα στοιχεία από τη ζωή του Klein και όχι μόνο. Το οπτικό πεδίο του τελευταίου εστιάζεται κυρίως σε κάποιους γνωστούς και φίλους του συνταξιούχους στο νησί –όπως το Δημήτρη (τέως ναυτικό και νυν ιδιοκτήτη ταβέρνας) και τον Τάσσο (συνταξιούχο δικαστή)– με τους οποίους κάποτε (όχι συχνά) συζητά, περισσότερο όμως παρατηρεί επισταμένως (αν και όχι επαρκώς) την καθημερινή τους ζωή (πώς περνούν την ημέρα τους, τι κάνουν, τι λένε, πώς συμπεριφέρονται κτλ) και την περιγράφει, αν και όχι ιδιαίτερα σχολαστικά. Ο Klein περιορίζεται και αρκείται σε φευγαλέες και μάλλον απλουστευτικές, (στερε)τυπικές ματιές/παρατηρήσεις στην καθημερινότητα των ηλικιωμένων της Ύδρας, που λειτουργούν, όπως προαναφέρθηκε, περισσότερο ως «ερεθίσματα»-εναύσματα για πιο διεξοδικές φιλοσοφικές (δηλαδή θεωρητικές, αφηρημένες) συζητήσεις, παρά για συγκεκριμένες, σαφείς αναλύσεις των προβληματισμών, δυσχερειών και αντιδράσεων –λόγω της βαθύτατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης– των σημερινών επιγόνων του Επίκουρου· φλέγοντα ζητήματα τα οποία όμως αντιπαρέρχεται ολοσχερώς σα να μην υφίστανται καν!*

Έτσι, το μόνο που βλέπει, καταγράφει και σχολιάζει ο Klein, είναι οι συναντήσεις αυτής της παρέας των ηλικιωμένων ανδρών –που υποτίθεται ότι αποτελεί αντιπροσωπευτική μικρογραφία των Ελλήνων αρρένων της τρίτης ηλικίας– στην ταβέρνα του Δημήτρη. Εκεί είτε παίζουν χαρτιά για να περάσει η ώρα, είτε συζητούν και/ή αστειεύονται τσιμπολογώντας μεζεδάκια και πίνοντας ρετσίνα, είτε φιλοσοφούν, ενδίδοντας σε νοσταλγικές αναπολήσεις/αναμνήσεις από την πλούσια σε γεγονότα κι εμπειρίες ζωή τους, είτε ατενίζουν σιωπηλά το πέλαγος, βυθισμένοι σε βαθιά περισυλλογή, ενώ, παράλληλα, ξεκουκίζουν το κομπολόι τους νωχελικά, σχεδόν κατανυκτικά, σαν σε νοερή προσευχή, δίνοντας έτσι το τέμπο και ρυθμίζοντας την αραίωση του χρόνου.

 Μια τέτοια σκηνή (των ηλικιωμένων να παίζουν χαρτιά στην ταβέρνα) καταγράφεται ως αφετηρία στο πρώτο κεφάλαιο, όπου εκθειάζεται η άποψη του Επίκουρου πως το γήρας αποτελεί «το αποκορύφωμα της ζωής». Για τον απλούστατο λόγο ότι το άτομο έχει απελευθερωθεί από αναγκαστικές δραστηριότητες (κυρίως εμπορικές) αλλά και άλλες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις (κυρίως πολιτικές) και μπορεί, αναπόσπαστο πλέον από τέτοιες μέριμνες, να απολαύσει τις χαρές της αληθινής συντροφικότητας, όπως συμβαίνει με την παλιοπαρέα των ηλικιωμένων στην Ύδρα, οι οποίοι νιώθουν ικανοποιημένοι από τη ζωή τους. (Χαρακτηριστικό είναι το παράθεμα-προμετωπίδα του αρχαίου φιλοσόφου στην αρχή του βιβλίου: «Δεν είναι ο νεαρός άνθρωπος που πρέπει να θεωρείται τυχερός, αλλά ο ηλικιωμένος που έχει ζήσει καλά, διότι ο νεαρός, στο άνθος της ηλικίας του, περιπλανιέται ως επί το πλείστον στα κουτουρού, αμφιταλαντευόμενος στα πιστεύω του, ενώ ο ηλικιωμένος έχει αράξει στο λιμάνι, έχοντας διασφαλίσει την πραγματική ευτυχία του»).

Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου επισημαίνω: Πρώτον, εκείνο όπου αναφέρεται στο πώς «Η φιλοσοφία της ανίας» (από το βιβλίο του Lars Svendsen), δηλαδή ο αργός χρόνος και η επιβράδυνση των δραστηριοτήτων που επιφέρει το γήρας, μπορεί να ενθαρρύνει μια άκρως επωφελή (σωματικά και ψυχικά) δραστηριότητα όπως είναι το παιχνίδι. (Ο Klein περιγράφει, σπαρταριστά, την προσωπική του εμπειρία για το πώς πέφτει κάτω και κυλιέται στο έδαφος, απολαμβάνοντάς το σαν μικρό παιδί, όταν παίζει με το σκύλο του!). Δεύτερον, την παλιά σκηνή που ανακαλεί στη μνήμη του ο Klein –την οποία είχε δει πριν χρόνια, πάλι στην Ύδρα– και που σχετίζεται άμεσα με το παιχνίδι, καθώς μια ομάδα ηλικιωμένων ανδρών χορεύει συντροφικά σε ξέφρενους ρυθμούς, με τέτοιο πάθος και διονυσιακή έξαρση που κορυφώνεται με το κρεσέντο της εκστατικής υπερβατικότητας – κάτι παρόμοιο που συμβαίνει με τους αναστενάρηδες της Θράκης. Τρίτον, η συζήτηση του Klein για το ρόλο, τη σημασία, σπουδαιότητα και λειτουργικότητα του κομπολογιού στη ζωή των Νεοελλήνων και ειδικότερα αυτών της τρίτης ηλικίας.

Το «Ταξίδια με τον Επίκουρο» είναι ένα βιβλίο εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας – κάτι παρόμοιο με εκείνο του Νορβηγού συγγραφέα Γιοστέιν Γκάαρντερ (Jostein Gaarder) «Ο κόσμος της Σοφίας» (ελληνική έκδ. Λιβάνης 1994). Με τη διαφορά ότι το βιβλίο του Klein δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε «block buster», ούτε ακριβώς φιλοσοφική πραγματεία. Αντιθέτως, συνδυάζει αρμονικά –και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο προτέρημά του– ένα κράμα λογοτεχνικών (και μη) ειδών και ενδιαφερόντων όπως: αυτοβιογραφική μαρτυρία, ταξιδιωτικό οδοιπορικό, ανάγνωσμα αυτοβελτίωσης (self-help book), και πρακτικός φιλοσοφικός οδηγός στη συσκευασία του ενός. Το σημαντικότερο: Ενώ κύριο οπλοστάσιό του είναι το βαρύ πυροβολικό των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά και νεότερων φιλοσόφων ολκής, και οι απόψεις τους αναφορικά με το τι είναι «αυθεντικό γήρας», ο Klein καταφέρνει να συμπυκνώνει και μετουσιώνει, με επιγραμματική δεξιοτεχνία, όλο αυτό το «βαρύ» και «δύσπεπτο» υλικό, σε ένα εύπεπτο και διασκεδαστικό ανάγνωσμα (ανάλαφρο σε όγκο τομίδιο, 164 σελίδων μικρού σχήματος, αλλά και σε διατύπωση), το οποίο μπορεί κάλλιστα να συνοδεύσει τον αναγνώστη (ως βιβλίο τσέπης) στην παραλία, το αεροπλάνο ή οπουδήποτε αλλού. Στην άνετη, εκλαϊκευμένη εκδοχή των φιλοσοφικών του στοχασμών, συμβάλλει αναμφίβολα η ταξιδιωτική υφή του βιβλίου (και δη σ’ ένα κοσμοπολίτικο νησί όπως η Ύδρα, η οποία έκανε παγκοσμίως γνωστή την παραγκωνισμένη Ελλάδα, χάρη στην επιτυχία της ταινίας του 1957 «Το παιδί και το δελφίνι», με τους Σοφία Λόρεν, Άλαν Λαντ και Αλέξη Μινωτή) και οι αυτοβιογραφικές καταβολές του με όλα τα σχετικά συμπαρομαρτούντα (φιλοπαίγμων διάθεση, χιούμορ, ανέκδοτα, λαϊκά ρητά κτλ). Όλα τα παραπάνω καθιστούν το εν λόγω βιβλίο του Klein ένα καθ’ όλα γοητευτικό αφήγημα.
Αναφορικά με το καυτό θέμα της «αυτοκτονίας και/ή ευθανασίας» των ηλικιωμένων που αναπόφευκτα προκύπτει προς το τέλος του βιβλίου, μολονότι ανατέμνει συνοπτικά αλλά περιεκτικά και με οξυδέρκεια τις διάφορες πτυχές του, τελικά αφήνει το θέμα ξεκρέμαστο και αναπάντητο. Περιορίζεται απλώς στο να υπογραμμίζει, για μια ακόμα φορά, ότι ο ηλικιωμένος, ούτως ή άλλως, πρέπει να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το λιγοστό χρόνο που του απομένει, αντί να αγχώνεται για τα επερχόμενα δεινά του γήρατος (ασθένειες, θάνατο κτλ) αφού δεν μπορεί να τα αποτρέψει, και να χάνει τον πολύτιμο χρόνο του τρέχοντας σε γιατρούς, κάνοντας εξετάσεις κτλ.

Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της «αναμενόμενης κατάθλιψης» που ταλαιπωρεί ένα ουκ ευκαταφρόνητο ποσοστό ηλικιωμένων. Ως απάντηση, προβάλλει τη θέση του υπαρξιστή γάλλου λογοτέχνη/φιλοσόφου Αλμπέρ Καμύ ότι, παρ’ όλο που η ζωή δεν έχει νόημα – πόσο μάλλον το γήρας με τα τόσα αρνητικά που συνεπάγεται – εν τούτοις μπορούμε να υπερβούμε τη σύμφυτη παραλογία της και να τη νοηματοδοτήσουμε μέσω των δικών μας αποφάσεων κι ερμηνειών, κάτι που επίσης αποτελεί μια αυθεντική αντίδραση του τι μας περιμένει».

Στο επιλογικό κεφάλαιο, συνειδητοποιώντας προφανώς ότι δεν δίνει σαφείς απαντήσεις στα ανακύπτοντα ερωτήματα που θέτει ο ίδιος στο βιβλίο του, ο Klein, επικαλούμενος τον Αριστοτέλη, επιχειρεί να δικαιολογήσει αυτή του τη στάση ως εξής: «Μια απ’ τις σταθερές συνεισφορές του Αριστοτέλη στη φιλοσοφία και την επιστήμη ήταν η συμβουλή του, “Δεν πρέπει να περιμένουμε περισσότερη ακρίβεια απ’ ό,τι το θέμα επιτρέπει.” Και το ερώτημα, “Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να είναι κανείς ηλικιωμένος;” πόρω απέχει απ’ το να είναι ένα ακριβές ερώτημα. Στην πραγματικότητα είναι τόσο ανοιχτό όσο δεν παίρνει». Μια ακόμα έξυπνη υπεκφυγή/δικαιολογία, ή η ωμή αλήθεια; Ας το κρίνει ο αναγνώστης…

Πάντως, όπως κι να έχει το ζήτημα, ο Klein δεν το βάζει ποτέ κάτω. Στο προαιώνιο σαιξπηρικό ερώτημα για το (αν αξίζει) «να ζει κανείς ή να μη ζει;» ο Klein –από την ταβέρνα της ηλιόλουστης γραφικής Ύδρας, μ’ ένα ποτήρι ρετσίνα στο χέρι, και ουχί απ’ το… κρεβάτι του πόνου– δίνει τη δική του εκδοχή. Μολονότι αθεϊστής, που δεν πιστεύει στις θεότητες του Ολύμπου ή άλλες θεότητες, αλλά και Εβραίος συνάμα, συμμετέχει ολόψυχα στα έθιμα και τους λαϊκούς εορτασμούς (τσιμπούσια) του ορθόδοξου ελληνικού Πάσχα, ισχυριζόμενος ότι αυτά τα «ειδωλολατρικά» έθιμα (βεγγαλικά, κάψιμο του Ιούδα κτλ) είναι ανθεκτικότερα και αυθεντικότερα των θρησκευτικών. Συγκινείται και συνεπαίρνεται δε τόσο απ’ αυτή την «ελληνική» κατάνυξη, που νιώθει την υπερβατικότητα και τη χάρη του θείου, πλέκοντας σαν σε δοξολογία το εγκώμιο της ύπαρξης ως εξής:
 «Για μια στιγμή, αισθάνομαι κάτι σαν ανακούφιση ή έστω ευγνωμοσύνη για το γεγονός της ύπαρξης. Ακόμη αισθάνομαι αποχρώσεις από κάτι που το νιώθω λιγάκι ως δέος – δέος για το ότι η ύπαρξη έχει κατά κάποιον τρόπο, ως εκ θαύματος, θριαμβεύσει έναντι του τίποτα. Και πως, περιέργως, εγώ υπήρξα μέρος αυτού του θριάμβου: Είναι το προνόμιο του να συμμετάσχω στην ύπαρξη και να έχω συνείδηση αυτού του γεγονότος».

Υ.Γ.: Ο Klein αμφιβάλλει και αναρωριέται μήπως όλα αυτά που υποστηρίζει στο βιβλίο του δεν είναι τίποτα άλλο από λόγια ενός «μπερδεμένου γερο-παράξενου που γαυγίζει στο φεγγάρι…»! Ενδιαφέρον ερώτημα, αλλά – και πάλι – το αφήνω στην κρίση των νουνεχών αναγνωστών…

(Σημ.: *Το θέμα της ελληνικής οικονομικής κρίσης ο Klein το θίγει τελικά, αλλά επιδερμικά και παρεμπιπτόντως στο επιλογικό κεφάλαιο. Ελλείψει όμως χώρου, αλλά κι επειδή χρήζει ευρύτερου ενδιαφέροντος, θα το θίξω σε ξεχωριστό άρθρο. (i) Όλες οι μεταφράσεις από τα αγγλικά είναι δικές μου. (ii) Ευχαριστίες στις εκδόσεις “Text Publishing” για την αποστολή του βιβλίου του Daniel Klein.)