Δεν γνωρίζω αν άλλος από τους ποιητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας έδωσε με τόσο δραματικό τρόπο, όσο ο Καβάφης, το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί από κάποιες προσωπικές του επιλογές, οι οποίες έρχονταν σε σύγκρουση με τις αξίες, αλλά και προκαταλήψεις, της κοινωνίας της εποχής του.

Επιπλέον, ο Καβάφης διακρίνεται για την ικανότητά του να μετουσιώνει τα προσωπικά του βιώματα και διλήμματα σε οικουμενικά μηνύματα.
Σήμερα θα επικεντρωθώ σε κάποια ποιήματά του, από τα οποία αποπνέει ένας ερμητισμός, ενδεικτικός του γεγονότος ότι ο Καβάφης ζούσε περιχαρακωμένος στον δικό του κόσμο, αποκομμένος από τους συγκαιρινούς του ανθρώπους των γραμμάτων.

Τα ποιήματα αυτά τα διαχέει μια αόριστη θλίψη, και τα χαρακτηρίζει μια ασυνήθιστη ευαισθησία και ανθρωπιά, ιδιότητες που δημιουργούν μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα που περιβάλλει και γοητεύει τους αναγνώστες, σε βαθμό που αναζητούν σύγχρονες εκφάνσεις του προβληματισμού του Καβάφη.
Τα ποιήματα με τα οποία θα ασχοληθώ σήμερα είναι τα «Τείχη» και «Η Πόλις», τα οποία εντάσσονται στα φιλοσοφικά ποιήματα του Καβάφη, ή στα διδακτικά, όπως τα χαρακτήρισε ο Ε. Π. Παπανούτσος.

ΤΑ «ΤΕΙΧΗ» – ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ

Κάθε φορά που προσεγγίζουμε την ποίηση του Καβάφη, μας καταπλήσσει το γεγονός ότι μάς αποκαλύπτει και κάποιες νέες πτυχές της. Διαπιστώνουμε, με άλλα λόγια, την πολυσημία, την πολυεδρικότητα, αλλά και τη διαχρονικότητά της.

Στην ποίηση του Καβάφη παρατηρούμε και το ακόλουθο παράδοξο: η επιγραμματική του λιτότητα διευρύνει την εννοιολογική του ευρύτητα, όπως θα διαπιστώσουμε από το ποίημα τα «Τείχη», το οποίο είναι ένα από τα πρώτα αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, γραμμένο το 1898, και δημοσιευμένο το 1904.
Είναι ένα από τα λίγα ομοιοκατάληκτα ποιήματά του, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, κάτι ασυνήθιστο, γιατί κατά κανόνα ο Καβάφης χρησιμοποιεί δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, ακόμα και αν νοηματικά αναφέρεται στον εαυτόν του.

ΤΕΙΧΗ

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Οπωσδήποτε, στο ποίημα αυτό τα τείχη έχουν αλληγορική σημασία, και υποδηλώνουν την απομόνωση που επιβλήθηκε στον Καβάφη από τους συμπολίτες του, λόγω, υποθέτουμε, της ομοφυλοφιλίας του.
Εκείνο που προξενεί κατάπληξη είναι ότι ο ποιητής δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια να γκρεμίσει τα «τείχη» που άλλοι έκτισαν τριγύρω του. «Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ», γράφει, παραδεχόμενος τη ματαιότητα κάθε προσπάθειας, διακατεχόμενος από το αίσθημα της αδυναμίας να αγωνισθεί για την έξοδο από την κατάσταση της ομηρίας στην οποία είχε περιπέσει.

Από τη μια ο Καβάφης αισθάνεται την απελπισία του δεσμώτη, όταν γράφει «μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη», από τη άλλη όμως δηλώνει την ανημποριά του ανθρώπου να ελέγξει, και να αλλάξει, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, τη ροή των πραγμάτων.
Τελικά ο ποιητής, αποδεχόμενος την ειμαρμένη του, το μόνο που φαίνεται να κάνει, ήταν συμβιβασθεί με το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, εκφράζοντας τη θλίψη του για τις χαμένες ευκαιρίες, αφού, όπως γράφει, «διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον».

Πέρα όμως από τον προσωπικό του τόνο, το ποίημα έχει και γενικότερες προεκτάσεις, όπως εξάλλου συμβαίνει με όλα σχεδόν τα ποιήματα του Καβάφη.
Με αυτό εννοώ ότι με το συμβολισμό των τειχών ο Καβάφης τονίζει τους περιορισμούς που οι άλλοι θέτουν στη ζωή μας, με βάση τις δικές τους ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, και την έλλειψη κατανόησης, και ανοχής, για τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων ανθρώπων.

Εκείνο που κατά τη γνώμη μου τονίζει ο Καβάφης στο ποίημα «Τείχη» είναι ότι ως άτομα ποτέ δεν είμαστε απόλυτα ελεύθεροι. Τα τείχη που περιβάλλουν τον καθένα μας είναι οι επικρατούσες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις, τις οποίες είναι αδύνατο να αλλάξουμε.
Εξ ου και ο στίχος του: «Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ».
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως ο Καβάφης δεν είναι πολιτικός φιλόσοφος, να εισηγηθεί την συλλογική ενέργεια για τη βελτίωση της ζωής των ατόμων. Ως ποιητής, εστιάζει την προσοχή του στο άτομο, και στις δικές του επιλογές και δυνατότητες.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟ, ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Το ποίημα «Η Πόλις» αποτελεί, εννοιολογικά, την προέκταση του ποιήματος τα «Τείχη». Ενώ στα «Τείχη» δεν γίνεται καμιά προσπάθεια για το γκρέμισμά τους, και την επανάκτηση της ελευθερίας μας, στο ποίημα «Η Πόλις» η κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί
«Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες».
Ας δούμε, λοιπόν, το ποίημα στην ολότητά του.

Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις –
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει από το ποίημα αυτό είναι ότι οι κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες εξόδου από την κατάσταση πολιορκίας στην οποία οι προσωπικές μας επιλογές και οι περιστάσεις μάς οδήγησαν, αποδεικνύονται μάταιες και ατελέσφορες.

Ο συμβολισμός του ποιήματος είναι προφανής. Η πόλη είναι ο ευρύτερος χώρος όπου ζούμε. Αν, με τις δικές μας επιλογές, έχουμε χαλάσει τη ζωή μας στον συγκεκριμένο αυτό χώρο, η αναζήτηση μιας άλλης πόλης, για να κάνουμε μια νέα αρχή, είναι μάταια, αν είναι και εκεί να συνεχίσουμε τον ίδιο τρόπο ζωής.
Σε μια τέτοια περίπτωση είναι σαν η πρώτη πόλη να μας ακολουθεί, όπου και αν πάμε. Προσεγγισμένο από αυτήν την προοπτική, στο ποίημα «Η Πόλις» ο Καβάφης θέλει να δείξει την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτόν του, τις επιλογές, τα λάθη και το παρελθόν του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ η στάση του ποιητή είναι κατηγορηματικά αρνητική για τα σχέδια και τις ελπίδες ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη, γιατί είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Οποιαδήποτε προσδοκία έχει ο άνθρωπος για να ξεφύγει από τις εσφαλμένες επιλογές του παρελθόντος και να αρχίσει μια νέα ζωή, καταλήγει σε άκαρπη προσπάθεια. Οι δεσμευτικές επιλογές που είχε κάνει στο παρελθόν θα τον καταδιώκουν, όπου και αν πάει.
Η «άλλη πόλις» του δεύτερου στίχου συμβολίζει τον άλλο τρόπο ζωής που θα θέλαμε να έχουμε, αλλά δεν μπορούμε. Και αυτό γιατί δεν μπορούμε να αποφύγουμε το παρελθόν, ούτε και να διαφοροποιήσουμε το μέλλον μας, αφού δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τον εαυτό μας.

Και εδώ, πιστεύω, βρίσκεται το δίδαγμα του ποιήματος. Ότι δηλαδή η αλλαγή που επιδιώκουμε στη ζωή μας δεν θα επέλθει με την αλλαγή της πόλης, με άλλα λόγια την εξωτερική αλλαγή, αλλά με την αλλαγή των δικών μας αξιών και πεποιθήσεων. Πρόκειται για την ηθική ευθύνη του ατόμου απέναντι στις βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, και στην αποφασιστικότητά του γυρίσει μια νέα σελίδα, αντί μάταια να αναζητεί μια νέα πόλη, όπου θα συνεχίσει τις παλιές του συνήθειες.
Αν δεν γίνει αυτή η ριζική εσωτερική αλλαγή, τότε, όπως γράφει ο Καβάφης,
«δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό».