Θα σας πω και θα σας τραγουδήσω, χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, την ιστορία της κυρίας Κλημεντίνης, μιας ηλικιωμένης κυρίας όπως τόσες άλλες. Μιας κυρίας τη μικρή ιστορία θα πω, μια κι’ έτυχε να λατρεύω την εύθραυστη αυτή ηλικία των γυναικών, την πόλη και την εποχή που έζησε.
Στην Αθήνα, σε μια μικρή πολυκατοικία, στον πρώτο όροφο, σ’ ένα δυάρι, στα δυτικά του γερασμένου οικοδομήματος, ζούσε μοναχή η κυρία Κλημεντίνη.
Η φαντασία, που δεν είναι ψέμα, την φέρνει στο νου μου, όμορφη και δροσερή, να δουλεύει μοδίστρα, κάπου στο Σύνταγμα, κοντά στου Ζολώτα, Βουκουρεστίου ήταν, Κριεζώτου ήταν, θα σας γελάσω. Μεγάλο, στα τέλη του ‘60, το ατελιέ μόδας έραβε την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας και η Κλημεντίνη που προτιμούσε ολόκληρο το όνομα από το «Κλήμη», κόφτρα, μ’ ένα ψαλίδι που πέταγε στα δάκτυλά της και έλεγαν, τα κορίτσια γύρω της, πως το ψαλίδι της πέταγε ζωγραφίζοντας αντί να κόβει. Απ’ ό,τι μου έλεγε του Γιώργου η αδελφή, που ήταν όμορφο μοντέλο στο ακριβό το ατελιέ, τα μεσημέρια κατέβαιναν όλες οι κοπελιές να πιουν καφέ ή και για κάτι ελαφρύ, στου Απότσου, στου Ορφανίδη, στο Μπραζίλιαν ή στου Ζώναρς, της Κλημεντίνης η γλυκιά φωνή και το κυματιστό το γέλιο, απλωνόταν στην Πανεπιστημίου κι’ έφτανε στην Κοραή. Τα χρόνια περνούσαν. Μετά ήλθαν κάποια χρόνια κάλπικα, χρόνια περίεργα, «μοντέρνα». Γυναίκες που δεν έμοιαζαν… γυναίκες, έτοιμα εύκολα ρούχα και η Κλημεντίνη ζούσε με λίγες καλές πελάτισσες που… πίστευαν ακόμη, άντε και κάποιες μεταποιήσεις.
Πριν λίγες μέρες, την γερασμένη πλέον την κυρία Κλημεντίνη, με περασμένα για καλά τα 70, συνάντησα σε κάποιους στίχους τραγουδιού θλιμμένου. Δεν μπορεί πια ν’ αδράξει το ψαλίδι και να… ζωγραφίσει. Ίσα κι’ ίσα, η αντοχή στα δάχτυλα το ποτιστήρι να κρατήσει και του μικρού του μπαλκονιού λίγα λουλούδια να ποτίσει. Χαμόγελο άνθιζε μικρό, στα γερασμένα χείλη, μόνο σαν πάταγε το κουμπί του γερασμένου κασετόφωνου και η φθαρμένη του η κασέτα, με γλυκιά το ίδιο μεράκι, τραγούδαγε το… γελεκάκι. Ήταν το βράδυ μια κοντινής Τετάρτης, μιας κάποιας Τετάρτης του περασμένου του Γενάρη. Η κυρία Κλημεντίνη με την καλοραμμένη της την ρόμπα και τα καθαρά της τα πασούμια, τσίμπησε λίγο. Τετάρτη και Παρασκευή το κράταγε, νηστεία.
Δεν είχε προλάβει να πλαγιάσει, την προσευχή της ετοιμαζόταν να κάνει. Σε κάποιον είχαν πει πως το μικρό διαμέρισμα θα ήταν εύκολη λεία, για ληστεία. «Η γιαγιά μόνη της, χτύπα».
Η δική μου η κυρία Κλημεντίνη, με το ψαλίδι που πρόχειρο βρήκε, δίπλα από ένα βάζο με λουλούδια, προσπάθησε ν’ αντισταθεί. Εκείνος γέλασε, όπως γελούν όλα τα κτήνη.
Όταν η φίλη μου τη βρήκε το πρωί, στο μικρό το σαλονάκι, ίσα που πρόλαβε «καλό ταξίδι» να της πει.
Φίλες και φίλοι την κυρία Κλημεντίνη δεν την γνώρισα, δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Μας τη «σύστησε» προ ημερών, σε ορισμένους συναδέλφους και σε μένα, η καλή φίλη Γεωργία Γραμματικού. Ναι η γνωστή μας Γεωργία Γραμματικού, καλλιτέχνης, νομικός, μουσικός, στιχουργός, ποιήτρια, συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και ας με συγχωρέσει αν ξέχασα κάποιον απ’ τους πολλούς τίτλους της.
Η ιστορία είναι αληθινή. Το τραγούδι γράφτηκε στα Ελληνικά και Αγγλικά και μπορείτε να το χαρείτε στο διαδίκτυο….
Για την ώρα… πονέστε με τους όμορφους στίχους της φίλης Γεωργίας:
Η ΚΥΡΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΙΝΗ
Στον πρώτο όροφο στο δυτικό δυάρι
ζούσε μονάχη η Κυρία Κλημεντίνη
δούλευε κάποτε σαν μάγος το ψαλίδι
την καλή κοινωνία να ντύνει
Τώρα είχε μείνει λίγη δύναμη στα χέρια
για να ποτίζει τα λουλούδια στο μπαλκόνι
το γελεκάκι που φορείς σε μια κασέτα
που ήταν φθαρμένη μα την άκουγε ακόμη
ΦΟΡΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΦΟΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟ ΠΙΑ
Βράδυ Τετάρτης με ρομπούλα και πασούμια
έφαγε λίγο όπως όριζε η νηστεία
μα κάποιο χέρι σαν του Ιούδα μαγεμένο
δείχνει το ήσυχο δυάρι για ληστεία
Ορμάει απάνω του με ότι είχε στα χέρια
μα αυτός της παίρνει με ευκολία το ψαλίδι
όταν την βρήκαν με τη ρόμπα στο σαλόνι
το τελευταίο της ξεκίναγε ταξίδι
ΦΟΡΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΦΟΡΕΣΕΙΣ ΑΛΛΟ ΠΙΑ