Αφορμή για τη σημερινή διαμαρτυρία, υπήρξε άρθρο, πάλι, του Ν.Κ. (24.11.12). Ήθελα τότε να γράψω, αλλά συχνά τα γεγονότα προτρέχουν των προθέσεών μου.
Το άρθρο μίλαγε για την Εταιρεία του ομογενή Πήτερ Τσολακίδη, η οποία ειδικεύεται στην κατάψυξη ανθρώπων…
Η είδηση με συγκλόνισε γιατί ξύπνησε ή μάλλον έριξε μιαν αχτίδα ελπίδας σε δυο διακαείς μου πόθους:
Πρώτον. Μελετώντας την ανθρώπινη ιστορία, μου γεννιούνται άπειρες ερωτήσεις. Θα θελα να είχα μπροστά μου τους πρωταγωνιστές μεγάλων γεγονότων και να τους ρωτούσα σχετικά..
Πάντα ζήλευα το Λουκιανό και το Δάντη, οι οποίοι ζωντανοί(!) κι όλας, ταξίδεψαν στον άλλο κόσμο. Βέβαια για μένα δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να πάω στον παράδεισο. Στην κόλαση πάλι, πάνε τόσο πολλοί, που μπορεί να μη χωράει άλλους. Έτσι η νέα τεχνολογία (η κρυονική) ανοίγει μια πορτίτσα σ’ αυτήν την ελπίδα.
Όταν καταψυχθώ για 500 χρόνια, π.χ., μιας και η ψυχή μου είναι πνεύμα και δεν καταψύχεται, μα ούτε και κλείνεται στο ψυγείο, ελπίζω να μπορεί να γυρίζει όπου θέλει και να επισκεφτεί –περαστική όπως ο Δάντης– κόλαση και παράδεισο. Στην κόλαση ειδικά, πιστεύω να συναντήσω πολλές προσωπικότητες και να τις… εξομολογήσω.
Θέλω να συναντήσω μεγ. βασιλιάδες, στρατηγούς, Φαραώ, σοφούς, επαναστάτες, μεγ. εφευρέτες… Θέλω να ρωτήσω τους πάμπλουτους, αν το φαγητό είναι νοστιμότερο όταν τρως με χρυσά κουτάλια αντί σιδερένια η ξύλινα; Θέλω να ρωτήσω το Μωυσή αν τα νερά της Ερυθράς σχίστηκαν στα δύο ή τραβήχτηκαν λόγω “δυνατού ανατολικού ανέμου ”στο σημείο; Θέλω να δω τη μουμιοποίηση ενός Φαραώ, αν και δε μ’ ενδιαφέρει προσωπικά. Θέλω να ρωτήσω το Σωκράτη, πού κατέληξε: Στα Ελλ. Ηλύσια Πεδία, στον Εβραϊκό παράδεισο, ή στον παράδεισο του δικού του Δαιμονίου; Θέλω να δω τον Κολόμβο και να τον παρακινήσω ν’ αρχίσει δικαστικόν αγώνα στη Χάγη κατά του Αμέρικο Βεσπούτση, ο οποίος του έφαγε ολόκληρη ήπειρο και ν’ απαιτήσει οι Αμερικάνοι να λέγονται Κολομβιάνοι. Θέλω να ρωτήσω τον Δημόκριτο πώς έφτασε, όχι στο άτομο, διότι πολλοί θα μπορούσαν να φτάσουν στη σύλληψη, κόβοντας (έστω και φανταστικά) ένα υλικό σώμα στη μέση ξανά και ξανά, μέχρι που να μην τέμνεται άλλο (= ά-τομο). Με καίει η περιέργεια να μάθαινα πώς βρήκε ιδιότητες των α-τόμων χωρίς πείραμα! Θέλω να συναντήσω τους διάδοχους του Αλέξανδρου, οι οποίοι βασίλεψαν στην Ελλάδα, την Ασία την Αίγυπτο, τη Βακτριανή, και οι οποίοι, ενώ στη Μακεδονία δεν είχαν τσαρούχι να φορέσουν, βρέθηκαν κυρίαρχοι μεγάλων κρατών.
Επί 300 χρόνια κατασπατάλησαν τα πλούτη που βρήκε ο Αλέξανδρος (15.000 ζώα φόρτωσε με θησαυρούς στην Περσέπολη) συν τους κόπους των υπηκόων τους, σε αδιάκοπους πολέμους μεταξύ τους, μέχρι που τους κατάπιε όλους η Ρώμη. Θα μπορούσαν, ειρηνεύοντας ή συμμαχούντες, να κρατήσουν τα βασίλειά τους μέχρι και σήμερα πιθανόν. Θέλω να τους πετύχω όλους μαζί και να τους απευθύνω μια μεγαλειώδη μούντζα… Θέλω να ρωτήσω τον κ. Σολομώντα πώς τα έβγαζε πέρα με 1000 όμορφες χωρίς viagra! Θέλω να μου ‘πει ο Βοναπάρτης αν πράγματι έχασε στο Βατερλώ επειδή οι αιμορροΐδες του ήταν σε έξαρση… και δε μπορούσε να κάτσει στη σέλα; Ήθελα, ναι ήθελα να ρωτήσω χιλιάδες μεγάλους, από Αδάμ (τί αταξία ακριβώς έκαμε και την πληρώνω κι εγώ;) μέχρι Μπι Λάντεν, όμως θα χρειαστώ όχι σελίδα στο «Νέο Κόσμο», αλλά τόμους βιβλίων.
Δεύτερο. Θέλω να ‘δώ τους ανθρώπους και τα επιτεύγματά τους μετά 500 ή 1000 χρόνια. Φαντάζομαι όταν ξυπνήσω πώς θα με περιεργάζονται· όπως παλιοέπιπλο χιλίων ετών… Όσα χρόνια ζήσω μετά, δε θα μου φτάνουν για να δίνω συνεντεύξεις στα Μέσα Ενημέρωσης της υφηλίου -Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα- εκτός και οι τότε απόγονοι έχουν φθάσει στο σημείο να διαβάζουν τη σκέψη μου χωρίς να πρέπει να μιλάω. Στα Πανεπιστήμια και στα Σχολεία οι νέοι θα ρωτάνε για τη ζωή μας πριν χίλια χρόνια αλλά και για τις εμπειρίες μου στον κάτω κόσμο.
Διάφοροι θρησκευτικοί αρχηγοί θα με ρωτούν: “Πες” Σωτήρη μας “τί είδες, εις τον Άδη που επήγες;…,” θ’ απαντώ: “Είδα φόβους είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους…”
Η χαρά μου, όπως είπα, ήταν μεγάλη μιας και θα μπορούσα να εκπληρώσω αυτούς τους μεγάλους μου πόθους, και παρ’ ολίγο να το ξεκινήσω, αλλά… κόλλησα στο ψιλό· στοιχίζουν πολύ τα παγάκια για να με κρατήσουν δροσερούλη τόσα χρόνια. Σήμερα που βόδια, κότες, ψάρια, ακόμη και τα’ άψυχα μπιζέλια καταψύχονται, εγώ αδυνατώ να εκπληρώσω τα μεγάλα όνειρα της ολιγόχρονης ζωής μου, γι αυτό παραμένω
διαμαρτυρόμενος
Υ. Γ.: «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» είπαν. Ποιο είναι το καλό στην ατυχία μου;
Επειδή κρυώνω εύκολα, στους 19ο Κελσίου ανάβω σόμπα· στους -196ο κάτω από το μηδέν τί θ απογίνω! Και μόνο που το σκέφτομαι παγώνει το αίμα μου και αποχαιρετώ τους μεγάλους μου πόθους σαν την αλεπού, η οποία βρήκε τα σταφύλια άγουρα· «όμφακές εισιν» είπε, για να μην παραδεχθεί ότι δεν τα φτάνει…
Ο ίδιος