Με συναντά με μια βαλίτσα στο χέρι στο ασανσέρ, παραμερίζει να περάσω και μου χαμογελά. Σε λίγο θα τον έχω απέναντί μου, με παραίνεση του αρχισυντάκτη, να μου μιλά για τη ζωή του.
Ο Αντρέας Τσιώνης, έχει μόλις συμπληρώσει μισό αιώνα στο τιμόνι, ως οδηγός ταξί και το θεωρεί ένα μεγάλο ορόσημο στη ζωή του. Έχει ήδη δώσει συνέντευξη για το θέμα αυτό στο «The Age», αλλά ο ίδιος πρεσβεύει ότι «δεν είναι το ίδιο. Είμαι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της παροικίας και θα ήθελα να πω δυο πράγματα και στο Νέο Κόσμο. Αν φυσικά, σας ενδιαφέρει».
Με τον αρχισυντάκτη να με κοιτάζει με ύφος που δεν επιδέχεται αντίρρηση, αλλά και τον ευγενέστατο αυτόν άνθρωπο να μου χαμογελά ζεστά και να περιμένει να του πω ‘καθήστε’, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω;
Ξεδιπλώνει την αφίσα του «The Age» όπου ‘στο άνθος της ηλικίας του’, όπως θα πει, οδηγεί ταξί, και συνεχίζει… πενήντα χρόνια αργότερα.
Έχει να πει πολλά, προτιμά όμως να αρχίσει από το ότι ‘στην Αυστραλία έφτασε παρά τη θέλησή του’: «ήμουν δεκαεννιά χρόνων, στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν δύσκολα, είχα δυο αδελφές να παντρέψω, οπότε ο πατέρας μου, απλά μου το ανακοίνωσε. Ο ίδιος έκανε όλες τις διαδικασίες».
Έφυγε, όπως θα πει με ‘μισή καρδιά’, γιατί ήταν ερωτευμένος με την κόρη του μαγαζάτορα (μπακάλη) που δούλευε στην Τρίπολη και εκείνη είχε ανταποκριθεί. «Ποιος τολμούσε όμως τότε να φέρει αντίρρηση; Το καθήκον στην οικογένεια ήταν πάνω απ’ όλα. Έφυγα 23 Αυγούστου το 1955 με το «Τασμάνια» και έφτασα στο Port Melbourne 23 Σεπτεμβρίου».
«ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ»
Με το τρένο στην Μπονεγκίλα και μετά η σκληρή πραγματικότητα: «Βρισκόμουν στην Αυστραλία, τη χώρα με τις πολλές ευκαιρίες, όπου οι άνθρωποι κάνουν λεφτά γρήγορα, βοηθάνε τις οικογένειές τους και μετά από λίγα χρόνια γυρίζουν πίσω στην πατρίδα τους τακτοποιημένοι. Τουλάχιστον με αρκετά για να κάνουν μια δική τους δουλειά εκεί. Στην ουσία όμως βρέθηκα να είμαι νεοσύλλεκτος στρατιώτης. Να κοιμάμαι με άλλα τέσσερα άτομα σε ένα μικρό δωμάτιο, να τρώω περίεργα, άνοστα φαγητά και να υπακούω τυφλά στους κανονισμούς που δεν διέφεραν πολύ από αυτούς του στρατώνα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήλθα στην άκρη της γης, αφήνοντας πίσω όλα μου τα αγαπημένα πρόσωπα, για να ζήσω αυτό. Το χειρότερο, ότι έβλεπα τους άλλους να φεύγουν σε διάφορες δουλειές που τους έστελναν κι εγώ να μένω πίσω. Ήταν μεγαλύτεροι από μένα, πιο γεροδεμένοι και πιο κατάλληλοι επομένως για σκληρές δουλειές, όπως ήταν τότε το κόψιμο ζαχαροκάλαμου στο Κουήνσλαντ».
Οι μνήμες έρχονται πίσω ορμητικές, οι εικόνες ξεπηδάνε ζωηρές μπροστά του και ο ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να μου τις μεταδώσει: «Ένοιωθα ότι ήμουν σε λάθος μέρος και κατά κάποιον τρόπο έπρεπε να ελευθερωθώ. Να βρω έναν τρόπο να βάλω σε ενέργεια τα σχέδιά μου. Οι δικοί μου στην Ελλάδα περίμεναν τόσα από μένα κι εγώ σ’ ένα στρατώνα χωρίς να μπορώ να αναπτύξω την παραμικρή πρωτοβουλία.
Η πρώτη δουλειά που μου πρόσφεραν τελικά, μετά από ένα μήνα αναμονής, ήταν να πλένω πιάτα σ’ ένα καφέ στο Armadale. H αντίδρασή μου ήταν έντονη. «Δεν ήλθα στην Αυστραλία για να πλένω πιάτα» τους είπα.
Ένας φίλος μου όμως από τη Μελβούρνη, με συμβούλεψε να δεχτώ, ώστε να μου δώσουν όλα τα χαρτιά μου που κρατούσαν, και μετά να βρω τρόπο να το σκάσω».
Στη συνέχεια, θ’ ακούσω με κάθε λεπτομέρεια, πώς πήδησε από το τρένο, πώς κρύφτηκε κάτω από μια νταλίκα, πώς με τρεις λίρες και μόνο τα ρούχα που φορούσε έφτασε στη Μελβούρνη.
Αν και απολαυστική η εξιστόρηση, αντιλαμβάνομαι ότι με τους ρυθμούς αυτούς, δεν μας φτάνουν δύο μέρες για να φτάσουμε … στο σταθμό που για τον ίδιο είναι η ‘θητεία του στο τιμόνι’.
«Ξεκίνησα στις 2 Φλεβάρη του 1963. Ήμουν ελεύθερος και όλα τα χρήματα που μέχρι τότε έβγαζα τα έστελνα στην Ελλάδα. Έφερα εδώ τις δυο αδελφές μου και τις πάντρεψα. Το ταξί, όπως και σε τόσους άλλους άλλωστε, ήταν την εποχή εκείνη ελκυστικό γιατί σ’ έκανε να νιώθεις ανεξάρτητος και να βγάζεις πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Δούλεψα σκληρά, κέρδισα αρκετά, με χτύπησε όμως, όπως και τόσους άλλους, η κρίση του ’91. Αυτά όμως είναι μέσα στη ζωή και δεν αξίζει να τα θεωρούμε αποτυχίες, όταν μάλιστα οφείλονται σε παράγοντες, ανεξάρτητους από εμάς τους ίδιους και κυρίως απρόβλεπτους.
«Είμαι ευτυχισμένος», θα πει έντονα, επιχειρώντας να διώξει προφανώς δυσάρεστες καταστάσεις που οικονομικά τουλάχιστον του στοίχισαν πολλά.
Γυρίζει, στην απόπειρά του αυτή, πίσω στο 1970 όταν γνώρισε τη Χρυσούλα που εργαζόταν στου Σαλαπάτα και μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. «Ταιριάσαμε από την πρώτη στιγμή. Σήμερα είμαι πατέρας δυο υπέροχων παιδιών που μου χάρισαν τρία εγγονάκια. Τι άλλο να ζητήσω από τη ζωή; Mού τα έδωσε όλα απλόχερα».
Μέσα στο σύνολο των δώρων είναι και αυτό που ακολουθεί.
ΦΑΝΗΚΑ ΧΡΗΣΙΜΟΣ
«Από τα κυριότερα, βέβαια, ότι γνώρισα τον άνθρωπο. Από τις πιο μεγάλες ικανοποιήσεις, σ’ όλη μου αυτήν την πορεία, το ότι μπόρεσα και φάνηκα σε κάποιους χρήσιμος. Μερικοί το θεώρησαν μεγάλο και έφτασαν μέχρι τη διεύθυνση για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους. Για μένα ήταν φυσικό, για παράδειγμα, να δείξω το δρόμο, έμπρακτα, σ’ ένα ζευγάρι από το Σίδνεϊ που χάθηκαν ή να πάω με το ταξί μου τη μητέρα που έμεινε από λάστιχο, στο σπίτι της, όπου το λεωφορείο θα άφηνε στην πόρτα το ανάπηρο παιδί της και έπρεπε να είναι εκεί να το παραλάβει. Ή την εγκυμονούσα που μετέφερα στο –τότε– Queen Victoria Hospital, περνώντας όλα τα κόκκινα φανάρια, με την έγκριση φυσικά της αστυνομίας».
Με νοσταλγία θυμάται τις μέρες που «οι Έλληνες της Μελβούρνης, νεομετανάστες τότε, ήταν μια μεγάλη, αγαπημένη οικογένεια: «μέναμε, θυμάμαι, 13 άτομα σ’ ένα σπίτι στο Port Melbourne. Mε μια κουζίνα κι ένα μπάνιο. Όπως χιλιάδες άλλοι, o ένας κοίταζε να βοηθήσει τον άλλον, να του δανείσει χρήματα, αν χρειαζόταν, να του βρει δουλειά. Διασκεδάζαμε μ’ ένα μπάρμπεκιου το Σαββατοκύριακο στην πίσω αυλή και ελληνικά τραγούδια. Είμαστε όλοι σαν αδέλφια. Ανοιχτοί και ειλικρινείς. Δεν υπήρχαν προσποιήσεις και επιδείξεις. Κι’ αυτό γιατί είχαμε κοινά όνειρα, στόχους και επιδιώξεις. Αξέχαστη εποχή που δυστυχώς έχει φύγει, παίρνοντας μαζί της τον ωραίο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Σήμερα μετριούνται στα δάχτυλα εκείνοι που κράτησαν αυτή τη ζεστασιά και την καλοσύνη προς τον συμπάροικο, που διατήρησαν τον ωραίο τους εαυτό. Οι περισσότεροι άλλαξαν, ορισμένοι δε, έγιναν αγνώριστοι. Επειδή έκαναν χρήματα ανέβηκαν στο καλάμι και τρέχουν με 100χιλ. την ώρα χωρίς καν να ξέρουν πού πηγαίνουν».
«Το λυπηρό, ότι έπρεπε να έλθουν στην άκρη της γης για να χάσουν την ανθρωπιά τους», θα καταλήξει με μια φιλοσοφική διάθεση που θα σφραγίσει το ζεστό, καλοσυνάτο χαμόγελο του ανθρώπου που μισό αιώνα στο τιμόνι ‘γνώρισε τον συνάνθρωπό του από όλες τις πλευρές και το βάθος του’.