Οι στίχοι για την Αθήνα της κρίσης σε ένα από τα νέα του τραγούδια θεωρούνται επιστέγασμα της σχέσης του με τη χώρα μας, που κρατάει από το 1982, όταν πρωτοσύστησε στο ελληνικό κοινό τη μετά πανκ μουσική. Πίσω από τους στίχους της επικαιρότητας, πάντως, κρύβεται μια νέα ολοκληρωμένη δουλειά με αναφορές από το μποζόνιο του Χιγκς έως τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Η «ελληνική» αναφορά του τραγουδιού «Lightning Bolts» από το νέο άλμπουμ του Νικ Κέιβ μοιάζει αρκετά αμφιλεγόμενη, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς από έναν δημιουργό που στο έργο του συνδυάζει εδώ και τρεις δεκαετίες το επικό με το καθημερινό, τον μύθο με την (ωμή) πραγματικότητα: «Δύο κεραυνοί μού παραδόθηκαν στο δωμάτιό μου/ ήταν δώρα από τον Δία / Στην Αθήνα όλοι οι νέοι κλαίνε από τα δακρυγόνα / Εγώ μαυρίζω στην πισίνα του ξενοδοχείου / Άνθρωποι έρχονται και με ρωτάνε ποιος είμαι / Απαντώ, αν δεν ξέρεις, μη ρωτάς / ο Δίας γελά αλλά είναι απ’ τα δακρυγόνα».

Θα πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του 2011, κατά την τελευταία εμφάνισή του στη χώρα μας – ως ηγέτης των Grinderman, της περιστασιακής, πιο σφιχτής και πιο έντονης εκδοχής των Bad Seeds, της μπάντας που τον συνοδεύει εδώ και τριάντα χρόνια – όταν γεννήθηκαν στο μυαλό του οι παραπάνω στίχοι. Πρόκειται ίσως για την κλιμάκωση της σχέσης του με τη χώρα μας ύστερα από τόσες και τόσες συναυλίες που ακολούθησαν εκείνη την παρθενική φορά το φθινόπωρο του 1982, όταν μαζί με το τότε σχήμα του, τους Birthday Party, σύστησε -μαζί με τους Fall και τους New Order σ’ εκείνο το θρυλικό συναυλιακό τριήμερο στο Σπόρτιγκ- στο παρθένο ακόμα ελληνικό κοινό την προχωρημένη μετά πανκ κουλτούρα.

ΑΣΤΙΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ

Όλοι άλλωστε -πολλοί τέλος πάντων- έχουν μια ιστορία ή έναν αστικό θρύλο να αφηγηθούν που να συμπεριλαμβάνει κάποιο περιστατικό από τις επισκέψεις του Κέιβ στην Ελλάδα. Ντοκουμέντο είναι και το βιντεοκλίπ του «Wanted Man» (διασκευή του κομματιού του Τζόνι Κας) που τον δείχνει κάποια στιγμή σε υπαίθριο καφενείο της Πατησίων να τελεί «εν ευθυμία» και να πειράζει περαστικά κορίτσια. Η νεοελληνική αγωγή του είχε αρχίσει πιο πριν, από την πατρίδα του ακόμη, όταν -όπως δήλωνε εκ των υστέρων- είχε επηρεαστεί από τη «λούμπεν, μαυροφορεμένη, ρεμπέτικη κουλτούρα» των ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη, ειδικά στο ντύσιμο. Ακόμα και σήμερα, τα μαύρα κοστούμια σε συνδυασμό με τα ανοιχτά πουκάμισα και τα δαχτυλίδια αποτελούν το σήμα κατατεθέν της εμφάνισής του. Πριν από μερικά χρόνια μάλιστα, κάποιος δημοσιογράφος που τον ρώτησε αν έχει φορέσει ποτέ τζιν και αθλητικά είδε τη φιλόδοξη συνέντευξή του να τερματίζεται πρόωρα και βίαια. Η στολή παραμένει σημαντική για την εικόνα που προβάλλει ο κήρυκας της «γοτθικής ψυχοσεξουαλικής Αποκάλυψης» και πιστός της αγίας τριάδας «έρως -θάνατος- εκδίκηση», θεματολογία που πολλές φορές τον έχει φέρει στο «εδώλιο» με την κατηγορία της μάτσο παράκρουσης αλλά και του μισογυνισμού.

Ο ίδιος, πάντως, δεν ασχολείται με τέτοιες υπεραπλουστεύσεις ενός έργου που περιλαμβάνει 19 άλμπουμ, δύο νουβέλες, μια εισαγωγή σε πρόσφατη έκδοση του «Κατά Μάρκον Ευαγγελίου» και δύο κινηματογραφικά σενάρια. Εδώ και χρόνια άλλωστε έχει αφήσει πίσω το lifestyle τρίπτυχο σεξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ -ειδικά το δεύτερο σκέλος που κάποια στιγμή τον είχε σχεδόν γονατίσει- και ζει, ύστερα από χρόνια περιπλάνησης στο Λονδίνο, το Βερολίνο και το Σάο Πάολο, στο «ήσυχο και καθαρό» Μπράιτον μαζί με τη σύζυγό του Σούζι Μπικ, η οποία κοσμεί γυμνή και το εξώφυλλο του νέου δίσκου, και τους δύο μικρότερους (δίδυμους) γιους του Άρθουρ και Ερλ, που γεννήθηκαν το 2000. Δεν ήταν πάντα βέβαια αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος πατρικό πρότυπο. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του, ο Λουκ και ο Τζέθρο, γεννήθηκαν το 1991 με χρονική απόσταση μιας εβδομάδας από δύο διαφορετικές μητέρες (προφανώς) σε δύο άκρες του πλανήτη, στο Σάο Πάολο και στη Μελβούρνη.

Ο Νίκολας Έντουαρντ Κέιβ γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1957 σε μια αγροτική περιοχή 200 μίλια δυτικά της Μελβούρνης. Η μητέρα του ήταν βιβλιοθηκάριος και ο πατέρας του, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα όταν ο Νικ ήταν 19 χρόνων, δάσκαλος. «Η καλλιτεχνική μου ζωή ήταν πάντα επικεντρωμένη σε μια διαρκή απόπειρα να εκφράσω μια σχεδόν χειροπιαστή αίσθηση απώλειας» θα έγραφε αργότερα. «Ένα μεγάλο χάσμα άνοιξε στον κόσμο μου από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα μου. Στα δώδεκα, μου διάβαζε τον “Τίτο Ανδρόνικο” και τη “Λολίτα”, κι ήμουν μικρό παιδί! Συχνά, πάντως, βλέπουμε με τους μικρούς γιους μου ένα “ανάρμοστο” DVD δικής μου επιλογής: πρόκειται για εμπειρία αληθινής εξοικείωσης μεταξύ μας».

Στα τέλη της επομένης δεκαετίας, πριν από την πτώση του Τείχους, όταν έμενε σ’ ένα σπίτι που θύμιζε κατάληψη στο Δυτικό Βερολίνο παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη ένας αδιαφιλονίκητος σταρ του εναλλακτικού ροκ, οι σκέψεις του επέστρεψαν στον πατέρα του. Όντας υπό τη συνεχή σχεδόν επήρεια αμφεταμινών και άλλων ουσιών, αποφάσισε ελλείψει ύπνου να γράψει το πρώτο του βιβλίο στη μνήμη του πατέρα του (που ήταν ένας «σνομπ της λογοτεχνίας»), το οποίο εκδόθηκε το 1989 και ενώ είχε ήδη φύγει από την πόλη που άλλαζε ραγδαία. Ήταν το «Η δε όνος είδεν άγγελον» (η φράση προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, ενώ το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα), ένα οργιαστικό βιβλικό έπος νότιου «γοτθικού» ύφους α λα Φόκνερ και φόντο μια απομακρυσμένη «σκοταδιστική» κοινότητα στα Απαλάχια την εποχή της μεσοπολεμικής οικονομικής ύφεσης. Η σχέση πατέρα-γιου, εξάλλου, αποτελεί τον θεματικό πυρήνα και του δεύτερου, και πιο άνισου, μυθιστορήματός του, «Ο θάνατος του Μπάνι Μανρό» που εκδόθηκε το 2009 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος).
 
ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

Το νέο άλμπουμ του Νικ Κέιβ και των Σπόρων του Κακού είναι αρκετά πιο ατμοσφαιρικό και «μπαλαντοειδές» από τις τελευταίες δουλειές του, η θεματολογία όμως παραμένει πεισματικά αποκαλυπτική παρά τις επικαιρικές αναφορές. Όπως στο κομμάτι «We No Who U R», όπου τα ελλειπτικά μηνύματα (texting) στο κινητό παρουσιάζονται ως δείγματα Αποκάλυψης στη δυσοίωνη αφαίρεσή τους.
Ή το «Higgs Boson Blues», μια φαντασμαγορία για το τέλος του κόσμου που, εκτός από το σωματίδιο (μποζόνιο) του Χιγκς, φιλοξενεί στις αναφορές της τον Ρόμπερτ Τζόνσον, πρωτοπόρο των μπλουζ που σύμφωνα με τον θρύλο πούλησε την ψυχή του στον Διάβολο, τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τη Μάιλι Σάιρους, την ανήλικη ποπ σταρ που κλείνει το τραγούδι «επιπλέοντας στην πισίνα». Νεκρή ή ζωντανή δεν είναι ξεκάθαρο, αν σκεφτεί όμως τη μοίρα που επιφυλάσσει στις γυναίκες σε διάφορα κατά καιρούς άσματα -παραλλαγές του «εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή»- μάλλον το πρώτο ισχύει.