Κάποτε στο χωριό η ζωή ήταν δύσκολη (στις φτωχές χώρες ακόμα είναι…)
Λίγες περιοχές είχαν μονοκαλλιέργειες (καπνά, φρούτα, κρασιά…) και πουλώντας τα άπαξ του έτους, κέρδιζαν αρκετά για τις διατροφικές και λοιπές τους ανάγκες για ένα χρόνο. Οι πολλοί έπρεπε να σπείρουν σιτάρι, όσπρια, να βάλουν κήπο, να καλλιεργήσουν αμπέλι για το κρασί και ελιές για το λάδι τους, να έχουν λίγες κότες, μια κατσίκα… Έτρεχαν όλη μέρα σαν τα μυρμήγκια για τις προετοιμασίες και τη συγκομιδή, η οποία ποτέ δεν ήταν ανάλογη των κόπων τους, μιας και οι περιουσίες ήταν μικρές. Δεν υπήρχε ψυγείο ούτε εισαγωγές, έτσι κατανάλωναν προϊόντα μόνον της εποχής και φρέσκα. Ο παππούς, όταν ήθελε να τονίσει ότι ζητάς κάτι το παράλογο, έλεγε: «Πεθύμησ’ η γριά το μισοχείμωνο αγγούρια!»
Σήμερα μπαίνω στο Σουπερμάρκετ και βλέπω γυναίκες άντρες, μικρούς και μεγάλους να σπρώχνουν νωχελικά από ένα καρότσι (κι εγώ μαζί), χωρίς να μάθουν ποτέ τί σημαίνει το ρητό: «τράβηξε του λιναριού τα πάθη και της ελιάς τα φαρμάκια» και να το γεμίζουν, απλώνοντας μόνο το χεράκι τους, με όλα τα καλούδια –ντόπια και εισαγόμενα, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά– όλους τους μήνες του χρόνου. Ποτέ δεν έσκαψαν, δε φύτεψαν, δε θέρισαν, δεν αλώνισαν, δεν τρύγησαν, δεν ξενύχτησαν στο νερόμυλο ή στο ελαιοτριβείο, δε θυσίασαν ολόκληρη μέρα να πιάσουν δυο ψάρια… Ξανά ο παππούς έλεγε: «Για να φας ψάρι πρέπει να βρέξεις κώλο». (Αν ‘πεις ο Ρ. Ρήγκαν είχε καρκίνο στο κώλον, δεν ξιππάζεται κανείς. Αν όμως το κώλον γίνει γένους αρσενικού, προσβάλει!…)
Τώρα, το πόσο καλά είναι τα «καλούδια» στο καρότσι, το γνωρίζουμε όλοι. Μπορεί να μην είναι ληγμένα ή σάπια, είναι όμως κατάφορτα από γνωστά και άγνωστα χημικά. Λένε πως εμείς, που τα καταναλώνουμε, θα έχουμε την τύχη (!) να διατηρηθούν τα κορμάκια μας για πολύ περισσότερο χρόνο, απ’ όσο πριν, στην αγκαλιά της μάνας γης, όταν μας αγκαλιάσει…
Τ’ ανωτέρω ήταν πρόλογος, ας πούμε. Σήμερα θ’ αναφερθώ στο λαδάκι μας.
Μαζεύουν οι Έλληνες (δηλαδή οι μετανάστες – νόμιμοι και παράνομοι) τις ελιές για να στείλουν σ’ όλο τον πλανήτη τα «παρθένα ελαιόλαδα», τα Μεσογειακά και θαυματουργά. Όλοι οι ντόκτορες της γης (ως ορχήστρα Δημοτική) μας τραγουδοσυμβουλεύουν καθημερινά: «Λαδώστε αρτηρίες και κλειδώσεις με αγνό λάδι Μεσογειακό, να δουλεύει το σωματάκι σας Ρολ(λς ρ)όι».
Δηλώνω, εν γνώσει των συνεπειών του νόμου, ότι χρησιμοποιώ, (ρουφώ για την ακρίβεια) το Ελληνικό λαδάκι καθημερινά. Κάπου-κάπου, όμως, ένα συννεφάκι περνά απ’ το μυαλό μου: Πόσο παρθένο είναι αυτό που αγοράζω; Θα ξέρετε ασφαλώς, ότι εκτός από τις μέλισσες, οι οποίες κυνηγούν και… γονιμοποιούν τα αγνά λουλουδάκια, όλοι οι αρσενικοί –θνητοί κι αθάνατοι– κυνηγούν με μανία τις παρθένες. Κι εγώ, αφού το πληρώνω, απαιτώ το λαδάκι μου (το οποίο στην Αγγλική ή την Κινέζικη μπορεί να είναι γένους θηλυκού) νά ‘ναι “παρθένα».
Γιατί τα λέω αυτά; Πριν λίγα χρόνια, βρέθηκε σε Ισπανικό ελαιόλαδο, λάδι λίπανσης αυτοκινήτων.! Πριν ένα χρόνο, πάλι, οι Ουκρανοί έσμιγαν σπορέλαιο με αυτοκινητέλαιο επίσης, μιας κι έχουν μπόλικο από δαύτο. Πρόσφατα άκουσα, από ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν, ότι στο ελαιόλαδο οι συσκευαστές μπορούν, νόμιμα να ανακατεύουν 20% σπορέλαιο. Ο νόμος γιατί δεν τους επιβάλει να το αναγράφουν στο δοχείο, όπως γίνεται με τα άλλα προϊόντα; Η παρθενιά δεν αποδεικνύεται με λόγια… Καλό το σπορέλαιο, αλλά δεν είναι λιόλαδο. Ύστερα, πληρώνω το 20% (πού ξέρω αν δεν είναι 30 και 40% εκ παραδρομής) του δοχείου, σε τιμή ελαιόλαδου!
Αφού φύγαμε από τη φυσική ζωή, αφού οι περισσότεροι δεν έχουν δει ποτέ μια ελιά, μια μπανανιά, ένα κακαόδεντρο, αφού αναθέτουμε στα εργοστάσια, (τα οποία αρχικά χτίστηκαν για να φτιάχνουν τσαπιά, σπαθιά, κατσαρολικά, ντουφέκια, εργαλεία) να παρασκευάζουν το φαγητό μας, για να μην πονέσει η μεσούλα, να μη λερωθεί το νυχάκι…, τί περιμένουμε; Θα φάμε σπορέλαια, αυτοκινητέλαια,, συντηρητικά με το τσουβάλι κι ό,τι σκουπίδια φανταστούν, όσοι «φροντίζουν» τη διατροφή μας.
Θα συνεχίσω να τρώγω το λαδάκι μας, όμως αν περιέχει και κάτι άλλο, απαιτώ, αφού πληρώνω, να το γνωρίζω. Δεν μπορώ να πηγαίνω κάθε τόσο στο χημείο να το εξετάζω γιατί τότε το δοχείο δε θα μου στοιχίζει 20 αλλά 200 δολάρια.
Έλεος, λαδωτήδες! Δεν είμαι πετρελαιομηχανή! Άλλου είδους λίπανση χρειάζονται οι ανάγκες μου· αυτή που χρειάζονται κι οι δικές σας…
Αγαπητοί ομογάλακτοι (όσοι ψωνίζουμε απ’ το Σουπερμάρκετ το γάλα μας, πίνουμε απ’ την ίδια αγελάδα και άρα είμαστε ομογάλακτοι…) και ομολαδωμένοι (δεν συμπεριλαμβάνω πολιτικούς και λοιπούς…, αυτοί δε λαδώνονται με λάδι…”) της γης, απαιτείστε κι εσείς από τους προμηθευτές σας να γράφει το δοχείο τί ακριβώς περιέχει. Αν το ζητήσουμε πολλοί, θα αναγκαστούν να το κάνουν οπωσδήποτε.
Αν απομείνω μόνος, και πάλι θα το απαιτώ, αφού το ξέρετε πια, ότι, ακόμα και για ψύλλου πήδημα, δε συγκρατιέμαι, αφού είμαι
διαμαρτυρόμενος