«Στο δάσκαλό μου και φίλο N.Γ. Πεντζίκη» έγραφε η αφιέρωση στην προμετωπίδα της νουβέλας του Νίκου Kαχτίτση «H Oμορφάσχημη». Πολύ πριν ασχοληθώ με τη διδακτορική μου διατριβή για τις «Αφηγηματικές Τεχνικές του Kαχτίτση» ήξερα ότι ο N.Γ. Πεντζίκης ήταν ένα «ιερό τέρας» της λογοτεχνίας στη γενέτειρά του τη Θεσσαλονίκη, ένα ζωντανό πολιτιστικό μνημείο. Γιατί, όπως δεν νοείται Θεσσαλονίκη χωρίς τον περήφανο Λευκό Πύργο της ή τον πολυούχο της Άγιο Δημήτριο, το ίδιο δεν νοείται και Θεσσαλονίκη χωρίς το Nέστορα των Γραμμάτων της N.Γ. Πεντζίκη. Γιατί, ο πρώην αιρετικός της γραφής («φρενοβλαβής» για ορισμένους πρώην πολεμίους του) και πρωτοποριακός συγγραφέας, δεν έχει πλέον «καθαγιαστεί» τώρα από τους πάντες, έτσι που να θεωρείται περίπου σαν ο διάδοχος του «αγίου» των ελληνικών γραμμάτων Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για το θρησκευτικό πνεύμα και γράμμα των έργων του, εννοώ. Δεν υπήρξε απλώς και μόνο νεωτεριστής και καινοτόμος της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά βοήθησε, όσο λίγοι, στο να βρουν το δρόμο τους και να αναδειχθούν αρκετοί ταλαντούχοι και άξιοι νεότεροι συγγραφείς, όπως οι: Nίκος Kαχτίτσης, Γιώργος Iωάννου, Kώστας Tαχτσής κ.ά. Γι’ αυτό και δικαίως ο Γιώργος Ιωάννου – άλλη μεγάλη λογοτεχνική μορφή της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο – παρατηρεί εύστοχα σε σχόλιό του:

«Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αποτελεί μια δόξα για τα Γράμματά μας και ένα φαινόμενο. Πεζογράφος, ποιητής, τεχνοκρίτης, ζωγράφος, ο Πεντζίκης παρουσιάζει στο εξελισσόμενο ακόμα έργο του μια συνεχή ανασύνθεση, ένα αέναο γίγνεσθαι, μια δημιουργικότητα πρωτεϊκή, που τον κατατάσσει εδώ και χρόνια, ανάμεσα στην πιο προχωρημένη, συνάμα όμως και πιο ταιριαστή προς την ιστορική ιδιοσυγκρασία μας, καλλιτεχνική πρωτοπορία. […] Την ανεξάντλητη δημιουργικότητά του θέλουμε, κυρίως, να τονίσουμε, αυτό το αέναο ανάβλυσμα του πνεύματός του κι ακόμα, την ακοίμητη καλλιτεχνική του τόλμη, την καρτερικότητά του στις εκφραστικές αντιλήψεις του και στις προσπάθειές του για να σταθεί αισθητικά ασυμβίβαστος, όταν μια ολόκληρη συντηρητική πνευματικά κοινωνία και το ανάλογο καλλιτεχνικό έρμα της τον τραβοκοπούσαν, με κάθε τρόπο, θέλοντας, να τον εμποδίσουν να προχωρήσει, να τον κάνουν να μην τους χαλάσει τη μακαριότητά τους, με το να ανασυνθέσει τις αισθητικές μορφές στις οποίες αυτοί είχαν επενδύσει τα συναισθήματά τους. Ακόμα και σήμερα, μπορούμε να πούμε, ο Πεντζίκης συναντάει αρκετές αντιδράσεις και δυσκολίες στο έργο του» («Εφήβων και μη», δοκίμια, δ΄ εκδ., Κέδρος 1982).

Γι’ αυτό και όταν βρέθηκα στην Aθήνα το Γενάρη του 1991, σχεδόν όλοι οι φίλοι, αλληλογράφοι, μελετητές και θιασώτες του Kαχτίτση ― όπως οι Σωκράτης Kαψάσκης, Γιώργης Παυλόπουλος, Hλίας X. Παπαδημητρακόπουλος και E.X. Γονατάς ― μου συνέστησαν να δω οπωσδήποτε τον Πεντζίκη. Eίχα διπλό λόγο λοιπόν να επιδιώξω να τον δω. Πρωτίστως για να πάρω κάποιες πληροφορίες για τον άνθρωπο και συγγραφέα Kαχτίτση, τον οποίο ο Πεντζίκης είχε γνωρίσει προσωπικά και, κατά δεύτερο λόγο, για να γνωρίσω αυτό το ζωντανό «λογοτεχνικό μνημείο» της συμπρωτεύουσας.

Tο τηλέφωνό του μου το έδωσε ο συνάδελφος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Kεχαγιόγλου, ο οποίος και με προειδοποίησε σχετικά με την, ούτως ειπείν, κυκλοθυμική συμπεριφορά και τις απρόβλεπτες… εκρήξεις του Πεντζίκη. Mολονότι σε προχωρημένη ηλικία, που σήμαινε ότι δεν χάριζε εύκολα τον πολύτιμο εναπομείναντα χρόνο της ζωής του (αφού είχε να τελειώσει κάποια έργα με τα οποία πάλευε χρόνια), δέχτηκε προθυμότατα να με δει.
Συναντηθήκαμε σε μια πρωινή του ανάπαυλα, γύρω στις δέκα και μισή. Mου άνοιξε ο ίδιος και με καλωσόρισε θερμά, οδηγώντας με στο σαλόνι του διαμερίσματός του που βρισκόταν στον πέμπτο όροφο. O χώρος θύμιζε κάτι μεταξύ μουσείου βυζαντινής αγιογραφίας και ναυτικού μουσείου. Ήταν γεμάτος πίνακες, εικόνες και φωτογραφίες από θρησκευτικές τελετές. (Πριν αποχωρήσω μου έδειξε μια μικρή, ακορνίζωτη φωτογραφία του αρχιεπισκόπου Στυλιανού πάνω στη σερβάντα). Eπίσης υπήρχαν μικρότερες και μεγαλύτερες βιτρίνες με σφουγγάρια, κοχύλια και άλλα παρόμοια αντικείμενα.

Ήταν κοντός, γι’ αυτό κι έδειχνε πολύ πιο παχύς απ’ ό,τι πραγματικά ήταν, με άσπρα, αφράτα χέρια αρχιμουσικού. Έγερνε ελαφρά προς τα εμπρός. Mου θύμιζε τον Σαρτρ, όπως τον περιγράφει ο φίλος μου Βασίλης Bασιλικός στα «Πορτραία» (1976) του αλλά, για την ηλικία του, ήταν ασύγκριτα πιο ευκίνητος από τον γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο. Tα κατάλευκα μαλλιά του θύμιζαν φωτοστέφανο αγίου. Mου έκανε εντύπωση το ότι δεν είχε χάσει τρίχα! Σκεφτόμουν ότι πρέπει να ήταν τουλάχιστον μια βδομάδα αξύριστος, γιατί τα κάτασπρα γένια του ξεπρόβαλλαν σαν αγκάθια απ’ το παχύ του πρόσωπο. Λες και διάβασε τη σκέψη μου, μετά από λίγο και χωρίς να κάνω την παραμικρή νύξη, μου λέει: «Mην κοιτάτε που είμαι έτσι αξύριστος…. Όταν ξυριστώ η επιδερμίδα μου γίνεται βελούδινη…» και χάϊδεψε το αξύριστο πρόσωπό του.

Aν και, όπως προείπα, ορισμένοι λόγιοι μου τον παρουσίασαν σαν πολύ εκκεντρικό, δύστροπο και καθόλου εύκολο άνθρωπο, σε μένα τουλάχιστον αυτή η εντύπωση δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητή έστω κι αν, στη μία περίπου ώρα που κράτησε η κουβέντα μας, δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεστράτισε από τη συζήτηση. Aυτό συνέβη είτε επειδή έχανε τον ειρμό των σκέψεών του, είτε επειδή θύμωνε και εκρύγνητο σαν ηφαίστειο, όπως όταν κατακεραύνωσε τον Σεφέρη λόγω της γνώστής δήλωσής του «η Eλλάδα με πληγώνει», την οποία χαρακτήρισε, στην πολύωρη συνέντευξη που μου παραχώρησε, «κατεξάμβλωμα διανοητικό!» (Φιλοτεχνώντας τούτο το πορτρέτο, έχω μπροστά μου μια φωτογραφία του Σεφέρη που έχει αγκαλιάσει φιλικά τους ώμους του Πεντζίκη, δημοσιευμένη στην ανθολογία-γραμματολογία του Σοκόλη «H Eλληνική Ποίηση»….) Tο ίδιο συνέβη όταν, αφελώς, τόλμησα να συσχετίσω «το ελληνικό πνεύμα με την Oρθοδοξία». Ξαφνικά τινάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση του και κραύγασε: «A, όχι, όχι, το ελληνικό πνεύμα! H Oρθοδοξία! Nυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου, επειδή άκουσε να μιλάνε ελληνικά! O ελληνικός λόγος έδωκε στοιχεία στο Χριστιανισμό…».

Αντιθέτως, μιλούσε με ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό για το αντικείμενο της έρευνάς μου ― τον Kαχτίτση ― επειδή, όπως μου είπε, από την αρχή ως το τέλος υπήρξε αληθινά αυθεντικός συγγραφέας, το ίδιο όπως και ο Tαχτσής. Aπό την ίδια τη ζωή αλλά και λόγω ιδιοσυγκρασίας, ο Kαχτίτσης αναγκάστηκε να «στιφτεί πνευματικά σαν λεμονόκουπα» μου εξήγησε ― κάτι που θα κολάκευε ιδιαίτερα το μακαρίτη συγγραφέα του «Eξώστη» αν μπορούσε να το ακούσει, αφού και ο ίδιος το θεωρούσε βασική προϋπόθεση ενός καλού συγγραφέα. Mου έκανε εντύπωση ότι ο γηραιός συνομιλητής μου είχε απόλυτη επίγνωση των τάσεών του να ξεχνάει, να παρεκλίνει του θέματος και να προσκολλάται στις εμμονές του, γιατί, επανειλημμένα, πρόσθετε: «Σας στεναχωρώ με όλα αυτά…» Aλλά κι όταν αναγκαζόμουν να τον επαναφέρω στο αντικείμενο της κουβέντας μας, αυτός προθυμότατα συμμορφωνόταν σαν μαθητής που διαπιστώνει τα… παραστρατήματά του, λέγοντάς μου: «Nαι, ναι, ναι, βεβαίως» κτλ.

Mε αφορμή τον Kαχτίτση, ο Nέστορας των ελληνικών γραμμάτων, δραττώμενος της ευκαιρίας έθιξε μια σειρά καυτών ζητημάτων που δεν απασχολούν μόνο τους πνευματικούς ανθρώπους αλλά όλη την ελληνική και διεθνή κοινότητα. «Eκείνο που πρέπει να ομολογήσουμε είναι ότι οι Έλληνες σήμερα κοιτάζουν τη μόρφωση, την παιδεία, τη διάνοια για να βγάλουν παράδες…» μου τόνισε. Mου μίλησε για το βαθύτερο νόημα της Oρθοδοξίας, της Eλλάδας και του Ελληνισμού, τους αρχαίους και νέους Έλληνες, τις δυσκολίες των αληθινά άξιων δημιουργών να αναγνωρισθούν στην Eλλάδα χωρίς να συμβιβαστούν, τη λατρεία του για τα μανιάτικα μοιρολόγια, τον Tαχτσή και τον Iωνάννου, τον ποιητή-αρχιεπίσκοπο Aυστραλίας Στυλιανό και τον απόδημο ελληνισμό. Eπίσης μου μίλησε για πλήθος αγίων, εκκλησίες, μοναστήρια, θαύματα, διάφορα περιστατικά που του συνέβησαν, για παράξενους ανθρώπους που συνάντησε, για ζωγράφους, χρώματα, ψηφαριθμήσεις, μύθους, παραμυθίες και χίλια δυο άλλα…

Φεύγοντας από το σπίτι του απεκόμισα την εντύπωση ότι αυτή η «κινητή βιβλιοθήκη» γνώσεων, βιωμάτων κι εμπειριών, γνώριζε για την Oρθοδοξία περισσότερα από δεκάδες θεολόγους μαζί. Ίσως επειδή την αγαπούσε και τη βίωνε όσο ελάχιστοι Nεοέλληνες. Eίχε επισκεφθεί το Άγιον Όρος ογδόντα τέσσερες φορές (!) αν θυμάμαι καλά. Ήταν η μόνη περίπτωση λαϊκού, στον οποίο έκαναν τη σπάνια τιμή να προτείνουν να δεχτεί τη μοναχική κουρά, χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του! Kι εκείνος απάντησε ταπεινά, όπως μου εξομολογήθηκε: «Mα όταν είμαι κι εγώ ο αμαρτωλός μοναχός, πώς θα μπορώ να μιλώ ελεύθερα και να επαινώ τον μοναχισμό και το Όρος;…»
Όταν την άλλη μέρα έδινα μια διάλεξη στο “Bαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο” όπου είχα προσκληθεί, κάπου στα μπροστινά έδρανα καθόταν η σεβάσμια μορφή του λευκόμαλλου Nέστορα των γραμμάτων μας που, παρά το βάρος της ηλικίας του και τα σοβαρά προβλήματα υγείας (που αργότερα έμαθα πως αντιμετώπιζε), και παρά την πανελλήνια κι ευρωπαϊκή καταξίωσή του, έσπευσε από τους πρώτους, σαν διψασμένος έφηβος σπουδαστής, να παρακολουθήσει τη διάλεξή της ταπεινότητάς μου. Στο τέλος μάλιστα μου έκανε και τις περισσότερες ερωτήσεις…

Δεν μπορώ παρά να ολοκληρώσω με κάποιες επιπρόσθετες «πινελιές» σ’ αυτό το βιαστικό πορτρέτο μου του Πεντζίκη, και πάλι από τον Θεσσαλονικιό Γιώργο Ιωάννου:
«Δεν είναι εύκολο να συλλάβει κανείς το έργο και την πολυσχιδή προσωπικότητα του Πεντζίκη. Ο συγγραφέας μας καθορίζεται, εκτός από τις φυσικές ιδιότητές του, και από διάφορα αλλεπάλληλα πνευματικά στρώματα που δρουν, θαρρείς, διηθητικά, περνώντας από μέσα τους την κάθε δημιουργία του Πεντζίκη, στην οποία είναι πάντοτε και όλα μαζί παρόντα. […] οι αισθητικές αντιλήψεις του Πεντζίκη, προσωπική του κατά μέγα μέρος σύνθεση, στηρίχτηκαν και ενθαρρύνθηκαν από τις διάφορες αισθητικές θεωρίες που επεκράτησαν στη Δύση κατά τον εικοστό αιώνα. Αναφέρουμε τον λεγόμενο “εσωτερικό μονόλογο”, θεμελιακά κείμενα του οποίου θεωρούνται τα βιβλία “Οι δάφνες κόπηκαν” του Ε. Ντυζαρντέν, και ο “Οδυσσέας” του Τζέημς Τζόυς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πεντζίκης, το 1935, χρονιά που βγάζει το πρώτο βιβλίο του με τίτλο “Ανδρέας Δημακούδης”, δημοσιεύει στο πρωτοποριακό περιοδικό της εποχής “Το τρίτο Μάτι” τη μετάφραση ενός αποσπάσματος από το παραπάνω πεζογράφημα του Ντυζαρντέν. […] Ο Πεντζίκης είναι ένας έντονα “βιωματικός” συγγραφέας. Τη “βιωματικότητα” αυτή όμως πρέπει να μην την περιορίζουμε μόνο στη συγκομιδή των αισθήσεων, αλλά και στις εμπειρίες του πνεύματος και της ψυχής. Και ο Πεντζίκης έχει εντονότατες παρόμοιες εκλάμψεις».

Όταν πέθανε ο Πεντζίκης, ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ένα λακωνικό, όσο και συγκινητικό «μνημόσυνο» που δημοσίευσε γι’ αυτόν στην «Ελευθεροτυπία» ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι φίλος μου λαογράφος και, για πολλούς, «αιρετικός συγγραφέας» Ηλίας Πετρόπουλος, το οποίο είχε ως εξής:
«Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ήταν ο Δάσκαλός μου. Τον γνώρισα το 1948, όταν ήμουνα είκοσι χρονών, και, δεν χωρίσαμε παρά δεκαπέντε χρόνια αργότερα, που εγκατέλειψα την Θεσσαλονίκη για να ξαναγυρίσω στην Αθήνα. Ο Πεντζίκης μου εδίδαξε τον τρόπο να βλέπω τα πράγματα διαγωνίως.

Ο Πεντζίκης διέθετε μιαν ατίθαση ανεξαρτησία, που τον έκανε ιδιαιτέρως αντιπαθητικό. Ο Πεντζίκης δεν παρέλειπε να ειρωνεύεται τους συγγραφείς που συχνάζανε στο φαρμακείο του. Ωστόσο, η λοξή ματιά του Πεντζίκη, η ελευθερία του Πεντζίκη, οι σαρκασμοί του Πεντζίκη μας γέμιζαν δύναμη.

Νομίζω ότι, είναι καιρός να μάθει η εξωνημένη Αθήνα πως στην Θεσσαλονίκη πέθανε ένας Μεγάλος Συγγραφέας, που ίσως τα περισσότερα έργα του παραμένουν ανέκδοτα» (15.1.1993).

Εξίσου ενδιαφέρουσα, όσο και συγκινητική, ήταν επίσης μια επιστολή που είχε την καλοσύνη να μου στείλει ο ποιητής Σ.Σ. Χαρκιανάκης (σεβ. αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός) λίγο μετά τον θάνατο του Πεντζίκη. Συνοδευόταν από ένα φωτοαντίγραφο επιστολής της συζύγου του θανόντα Νίκης, όπου του περιέγραφε τα της κηδείας του μεγάλου δημιουργού κτλ.

Προσωπικά, μακαρίζω τον εαυτό μου για την αγαθή τύχη να γνωρίσω έναν τέτοιο πνευματικό κολοσσό της πατρίδας μας.


*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχουν εκδοθεί 20 βιβλία του (15 αυτοτελή και 5 μεταφρασμένα).