Κάθε χρόνο που ξεκινά το Φεστιβάλ «Αντίποδες» μού γεννιέται ιδιαίτερα η επιθυμία να γράψω δυο λόγια για «το σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας».
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν αυτά τα δυο;
Στο δικό μου τον εγκέφαλο έχουν!

Και δεν είναι μόνο το Φεστιβάλ «Αντίποδες». Κάθε φορά που κάποιοι ή κάποιος πάνε να ξεκινήσουν κάτι στην παροικία μας υπάρχουν και οι «άλλοι». Αυτοί που το επικρίνουν, το πολεμούν, το λοιδωρούν, το ειρωνεύονται.

Δεν αναφέρομαι σ’ αυτούς που ασκούν κριτική και, μάλιστα, εποικοδομητική, αλλά στους «μηδενιστές των πάντων». Σ’ αυτούς που δεν έκαναν ή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα στη ζωή τους για το κοινωνικό σύνολο και -προφανώς και γι’ αυτό το λόγο- προσπαθούν έτσι να πολεμούν ό,τι κάνουν οι άλλοι….
Πάμε, λοιπόν, στο φεστιβάλ «Αντίποδες» που ξεκίνησε το 1987, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, αείμνηστου Σάββα Παπασάββα.
Είχα το προνόμιο να είμαι στο πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Φεστιβάλ και να ξέρω πρόσωπα και πράγματα από «πρώτο χέρι».

 Ήταν ένα Συμβούλιο με εξαιρετικά μέλη. Όλοι δουλέψαμε σκληρά επί μήνες για να πάρει «σάρκα και οστά» το Φεστιβάλ.
Αποφασίσαμε να γίνεται το Μάρτιο για να συμπίπτει με την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Το έμβλημα του Φεστιβάλ «Αντίποδες» το αποτελούσαν τέσσερις ελληνικές κολώνες που συμβόλιζαν την καλλιτεχνική, κοινωνική , εμπορική και αθλητική μας παρουσία στην Αυστραλία.
Οι χώροι που επιλέξαμε να γίνουν οι εκδηλώσεις ήταν οι καλύτεροι που διέθετε η Μελβούρνη. Η εμπορική έκθεση και η έκθεση αρχαιοτήτων από το Αιγαίο στο Exhibition Buildings, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου στους κινηματογράφος Hoyts του Σίτι, η εικαστική έκθεση συμπαροίκων ζωγράφων στο Arts Centre, οι συναυλίες στο Concert Hall, οι θεατρικές παραστάσεις στο Athenaum Theatre, η λαογραφική έκθεση στο Meat Market Craft Gallery, οι αθλητικοί αγώνες στο Μιντλ Παρκ και πάει λέγοντας.
Για να προβληθεί το Φεστιβάλ, πλησιάστηκε και η εφημερίδα «The Age» που ετοίμασε ένα αφιέρωμα 48 σελίδων για το Φεστιβάλ και την 25η Μαρτίου.
Όσο για τους καλλιτέχνες και αυτοί ήταν «ένας και ένας». Τόσο από την Ελλάδα όσο και από την ομογένεια. Για παράδειγμα, συναυλία του Χρήστου Λεοντή, παράσταση από Θ. Τερζόπουλου «Βάκχες» κ.ά.

Και, φυσικά, ανήμερα της 25ης Μαρτίου, έκλεισε η Lonsdale Street, παρουσία του τότε πρωθυπουργού, Μπομπ Χόουκ, για να τιμηθεί η εθνική μας επέτειος.
Στην εκδήλωση της Lonsdale Street προσήλθαν πολλές χιλιάδες. Στις άλλες, τις πολλές εκδηλώσεις και μάλιστα ποιοτικές, η προσέλευση ήταν περιορισμένη.
Και άρχισε από τους επικριτές μια ανελέητη κριτική. «Φεστιβάλ της Τσίκνας» ανέβαζαν το θεσμό, «Φεστιβάλ των Τσομπαναραίων» τον κατέβαζαν. Οι ίδιοι δεν πατούσαν στις ποιοτικές εκδηλώσεις. Μόνο στην «τσίκνα» πήγαιναν (για να τρώνε και κανένα σουβλάκι) για να κάνουν κριτική. Μια κριτική που, σε κάποιο βαθμό, συνεχίζεται και σήμερα…
Ήταν οι ίδιοι που αμφισβητούσαν και τον θεσμό που προηγήθηκε του Φεστιβάλ «Αντίποδες», της «Ελληνικής Εβδομάδας». Ενός θεσμού που, εκτός των άλλων, οργάνωνε και το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που κάποτε είχε για πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής το Μάνο Χατζιδάκη, ενορχηστρωτή το Μάριο Τόκα και παρουσιάστρια την κορυφαία, τότε, της αυστραλιανής τηλεόρασης, Γιάννα Βεντ (που τραγουδούσε και Θεοδωράκη στο La Mama).

Και όμως όλους αυτούς και όλα αυτά οι «μηδενιστές» τα απέρριπταν και τα λοιδορούσαν. Χωρίς να προτείνουν και κάτι καλύτερο.
Εγώ δεν λέω να λιβανίζουμε την κάθε πρωτοβουλία, την κάθε εκδήλωση και τον κάθε καλλιτέχνη. Αντίθετα, πιστεύω, πως πρέπει να κάνουμε κριτική και να είμαστε αυστηροί. Αλλά να μην ισοπεδώνουμε τους πάντες και τα πάντα εκ του ασφαλούς και χωρίς να προτείνουμε κάτι καλύτερο.
Τον ίδιο χλευασμό με το Φεστιβάλ «Αντίποδες» δέχθηκε και η πρωτοβουλία του Βασίλη Παπαστεργιάδη για τον «ελληνικό πύργο». Τώρα που το όραμα παίρνει «σάρκα και οστά» πολλοί που τον πολεμούσαν τον χειροκροτούν.

 Πολεμήσαμε και «το ΕΚΕΜΕ του Τάμη». Παίξαμε μια χαρά το παιχνίδι του Πανεπιστημίου. Τώρα που δεν υπάρχει ΕΚΕΜΕ είναι καλύτερα; Ζητήσαμε ευθύνες από το Πανεπιστήμιο.

Είχαμε στην παροικία μας τόσους αξιόλογους συνθέτες και ζωγράφους. Όχι απλώς δεν τους στηρίξαμε, αλλά και αυτούς τους πολεμήσαμε. Απογοητεύτηκαν, τα παράτησαν ή έφυγαν και κάποιοι διαπρέπουν στην Ελλάδα. Η παροικία μας απλώς έγινε φτωχότερη με τους «εξυπνάκηδες» να συνεχίζουν την ίδια τακτική. Τώρα πια τα βέλη τους δεν περιορίζονται στις σελίδες του παροικιακού Τύπου, το ραδιόφωνο και τις καφετέριες. Έχουν και το facebook όπου πετάνε ένα φαρμακερό σχόλιο εκ του ασφαλούς και μετά «λουφάζουν». Δεν βγαίνουν μπροστά να δημιουργήσουν και οι ίδιοι. Να προσφέρουν. Και να δεχθούν την κριτική.

Γι’ αυτό, λοιπόν, μίλησα στην αρχή για «το σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας» που λένε και οι Αυστραλοί. Μόνο και που το σύνδρομο αυτό δεν είναι αυστραλιανό. Ελληνικό είναι, αλλά απλώς «διαστρεβλώθηκε» με τα χρόνια, όπως διάβασα κάπου και σας το μεταφέρω:
Η ιστορία, λέει, λοιπόν, πως όταν ο Περίανδρος έστειλε αγγελιαφόρο να ζητήσει τη συμβουλή του Θρασύβουλου για την καλή και ασφαλή διακυβέρνηση του τόπου, εκείνος άρχισε να περπατάει σκεπτικός στο χωράφι του σιταριού, κόβοντας νευρικά τους ψηλότερους και άρα πιο πλούσιους καρπούς.
Στη συνέχεια, χωρίς να πει τίποτε, έστειλε τον αγγελιαφόρο πίσω στον Περίανδρο, ο οποίος την ερμήνευσε ως παραίνεση να σκοτώσει όσους από τους συμπολίτες του ήταν εξαιρετικοί σε ικανότητες ή επιρροή (Ηροδότου Ιστορίες, Βιβλίο 5). Ο Τίτος Λίβιος περιγράφει μια παρόμοια ιστορία. Οταν ο Ρωμαίος βασιλιάς Λούκιος Ταρκίνος έλαβε αγγελιαφόρο από τον γιο του ζητώντας συμβουλές διακυβέρνησης, βγήκε στον κήπο με ένα ραβδί και, συμβολικά, τον σάρωσε «αποκεφαλίζοντας» τις ψηλότερες παπαρούνες που φύτρωναν εκεί. Λαμβάνοντας το μήνυμα, ο γιος του αποκεφάλισε όλους τους υψηλά ιστάμενους της πόλης. Αυτό ονομάστηκε στην πολιτική Σύνδρομο της Ψηλής Παπαρούνας.

Από τότε που η θρησκεία μας εισήγαγε την έννοια της ταπεινότητας ως το αντίπαλο δέος της υπεροψίας -ξεχνώντας τη σημασία του μέτρου, όπως το εννοούσαν στην αρχαιότητα- υιοθετήσαμε και ως κοινωνία το σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας. Αυτό το σύνδρομο, δυστυχώς, διακατέχει και πολλούς από εμάς στην προσωπική μας ζωή.
Και κάποιοι προσπαθούν να την επιβάλουν και στη δημόσια παροικιακή μας ζωή.