Δίπλα στους ετοιμοθάνατους

Πάνω από δύο δεκαετίες η νομικός Θεοδώρα Αχιλά, έχει αγωνιστεί με όλες της τις δυνάμεις, προκειμένου να δικαιωθούν εκατοντάδες θύματα του αμίαντου στη Ν.Ν. Ουαλία και την Καμπέρα.

Προΐσταται του τμήματος αυτού στη νομική εταιρία Maurice Blackburn και στις 21 Οκτώβρη 2012, τιμήθηκε με το Justice Medal, ένα βραβείο που απονέμεται κάθε χρόνο σε νομικούς που διακρίθηκαν για τις υπηρεσίες τους στην ευρύτερη κοινωνία από το ίδρυμα Law and Justice Foundation of NSW. Πρόκειται για το ανώτατο βραβείο μεταξύ άλλων επτά που απονέμονται σε διάφορες κατηγορίες.

Σε αναγνώριση του μεγάλου αυτού επιτεύγματός της, η Θεοδώρα Αχιλά ήταν τον περασμένο μήνα η επίσημη ομιλήτρια στο ετήσιο συμπόσιο του Δικηγορικού Συλλόγου, του Australian Lawyers Phil – Hellenic Association (ALPHA).
Τα σημεία αναφοράς της ήταν ήδη προδιαγεγραμμένα. Θα έπρεπε να μιλήσει για τη γυναίκα νομικό σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, για τη γυναίκα μη αγγλόφωνης καταγωγής, τα οφέλη αλλά και τις προκλήσεις που αυτό συνεπάγεται και, τελικά, για το βραβείο που της απονεμήθηκε για το κολοσσιαίο έργο της όσον αφορά τις αποζημιώσεις σε θύματα αμίαντου.

Ο τόνος, της είπαν, δεν θα πρέπει να είναι βαρύς. Η ίδια θα προειδοποιήσει το ακροατήριό της ότι η ιστορία της δεν διαφέρει πολύ από εκείνη των ακροατών της.

ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΛΑ

«Οι γονείς μου μετανάστευσαν για οικονομικούς και μόνο λόγους. Γεννήθηκαν και οι δύο στη Λέσβο το 1930. Ο πατέρας μου ήλθε στην Αυστραλία το 1961 και η μητέρα μου δύο χρόνια αργότερα, το 1963. Είχαν αρραβωνιαστεί δυο μέρες πριν φύγει και παντρεύτηκαν δύο μέρες μετά την άφιξη της μητέρας μου στην Αυστραλία.
Η μητέρα μου συχνά, με δάκρυα στα μάτια, επαναλαμβάνει τα τελευταία λόγια του πατέρα της την ώρα του αποχαιρετισμού. «Aν δε σε παντρευτείς αμέσως, θα μπεις στο καράβι και θα γυρίσεις πίσω σε μένα». Ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα. Ήταν μοναχοκόρη, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι».

Στη συνέχεια, θα αναφερθεί στην παιδική της ηλικία, στο γεγονός ότι μεγάλωσε πριν την ώρα της, αφού από 10 χρόνων είχε αναλάβει το ρόλο διερμηνέα «είτε επρόκειτο για το δικηγόρο είτε για το γιατρό, το λογιστή και, βέβαια, το φαρμακοποιό της γειτονιάς που οι μετανάστες τον είχαν θεοποιήσει».

Η αναφορά της στους γονείς της δεν θα έχει –όπως ίσως θα περίμενε κανείς– το σύνδρομο της σκληρής ζωής, του αγώνα του μετανάστη για ένα καλύτερο αύριο. Η Θεοδώρα Αχιλά θα επιλέξει να μεταφέρει το αισιόδοξο πνεύμα του πατέρα της από το οποίο διαπνέεται από την πρώτη στιγμή που αποφασίζει να ξενιτευτεί: «Συχνά αναφέρεται στο ότι η Αυστραλία υπήρξε η επιτομή του ονείρου κάθε μετανάστη. Ότι είναι όντως ‘η χώρα της Επαγγελίας’ και όταν ήλθε η ώρα να μεταναστεύσει ο ίδιος, ένιωσε πραγματικά τυχερός. Αναφέρεται στην Αυστραλία σαν τη χώρα από γάλα και μέλι που του έδωσε την ευκαιρία της αυτοδημιουργίας και δύο παιδιών με πανεπιστημιακή μόρφωση. Ποτέ δεν ένοιωσε το αίσθημα του ξεριζωμού. Η ιστορία του είναι πραγματικά όμορφη» θα καταλήξει.

ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ

Στη συνέχεια η διακεκριμένη νομικός, θα αναφερθεί στα «δώρα» που κληρονόμησε από τον πατέρα της και για τα οποία φαίνεται να είναι ιδιαίτερα περήφανη και ευγνώμων: «Από εκείνον έμαθα την εντιμότητα, τη σκληρή δουλειά και την επιμονή. Ακόμη, να στηρίζομαι στον εαυτό μου και να πιστεύω ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει ο,τιδήποτε με σκληρή δουλειά. Ότι δεν αρχίζεις κάτι αν δεν προτίθεσαι να το ολοκληρώσεις και ότι η σεμνότητα είναι αρετή. Τελικά, ότι η φτωχή μόρφωση δεν ισοδυναμεί με έλλειψη ευφυΐας».

«Από τη μητέρα μου, έχω μάθει τη γενναιοδωρία. Ότι ένα ανοιχτό σπίτι σημαίνει ανοιχτή καρδιά και κανένα πρόβλημα, δεν έχει σημασία πόσο μικρό ή πόσο μεγάλο, δεν μπορεί να υπερπηδηθεί με…  έναν καλό ελληνικό καφέ.

Με δίδαξε ότι το φαγητό ενώνει τους ανθρώπους και το τραπέζι μας πρέπει να το μοιραζόμαστε με άλλους. Και από τους δυο γονείς μου έχω μάθει την αξία της μόρφωσης. Κατά τη γνώμη τους, η μόρφωση είναι το σφυρί που γκρεμίζει όλα τα εμπόδια και δεν υπάρχει καλύτερη επένδυση από τη μόρφωση των παιδιών σου.
Ενώ όλοι σχεδόν οι συγγενείς και οι φίλοι τους, έλεγαν τότε ότι δεν αξίζει να ξοδεύει κανείς χρόνο και χρήμα για τη μόρφωση των κοριτσιών, αφού, ούτως ή άλλως, θα παντρευτούν και θα έχουν τον άντρα τους να τις φροντίζει, οι γονείς μας επένδυσαν στην παιδεία μας και ήταν πάντα δίπλα μας παρακολουθώντας την πρόοδό μας. Για εκείνους δεν υπήρχαν διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων».

Παίρνοντας μια ανάσα και αλλάζοντας τόνο, θα πει: «Η ιστορία μου είναι απλή. Συχνά με ρωτούν πώς μπορώ και τα συνδυάζω όλα, δουλειά, οικογένεια, σύντροφο. Η απάντηση είναι απλή. Έχω στήριξη και δεν ντρέπομαι να ζητήσω βοήθεια, ούτε και νιώθω άβολα να το αναγνωρίσω. Έχω στενούς οικογενειακούς δεσμούς και ισχυρές οικογενειακές αξίες. Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο από την αυτοεκτίμηση, τον τρόπο που νιώθεις για τον εαυτό σου και την οικογένεια που βρίσκεις σπίτι σου στο τέλος της μέρας».

ΤΙ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΕΛΙΚΑ

Ερχόμενη στο ρόλο που τη φέρνει κοντά στα θύματα του αμίαντου, θα πει: «Σήμερα το πρωί η μέρα μου ξεκίνησε στο North Shore Hospital, παίρνοντας πληροφορίες από έναν ετοιμοθάνατο. Η δουλειά μου, με φέρνει καθημερινά, οπουδήποτε, από υπόστεγα στάσης λεωφορείων, μέχρι απομακρυσμένες περιοχές της υπαίθρου και πάρκα τροχόσπιτων. Οι υποθέσεις τρέχουν γρήγορα και οι διαδικασίες επισπεύδονται. Η πίεση είναι φοβερή. Νοιώθω, εντούτοις, ότι είναι μεγάλη μου τιμή να ασχολούμαι μ’ αυτό το αντικείμενο. Η ευγνωμοσύνη των συγγενών που θρηνούν το χαμό αγαπημένου τους προσώπου, για το γεγονός ότι τουλάχιστον ο θάνατός τους δεν πέρασε απαρατήρητος, αλλά δικαιώθηκαν, είναι για μένα μεγάλη ικανοποίηση. Νοιώθω πραγματικά προνομιούχα που είμαι εκεί. Η αίσθηση αυτή γίνεται φυσικά εντονότερη όταν τα εμπλεκόμενα άτομα είναι μη αγγλοσαξωνικής καταγωγής. Έλληνες ή άλλης εθνότητας».

Ερχόμενη στο θέμα της βράβευσής της, θα πει: «Το Βραβείο δόθηκε σε αναγνώριση του εξαιρετικού επιτεύγματος όσον αφορά τη βελτίωση της πρόσβασης στο σύστημα δικαιοσύνης της Ν.Ν.Ουαλίας, ιδιαίτερα σε άτομα από μειονεκτούντα κοινωνικο–οικονομικά στρώματα. Για μένα, ήταν το γαρνίρισμα στην τούρτα. Πραγματική τιμή.
Νοιώθω ιδιαίτερα τυχερή για την αναγνώριση και τη βράβευση για μια δουλειά που πραγματικά αγαπώ βαθιά».

«Σ’ έναν κόσμο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μεταβάλλεται συνεχώς, σ’ έναν κόσμο που η ευτυχία συνδέεται με τον πλούτο και τη φιλοδοξία, ας μην αφήσουμε να μας διαφεύγει η ουσία των πραγμάτων, εκείνα που πραγματικά αξίζουν, όπως η πολιτιστική μας κληρονομιά, η γλώσσα μας, η οικογένειά μας. Ας επικεντρωθούμε στα απλά πράγματα. Ας μη συγχέουμε την απλότητα με την άγνοια. Ας μην αφήσουμε τη σεμνότητα προς χάριν της αλαζονείας.

Τελικά, ας παύσουμε να ασχολούμαστε τόσο πολύ με τον εαυτό μας και μόνο. Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε και να υπηρετήσουμε. Ας τιμήσουμε αυτόν το ρόλο με την αξιοπρέπεια που του αξίζει» κατέληξε η Θεοδώρα Αχιλά.

Αρχές που τις εφαρμόζει η ίδια, τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική της ζωή. Είναι από τα πρόσωπα της δεύτερης γενιάς, που μας κάνουν πραγματικά περήφανους. Μέσα από την αφοσίωση στις βασικές ηθικές αρχές, την επαγγελματική ακεραιότητα και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, φαίνεται να έχει βρει το πραγματικό νόημα της ζωής.