Σε σπήλαια της Ν. Γαλλίας, της Σαχάρας, της Αυστραλίας… συναντάμε πρωτόγονες σπηλαιογραφίες, άγνωστης ηλικίας. Στην Ανατ. Μεσόγειο (Κυκλάδες, Κύπρο, Εγγύς Ανατολή) βρέθηκαν ειδώλια μικροσκοπικά, πολύ απλά, τόσο απλά που μόλις και μαντεύεις τί εικονίζουν (άνθρωπο, σκύλο, άλογο…). Η νήσος του Πάσχα, πάλι, είναι γεμάτη εκατοντάδες υπερμεγέθη, γρανιτένια και πανομοιόμορφα αγάλματα, πρωτό-γονης τεχνικής. Οι τεχνίτες αυτών των εποχών τόσα γνώριζαν τόσα μας άφησαν.
Μετά την έκρηξη του Κλασικού Πολιτισμού, οι τέχνες, και εν προκειμένω η ζωγραφική και η γλυπτική απογειώθηκαν. Οι απεικονίσεις, ζώων και ανθρώπων (και ανθρωπόμορφων θεών) έφτασαν την τελειότητα δηλ. το φυσικό. Το ίδιο λαμπρά έργα μας έδωσαν και οι καλλιτέχνες του Μεσαίωνα.

Από τον περασμένο, όμως, αιώνα, άρχισε να ανθεί μία νέα, εκτός παράδοσης και εκτός των κανόνων της φυσικής ομορφιάς, τεχνική, η οποία ονομάσθη αφηρημένη. Την εναγκαλίζονται χιλιάδες καλλιτέχνες και τη θαυμάζουν εκατομμύρια θνητών. Τη θαυμάζουν γιατί τους αρέσει ή για να μη θεωρηθούν παλιομοδίτες;
Στη Britannica διαβάζω: “Διάφορες μορφές εξπρεσιονισμού, ενθαρρυνόμενες από την τέχνη των πρωτόγονων ανθρώπων, επεδίωξαν να μεταδώσουν ισχυρά αισθήματα δια της παραμόρφωσης του ορατού κόσμου…” Και ρωτώ: 1) Οι πρωτόγονοι εσκεμμένα ζωγράφιζαν και έγλυφαν πρωτόγονα ή ήσαν άπειροι; 2) Εμείς πρέπει να προχωράμε μπροστά ή να οπισθοβατούμε και να γυρίσουμε στο πρωτόγονο; Τότε γιατί δεν κυκλοφορούμε, αντίς με κοστούμια, με δέρμα αρκούδας και δεν κρατάμε ρόπαλα αντίς για πιστόλια και πολυβόλα; 3) Η μάνα μου έφτιαχνε κουλουράκια τα Χριστούγεννα, ένα μικρό κούτσουρο στην ουσία, με το πάνω μέρος λίγο στρογγυλό σαν κεφάλι, και δυο γουβίτσες (πατώντας τη μύτη του πιρουνιού) για ματάκια. Σου έφερνε στο μυαλό ανθρώπινη μορφή, αλλά γιατί κανείς δεν κατέταξε τη μάνα μου ούτε στους εν εγρηγόρσει ούτε στους αφηρημένους καλλιτέχνες; 4) Μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα Παρθενώνα του οποίου οι κολόνες να είναι, άλλες χοντρές, άλλες λιανές, άλλες στρογγυλές και άλλες τετραγωνισμένες, άλλες με αυλάκια και άλλες σκέτες, κάποιες μαρμάρινες, κάποιες μεταλλικές και άλλες τσιμεντένιες, και αγνοώντας τελείως τη Χρυσή Τομή. Από άποψη αντοχής θα είναι το ίδιο γερό οικοδόμημα ως και ο γνωστός. Από άποψη κάλλους, θα είναι ωραίος ο “αφηρημένος” όσο ο πραγματικός; 5) Είναι καλύτερα να βλέπουμε δάση χωρίς φύλλα, ανθρώπους και ζώα παραμορφωμένα (η πυρηνική ενέργεια το μπορεί), θάλασσες μαύρες απ’ το μαζούτ, αφού το φυσικό το μπουχτίσαμε; 6) Μήπως η αφηρημένη τέχνη διευκολύνει κάποιους άτεχνους “καλλιτέχνες”!

Τί θα ‘πει αφηρημένη, ρε “μάιτ”! Εγώ ξέρω ότι ο αφηρημένος κουτουλάει στον τοίχο. Ουαί κι αλλοίμονο να έκανε το ίδιο και η Φύση και να δημιουργεί, κατά καιρούς, αφηρημένη. Τα προϊόντα, θα ήσαν τέρατα:
– Γιατί κ. Φύση τοποθετήσατε τα μάτια μου στη λακουβίτσα του λαιμού; για να βλέπω εντός μου και ν’ αυτοσυνγκεντρώνομαι; Ξέρεις πως, αν φορέσω γραβάτα ή παπιγιόν, δε θα μπορώ να βλέπω;…
– Φύση: Συγγνώμη· έγινε σε στιγμή αφηρημάδας.
– Τις προάλλες έπεσε ένα αμύγδαλο βάρους 20 κιλών πάνω στο αμάξι και το ρήμαξε. Αν έπεφτε στο κεφάλι μου!
– Φύση: Συγγνώμη· κατά την εκτέλεση της συνταγής αφαιρέθηκα και μού ‘πεσαν τα υλικά μπόλικα…
– Γιατί έκαμες την όμορφη γειτονοπούλα 2 μέτρα ψηλή και μένα 1 ½; Της γλυκομιλώ, κι αυτή, με κοιτάζει αφ’ υψηλού, μ’ ένα πφ! φυσά ψηλά το τσουλούφι που της κρύβει το ένα μάτι, γυρίζει το πρόσωπό της προς τα νέφη, και με αφήνει στο…  ύψος μου.
– Φύση: Συγγνώμη· αυτή, κατά την κατασκευή, τη μετρούσα, αφηρημένη, με Γαλλικό μέτρο, ενώ εσένα με Αγγλικά πόδια και…
– Μα δε είναι μόνον αυτά. Κάθε μέρα, σε κάθε βήμα, συναντώ πολλά ανάποδα που με ζοχαδιάζουν.
– Φύση: Έχεις άδικο, παιδί μου.
– Πιο λιανά!
Φύση: Να· όταν οι ανωμαλίες γίνονται πολλές, αποκτούν, αυτομάτως δικαιώματα, δικό τους δίκαιο, ίσον νομιμοποιούνται.
– Σαν τους ντε φάκτο παντρεμένους, να πούμε;
– Φύση: Ννναί, κάπως έτσι,
– ή σαν κόμμα, το οποίο πλειοψηφεί και κυβερνά, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν, ούτε στους ψηφοφόρους του;
– Φύση: Έτσι· τώρα είσαι ακριβέστατος…
Ξέρω, θα σηκωθούν πινέλα, ντενεκεδάκια με μπογιές, τριπόδια, καλέμια, κατά της κεφαλής μου, όμως εγώ με τις φτωχές καλλιτεχνικές μου γνώσεις, όλ’ αυτά τα βλέπω ως τεχνοπενία. Εν τούτοις δεν προτίθεμαι να εμποδίσω, πώς θα μπορούσα άλλωστε, κανένα καλλιτέχνη από του να επιδίδεται στην τέχνη που αγαπά, όταν μάλιστα έχει θαυμαστές και θαυμάστριες.

Σήμερα είμαι, απλά, φωναχτά σκεπτόμενος, όχι
διαμαρτυρόμενος