ΤΟ Stuart Highway και η Τζουλιάνα έχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.

ΤΟ τι κοινό μπορεί να έχει ένας δρόμος, που διασχίζει κάθετα την ερημική αιμάτινη καρδιά της Αυστραλίας με μια γυναίκα, είναι μια άλλη ιστορία που πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω.

ΕΧΟΥΝ περάσει 13 χρόνια από τότε που διασχίσαμε τον ίδιο δρόμο με τη μοτοσυκλέτα για να υποδεχτούμε τη νέα χιλιετία (την Πρωτοχρονιά του 2000) στο εθνικό πάρκο Kakadu.

ΕΓΩ είχα «προηγούμενα» με το Stuart πριν ακόμα ασφαλτοστρωθεί και η Τζουλιάνα απέκτησε τα δικά της μετά από το αξέχαστο εκείνο ταξίδι.

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι αυτό το ταξίδι είναι το τέταρτο (μεγάλο) ταξίδι της Τζουλιάνας στην Αυστραλία, που σημαίνει ότι έχει πλέον διαμορφωμένη άποψη για τις «διαφορές» μεταξύ των ατελείωτων αυστραλιανών highways.

ΕΠΕΙΔΗ από μένα έχετε διαβάσει τόσα και τόσα για το συγκεκριμένο (και πολλούς άλλους δρόμους της Αυστραλίας) είπα σήμερα να σας δώσω την ευκαιρία να διαβάσετε και μια άλλη άποψη. Την άποψη της Τζουλιάνας. Να πώς έχει:

«ΟΤΑΝ σου προτείνουν να ξαναζήσεις ένα ταξίδι, που στην προσωπική σου λίστα με «τα καλύτερα», βρίσκεται στην κορυφή και λειτουργεί ως υπόδειγμα για το πώς πρέπει να είναι τα ταξίδια, το «μέσα σου» (πως το λένε αυτό; ψυχή;) σπρώχνει το στόμα να φωνάξει ένα βροντερό «ΝΑΙ», προσπερνώντας και καθηλώνοντας κάθε είδους προηγούμενη εγκεφαλική-λογική διεργασία.

ΑΥΤΗΝ την υπέροχη αυθόρμητη αντίδραση την ακολουθούν αμέσως μετά οι δεύτερες και πιο ώριμες σκέψεις που αποκτάμε μεγαλώνοντας. Γιατί η ζωή συνεχώς μας δίνει «μαθήματα» και ο χρόνος που περνάει, κατακάθεται σα βαρύ σακίδιο κάνοντας μας επιφυλακτικούς και διστακτικούς και φυσικά πιο «ώριμους». «Κι αν δεν είναι όπως την πρώτη φορά; Γιατί να χαλάσω εκείνη την πρώτη ανάμνηση, την κορώνα των ωραιότερων στιγμών μου; Μήπως δεν είναι σωστό;» Και έρχεται και η πολύξερη πείρα να σου θυμίσει «όποτε έχεις επιχειρήσει επανάληψη απόλαυσης, ικανοποίησης, ευδαιμονίας έχεις φάει τα μούτρα σου, οι καλές στιγμές είναι μοναδικές, σπάνιες, δύσκολες και δεν μπορείς να γυρίζεις έτσι αλαζονικά και να ζητάς δεύτερο γύρο χαράς. Στο κάτω-κατω της γραφής ποια είσαι κυρία μου;»

ΣΕ αυτό το σημείο -ευτυχώς- ξεπροβάλλει η ανωριμότητα και ο ενθουσιασμός, αποκαθιστώντας την ισορροπία με την ανεύθυνη και πιεστική τάση για ικανοποίηση στο παρόν με κάθε κόστος, διαλύοντας τα μαύρα σύννεφα της αμφιβολίας. «Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό» τραγουδάει ο Νίκος ο Παπάζογλου και το πανελλήνιο δακρύζει και συμπονά, πια είμαι εγώ να αμφισβητήσω την παρορμητικότητα της φυλής και να μην την ακολουθήσω με κλειστά μάτια; Όπως και πράγματι έκανα.

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ καθώς και ο τόπος του έργου παρέμειναν τα ίδια, εγώ και ο Μπάμπης να διασχίζουμε το Stuart Highway. Το Track, όπως το αποκαλούν οι λιγοστοί του κάτοικοι που ζούνε σε ακτίνα 300 χιλιομέτρων δεξιά και αριστερά του, σε roadhouses, stations και μικρές πολιτείες που σε ξεγελάνε όταν τις βλέπεις στο χάρτη, γιατί τις αναφέρουν με έντονα μαύρα γράμματα, ενώ για να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα θα έπρεπε να γράφονται με μικρά μαύρα γραμματάκια, όπως κάνουν για το χωριό μου στις Σέρρες που είναι και μεγαλύτερο από αυτές και δεν το λένε και town.

ΚΟΛΛΗΜΕΝΟΙ λοιπόν στο αγαπημένο μας track όπως η βελόνα στο βινύλιο ξεκινήσαμε την πρώτη Πέμπτη του Μάρτη πιστεύοντας ότι η μόνη διαφοροποίηση στο νέο μας εγχείρημα θα ήταν το μέσο που θα μας μετέφερε. Λογαριάζαμε όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Και ο ξενοδόχος μας έδειξε ότι ο εαυτός μας, που κουβαλούσαμε -αναγκαστικά- μαζί μας είχε, για να το πω ευγενικά, αλλάξει μέσα στα 13 χρόνια που μεσολάβησαν. Ούτε που μας πέρασε από το μυαλό ότι τότε, το 2000, η επιλογή της μοτοσυκλέτας ως μέσο ήταν αυτονόητη και δεν θα περνούσε καν από σκέψη μας να επιλέξουμε το αυτοκίνητο.

ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ –για τις αλλαγές που είχαν επιφέρει τα χρόνια- και ενθουσιασμένοι σαν ερασιτέχνες ξεκινήσαμε με βασικό σχέδιο να περάσουμε το Stuart Highway, από το Port Augusta έως το Katherine, οπού εκεί σύμφωνα με τα παραστατικά λόγια του Μπάμπη θα «στρίβαμε αριστερά στην πινακίδα» που δείχνει προς Kununurra. Μετά την ιστορική στροφή στ’ αριστερά θα συνεχίζαμε για Broome για να συναντήσουμε την «αφορμή» του ταξιδιού, τον Κώστα και τη Σοφία. Δυστυχώς μόλις δύο μέρες πριν το ταξίδι είχε γκρεμιστεί το όνειρο μου να γίνω παρανυφάκι στο γάμο τους λόγω γραφειοκρατικών δυσκολιών που θα μετέφεραν την γαμήλια τελετή σε μακρινή ημερομηνία. Ο Κώστας μόνιμος κάτοικος Broome τους τελευταίους μήνες είχε κανονίσει έκτακτο αεροπορικό δρομολόγιο για να του φέρουν σούμπιντο τη Σοφία από την Ελλάδα και μας περίμεναν και οι δύο με μεγάλη λαχτάρα όπως βέβαια και εμείς για να ξαναβρεθούμε στο Νέο Κόσμο. Μετά το Broome η συνέχεια άγνωστη, αλλά και χωρίς πολλές εναλλακτικές. Τόσο βασικό και αρχέγονο το σχέδιο μας.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ της πρώτης μέρας προς Αδελαΐδα κύλισε γρήγορα και νωρίς το απόγευμα φτάσαμε στο σπίτι του Πώλ και της Στέλλας που μας περίμεναν με φαγητό, κρασί και ελληνική φιλοξενία. Πάντα μου κάνει εντύπωση αυτό που συμβαίνει με μερικούς ανθρώπους που έχεις συναντήσει ελάχιστες φορές στη ζωή σου αλλά παρόλα αυτά αισθάνεσαι τη ζεστασιά, την οικειότητα και τη χαρά που σου προκαλούν φίλοι παλιοί και αγαπημένοι.

ΑΠΟ την επόμενη μέρα μπήκαμε ουσιαστικά στο δρόμο για τον οποίο γινόταν όλη η «φασαρία». Σταδιακά και υποσυνείδητα περνούσαμε σε ένα είδος ανεξήγητης έκστασης. Σύμφωνα με τους αυστραλιανούς νόμους η χαρά μας μπορούσε να ξεκινήσει…  Η μετάβαση στον «άλλο» κόσμο επικυρώθηκε τυπικά από τη σηματοδότηση, «αν θέλετε να φτάσετε στο Katherine πρέπει 2.400 χιλιόμετρα να διαβείτε. Αν σας βαστάει…». Και φυσικά πήραμε την πρόκληση στα σοβαρά. Και ο δρόμος μας επιφύλαξε την ωραιότερη υποδοχή που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, δημιουργώντας μια συντροφιά από σύννεφα που μας προσφέρανε σκιά, μας δρόσισαν, μας χάρισαν σχήματα και χρώματα και μας άφησαν να ονειρευτούμε πάνω τους πρόσωπα και ιδέες. Χάρμα σας λέω! Αφού η μαγεία του έφτασε και περίσσεψε για να λυγίσει τον περιβόητο κυνισμό μου και να με κάνει αγνώριστη ακόμη και σε μένα την ίδια.

ΦΤΑΣΑΜΕ στο Coober Pedy και για μια ακόμη φορά μου δημιουργήθηκε η ίδια απορία. Πια μαύρη μοίρα άραγε να έσπρωξε τους έλληνες μετανάστες να εγκατασταθούν σ’ αυτόν τον τόπο και να τον κάνουν πατρίδα τους; Στο μυαλό μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει έστω και μια γωνιά ελληνικής γης χειρότερης από αυτό το αφιλόξενο και κολασμένο μέρος η οποία τους οδήγησε να την εγκαταλείψουν. Ίσως να κάνω λάθος και να υπάρχουν και οι καλές του πλευρές και να «μιλάει» η ανυπόφορη ζέστη που ένοιωσα και η αδυναμία της αισθητικής μου να αντέξει την αρχιτεκτονική της πόλης.

ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ μέρες πέρασαν μέσα σε ένα τέντωμα του βιωμένου μας χρόνου. Είχε κι αυτός προσαρμοστεί -χωρίς να μας ρωτήσει- στο περιβάλλον. Ακόμη και τα ρολόγια/ τηλέφωνα μας έπαψαν να μας υποδεικνύουν πότε να κοιμηθούμε, να φάμε, να ξεκουραστούμε. Ένα ρολόι έδειχνε ώρα Ελλάδας (δική μου εμμονή -εύκολα ερμηνεύσιμη ακόμη και σε πρωτοετή φοιτητή ψυχολογίας- να μην το αλλάζω 4 μήνες τώρα στην Αυστραλία), ένα έδειχνε ώρα στην Victoria, ένα στο South Australia, ένα στο Northern Territory και όταν πια φτάσαμε Western Australia είχαμε στερέψει πια από ρολόγια. Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι … έρημος.

ΤΑ ΜΕΡΗ που διανυκτερεύαμε διέγραφαν στο χάρτη την κίνηση μας προς το βορρά έχοντας μεταξύ τους διαφορά γύρω στα 700 χιλιόμετρα μέσο όρο: Adelaide, Coober Pedy, Uluru, Alice Springs, Tennant Creek, Katherine, Kunnunurra, Broome… κάθε μέρα και πιο κοντά στην άκρη της ηπείρου. Αν υπήρχε δρόμος προς την Ασία είμαι σίγουρη ότι σ’ αυτόν θα ήμασταν τώρα. Γιατί ο δρόμος ήταν, βεβαίως-βεβαίως, η καρδιά του ταξιδιού. Ωραία τα μέρη που βλέπαμε και ακόμη καλύτερα ως αφορμές για να εκλογικεύσουμε αυτό που μέσα μας λαχταρούσαμε και είχε στόχο την κίνηση, την εφήμερη απελευθέρωση από κανόνες, συμβιβασμούς, επιθυμίες και συνήθειες που μας βάραιναν με την καθήλωση στο ίδιο μέρος. Είμαι σίγουρη ότι αν μας παρακολουθούσε κάποιος (ας πούμε η διεύθυνση της εφημερίδας ή κάποιος μυστικός πράκτορας) θα μας περνούσε για κυνηγημένους.

ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ έτσι γύρω από την ουρά μας σκηνοθετούσαμε και γράφαμε το σενάριο του παρόντος ταξιδιού αναμιγνύοντας το με σκηνές του παρελθόντος. Στο σκηνικό τα βασικά συστατικά ήταν ο μοναδικός αυστραλιανός ουρανός με τα κομμένα στη βάση τους σύννεφα, ο ατέλειωτος ορίζοντας, οι ανεξάντλητες ευθείες του δρόμου, και η γη στο τέρμα κόκκινο. Όπως επίσης και τα πτώματα των ζώων που είχαν το συνήθειο να βγαίνουν για μάσα στην ανατολή και στην δύση του ήλιου και είχαν καταδικασθεί με θανατική ποινή γιατί δεν είχαν μάθει καλά τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Αδυσώπητος ασφαλτωμένος δυτικός πολιτισμός. Πάνω στο νόστιμο θανατικό έπεφταν σαν όρνια τα όρνια που το είχαν κάτι σαν να λέμε fast-food. Ήταν και οι άκρως ενοχλητικές θαμνό-μυγες, για τις οποίες είχαμε καταλήξει με τον Μπάμπη –πάνω σε μια έξαρση εθνικιστική – ότι ήταν πιο τεμπέλες και χαζές από τις έξυπνες και δραστήριες ελληνικές. Και όλα αυτά μέσα από την νέα αυτοκινητιστική οπτική, δηλαδή βλέμμα μπροστά στο δρόμο. Με τη μοτοσυκλέτα ως συνοδηγός, το μπροστά σήμαινε βλέπω κράνος, για να δω περίγυρο έπρεπε να αποφασίσω πια πλευρά ήθελα να βλέπω, τη δεξιά ή την αριστερή και μ’ αυτή να πορεύομαι μέχρι να πιαστεί ο σβέρκος και να κάνω αλλαγή (περασμένα μεγαλεία αντοχής).

ΚΑΠΩΣ έτσι και με πολλά άλλα μυστικά κι ανείπωτα φτάσαμε στις 5 και μισή το απόγευμα της δεύτερης Πέμπτης του Μάρτη στο Broome και το ρίξαμε στις μπύρες θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα μαζί με τους φίλους μας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ σημείωση. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα γινόταν πραγματικότητα χωρίς το πάθος, τις εμμονές, δηλαδή τον βασικότερο παράγοντα, την κινητήριο δύναμη του ταξιδιού. Τον Μπάμπη τον Σταυρόπουλο».

ΑΥΤΑ λοιπόν τα λίγα από έναν άνθρωπο που έχω αφάνταστα «ταλαιπωρήσει» με δύσκολα και απαιτητικά ταξίδια και εμείς θα συνεχίσουμε την άλλη βδομάδα, αφού το ταξίδι αυτό συνεχίζεται…