Γιατί να θέλω να γυρίσω;

Ο τόνος σχεδόν επιθετικός, το χαμόγελο όμως που τον ντύνει ζεστό και αισιόδοξο. Καλά γίνεται αυτός ο συνδυασμός ή μάλλον η συνύπαρξη των δύο; Σαφώς, όταν μιλάς για Ελλάδα εν έτει 2013, εν μέσω ορμητικού τσουνάμι που δε λέει να κοπάσει και όσοι δύνανται και μπορούν… όπου φύγει … φύγει!

Η Αμαλία Τριανταφύλλου, 30 χρόνων, από τη Θεσσαλονίκη, έχει ένα μήνα και κάτι μέρες, μου λέει, στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα, στη Μελβούρνη, όπου ήλθε με βίζα τουριστική την οποία μετέτρεψε σε φοιτητική και στη συνέχεια -το ψάχνει ακόμη αλλά μάλλον θα καταλήξει- θα μετατραπεί σε βίζα εργασίας.

Έχει πολλούς συγγενείς εδώ, με πληροφορεί και έχει κατατοπιστεί πλήρως. Τόσο μάλιστα –σκέφτομαι εγώ– που πηγαίνει με ποδήλατο από το Richmond στη Σχολή, στο κέντρο της πόλης. Μιλά γρήγορα και τονίζει εκείνα που την ενδιαφέρουν. Στην πραγματικότητα, τα επαναλαμβάνει για να τα εμπεδώσει –ίσως, λέω τώρα εγώ- και η ίδια: « Δεν ήρθα για να βγάλω λεφτά και να πάω πίσω στην Ελλάδα. Να δουλέψω ζητώ, στο αντικείμενό μου». Που είναι; «Έχω σπουδάσει Θεατρολογία και δίδασκα σε σχολεία. Παράλληλα, είχα εκπομπή στην τηλεόραση, στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιρνα συνεντεύξεις από καλλιτέχνες. Έχασα και τις δύο δουλειές φυσικά και διορίστηκα, από το Υπουργείο Παιδείας αναπληρωματική σε σχολείο της Πτολεμαΐδας με 600 ευρώ το μήνα και μιάμιση ώρα απόσταση από το σπίτι μου».

Μιλά γρήγορα και τονίζει τις λέξεις με ιδιαίτερη βαρύτητα. Εμένα, μου έχει κολλήσει εκείνο το ‘φυσικά ‘που παραπέμπει στο απίστευτο μέγεθος της ανεργίας που δέρνει αλύπητα σήμερα την πατρίδα μας, με…  προτίμηση τους νέους.

ΚΑΜΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΜΑΣ;

Παρακάτω, θα πει: «Μου τηλεφωνάνε πάρα πολλοί και με ρωτάνε ‘καμμιά δουλειά για μας;’».
«Έχουν φύγει πάρα πολλοί και θα φύγουν άλλοι τόσοι. Ο τόπος αδειάζει. Αυτή είναι η πραγματικότητα και μεγάλη ευθύνη φέρνουν τα ΜΜΕ εκεί. Κάθε μέρα μας βομβαρδίζουν με απαισιόδοξα μηνύματα. Να μας εξαθλιώσουν και ψυχολογικά ζητούν. Και όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά τι ρόλο μπορεί να παίξει η ψυχολογία ακόμη και σ’ έναν ετοιμοθάνατο. Εκεί που οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά».

Καλά, υπάρχει έστω και η ελαχίστη αμφιβολία ότι η Ελλάδα παραπαίει μεταξύ ζωής και θανάτου; Ή να το θέσω, πιο ήπια ίσως, ότι ασθενεί βαρέως;
“Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν δίνουν καμία ελπίδα στον άνθρωπο. Στο βαθμό, μάλιστα, που και αυτοί που έχουν φοβούνται να ξοδέψουν. Υπάρχει ένας φόβος διάχυτος παντού και μια ανασφάλεια για το αύριο. Ο κόσμος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο κράτος και αυτό είναι το τραγικότερο όλων. Αν αυτοί που κυβερνούν δεν σου εμπνέουν εμπιστοσύνη, πώς να βρεις τη δύναμη να αγωνιστείς; Προς τί;»

Aς έλθουμε όμως στην εδώ πάλη, στην οποία έχει επιδοθεί η ίδια, προκειμένου ‘να βρει δικαίωση’, όπως θα πει, ‘για τα χρόνια που ξόδεψε σε σπουδές και προσπαθώντας να χτίσει μια καριέρα που την εκφράζει’.

«Εκείνο που ζητώ είναι να διδάξω σε ελληνικά σχολεία θέατρο. Απλοποιώ κλασσικά έργα, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα και τα προσαρμόζω στις δυνατότητες των παιδιών εδώ. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο για την εκμάθηση της γλώσσας. Μπορώ να πάω οπουδήποτε. Δεν με φοβίζουν οι αποστάσεις», θα πει παραμερίζοντας, εκ προοιμίου, τα τυχόν εμπόδια.

Αυτή τη στιγμή, είναι στο χώρο της κατά έναν τρόπο, δεδομένου ότι εργάζεται τέσσερις ώρες την εβδομάδα, στο 3XY, μαζί με τον Σωτήρη Σωτηρόπουλο στην εκπομπή «Άντε γεια».
«Θέλω κάτι περισσότερο. Θέλω να εργαστώ στο αντικείμενό μου, που είναι το θέατρο. Εκτός από τη διδασκαλία, μπορώ να παίξω και σε επαγγελματικό θέατρο»,

ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΟΝΕΙΡΑ

Ψάχνοντας για αισιόδοξα –ίσως- μηνύματα θα ρίξει το βλέμμα τους σε κείνους που ‘κατά κάποιο τρόπο, έχουν, εκ των πραγμάτων, επαφή με την Αυστραλία’.
«Είναι οι τυχεροί της παρέας. Εκείνοι που έχουν την αυστραλιανή υπηκοότητα και μπορούνε άνετα να έλθουν στην Αυστραλία και να εργαστούν».
Αναφέρεται στα παιδιά των οποίων οι γονείς όταν επαναπατρίστηκαν, ήταν πολύ μικρά για να… πάρουν τη γνώμη τους. Εκείνα που μπορεί στο ελληνικό σχολείο να ήταν «οι Αυστραλοί» και να εισέπρατταν μια δόση ρατσισμού από τις ίδιες τις ρίζες τους, αλλά έμελλε αργότερα –σήμερα δηλαδή– να αποζημιωθούν.
Αυτές οι σκέψεις με κυριεύουν όταν η Αμαλία θα τις διακόψει για να πει: «Ξέρετε, οι νέοι στην Ελλάδα, δεν κάνουν πλέον όνειρα. Δεν τολμούν να ονειρευτούν. Μπορείτε να το φανταστείτε»;

Όχι. Ξέρω όμως ότι τη θέση τους μπορούν να πάρουν οι εφιάλτες.
Κι εσύ τί ονειρεύεσαι; Να τελειώσουν όλα, να φτιάξουν τα πράγματα και να γυρίσεις πίσω; Αλήθεια ποιους άφησες εκεί; τη βομβαρδίζω οικειοποιούμενη –άθελά μου- το δικό της στιλ.

«Άφησα μια κατεστραμμένη γη πίσω μου. Γιατί να θέλω να γυρίσω;» με κατακεραυνοβολεί.
Από πρόσωπα συγγενικά κι’ αγαπημένα, τους γονείς της και μια μικρότερη αδελφή.
«Ακούστε. Δεν ήλθα για να κάνω λεφτά και να γυρίσω πίσω. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Αν ήταν για λεφτά, θα πήγαινα στην Ελβετία να δουλέψω γκαρσόνα που εκεί πληρώνονται και πάρα πολύ καλά. Θέλω την καριέρα που άφησα στο μέσον εκεί, να συνεχίσω.
Και να σας πω το άλλο που μπορεί να περνά από το μυαλό σας. Δε ζητώ να βρω κάποιον να παντρευτώ για να μείνω. Δε ρίχνω εκεί το ζάρι μου».

Θα ήθελες να κάνεις οικογένεια στην Αυστραλία;
«Φοβερή ερώτηση. Και βέβαια. Θα ήταν ευχής έργο, αν έβρισκα φυσικά τον κατάλληλο. Αυτά τα πράγματα όμως δεν μπορείς να τα προγραμματίσεις. Εκείνο για το οποίο είμαι βέβαιη, μαζί με τους περισσότερους νέους ανθρώπους στην Ελλάδα σήμερα, είναι ότι με τίποτε δεν θα ήθελα να κάνω οικογένεια εκεί. Εδώ οι άνθρωποι δεν ξέρουν αν θα έχουν ψωμί στο τραπέζι τους αύριο και για γάμους και οικογένεια θα σκεφτούν; Πάνε αυτά» θα καταλήξει και αυτή τη φορά αισθάνομαι ότι δεν πρόκειται ούτε να με προλάβει, με κάποια δήλωση, αλλά ούτε και να με διακόψει γιατί διάβασε τη σκέψη μου.

Είναι ολοκληρωτικά απορροφημένη από την τραγικότητα των όσων μόλις είπε και των εικόνων που η ίδια μού μετέδωσε. Μιας Ελλάδας που μαραζώνει, χωρίς δυνατότητα να θρέψει τα παιδιά της, χωρίς να αφήσει περιθώρια να ονειρευτούν, χωρίς να μπορεί να τα συγκρατήσει από την ομαδική έξοδο προς κάθε κατεύθυνση, φτάνει να’ ναι μακριά από αυτήν.

ΠΟΝΑΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ

Πονάμε πολύ και οι δυο. Τόσο πολύ, μάλιστα, που έχουμε φτάσει, αισθάνομαι, στα όρια της ενοχής.
«Καλά και οι φυσικές της ομορφιές, ο αέρας της, οι ακρογιαλιές της, το πάθος των ανθρώπων για ζωή, η αγάπη τους για τον ξένο που τον αγκαλιάζουν χωρίς να τον γνωρίζουν»; Ρωτώ και είναι βέβαιο ότι ο τόνος είναι αυτός της απόγνωσης που μας κυριεύει όταν νοιώθουμε εγκλωβισμένοι και μας κόβεται ακόμη κι αυτή η ανάσα.
«Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή, είναι ο καλύτερος προορισμός για διακοπές. Έχει τις ωραιότερες ακρογιαλιές, όπου δεν υπάρχει φόβος, όπως σε άλλα μέρη για φυσικές καταστροφές, τα πιο γραφικά χωριά, για τουρισμό το χειμώνα.

Τα ξενοδοχεία και οι ταβέρνες έχουν ρίξει τις τιμές και είναι προσιτά και στους Έλληνες. Η θάλασσα εξάλλου, ανήκει σε όλους. Ο Έλληνας το καλοκαίρι, τα ξεχνάει όλα. Ακόμη και με πολύ λίγα λεφτά θα βρει τον τρόπο να ξεδώσει. Να γεμίσει τις μπαταρίες του για τον χειμώνα», θα πει η Αμαλία μ’ ένα πλατύ ζεστό χαμόγελο, διαλύοντας, ως εκ θαύματος, όλο το προηγούμενο ψυχοπλάκωμα.
Ναι, τελικά, η Ελλάδα ποτέ δε πεθαίνει!