Το έργο αυτό αναφέρεται, πρώτα και κύρια, στους τρεις μεγάλους Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές και καλλιτέχνες Ανδρέα Εμπειρίκο, Νικόλα Κάλα και Νίκο Εγγονόπουλο, κατά την περίοδο 1930-1945. Τρεις μεγάλοι διανοητές οι οποίοι βρέθηκαν σε έναν έντονο διάλογο με το μαρξισμό, αλλά και την ψυχανάλυση, και που μίλησαν και έγραψαν για τα καίρια της εποχής τους. Προσέγγισαν το γλωσσικό θετικισμό του καιρού τους και από τις δύο εκφάνσεις του: τη δημοτική και την καθαρεύουσα. Συνέβαλαν τα μέγιστα στον επανακαθορισμό της σκέψης και της ποιητικής, κυρίως, τέχνης της εποχής με την εισαγωγή της πρακτικής της (καθ’ όλα σουρεαλιστικής) αυτόματης γραφής, την αμφισβήτηση του διαχωρισμού της ζωής από τη λογοτεχνία καθώς και την αναγωγή του ασυνείδητου σε σύστημα.Οι τρεις αυτοί μεγάλοι ποιητές ευθύς εξαρχής στην περιπλάνησή τους στο ποιητικό αρχιπέλαγος και, γενικά, στις τέχνες με τις οποίες καταπιάστηκαν, υιοθέτησαν ένα κατ’ εξοχήν διεθνιστικό πνεύμα και τράβηξαν ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές από το σχήμα και την όλη ιδεολογία της εθνικής συνέχειας.
Τέλος, διατύπωσαν ένα πρωτότυπο σχήμα για τη λογοτεχνική παράδοση και εξέλιξη που έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις βασικές θέσεις των Γ. Σεφέρη, Κ. Τσάτσου, Κ. Δημαρά και Α. Καραντώνη και πρότειναν ένα διαφορετικό μοντέλο για τη νεοελληνική λογοτεχνία και τέχνη από αυτό της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα».Στο έργο αυτό επιχειρείται μια εκ του παραλλήλου μελέτη της συμβολής των τριών υπερρεαλιστών η οποία ευελπιστεί να αναδείξει τη συμβολή ακριβώς αυτή των τριών αυρών ποιητών μας η οποία αποσιωπήθηκε επιμελώς από την κριτική σκέψη κατά τις δεκαετίες 1930 και 1940 και εξακολουθεί ακόμη και μέχρι σήμερα να προκαλεί τριγμούς, κλυδωνισμούς, αλλά και αντιστάσεις. Εκείνο που επιδιώκει ο συγγραφέας να υπογραμμίσει πρώτα και κύρια είναι ότι η εισαγωγή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα δεν υπήρξε επ’ ουδενί απλό αντίγραφο της αντίστοιχης επανάστασης που έλαβε χώρα στο Παρίσι μια δεκαετία και πλέον πριν, αλλά μια οργανική μετεξέλιξή της, μια κίνηση που συγκράτησε όλα τα ριζοσπαστικά στοιχεία των πηγών της και υπερκέρασε με τη νεωτερικότητά της τόσο την υπερρεαλιστική μετριοπάθεια του Ελύτη όσο και τον αγγλοσαξονικής έμπνευσης μοντερνισμό του Σεφέρη.
Οι Έλληνες αυτοί υπερρεαλιστές προέβαλαν κατά κόρο τη μέθοδο της αυτόματης γραφής και του ονείρου, βάζοντας στο κέντρο της έκφρασής τους την ερωτική επιθυμία. Αντιτάχθηκαν στη μανιέρα του δημοτικισμού, δίνοντας στη λογιοσύνη και την καθαρεύουσα μια καινούργια πνοή και αναδιατάσσοντας και επινοώντας τα πάντα από την αρχή.
Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος είναι καθηγητής Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σπούδασε νομικά, ιστορία και φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου και Birmingham, και εργάστηκε ως μεταφραστής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ως παραγωγός ραδιοφωνικών προγραμμάτων στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC. Έχει, μεταξύ άλλων, δημοσιεύσει τις μελέτες Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (Εστία, 1994) και Αρτεμίδωρος και Φρόυντ. Ερμηνευτικές θεωρίες και λογοτεχνικά όνειρα (Εξάντας, 2005) και άρθρα για την αυτοβιογραφία, την ψυχαναλυτική κριτική και την ποίηση και πεζογραφία του 19ου και του 20ου αιώνα.