Οι γεροντότεροι αναγνώστες θα θυμούνται την ιστορική συμφωνία των Εργατικών κυβερνήσεων Hawke με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Αυστραλίας – ACTU, γνωστή ως «The Prices and Income Accord», η οποία διασφάλιζε οικονομικές και κοινωνικές παροχές στους εργαζομένους με αντάλλαγμα τη διεκδίκηση μικρών μισθολογικών αυξήσεων από τα εργατικά συνδικάτα.

Η συμφωνία αυτή καθιέρωσε το υποχρεωτικό εφάπαξ (Compulsory Superannuation) -την πληρωμή από τους εργοδότες ποσοστού του εισοδήματος κάθε υπαλλήλου τους στο ταμείο εφάπαξ που θα επέλεγε κάθε εργαζόμενος. Μέχρι τότε το εφάπαξ ήταν προνόμιο ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, στελεχών επιχειρήσεων και εχόντων πολιτών με δυνατότητα αυτοσυνταξιοδότησης.

Η καθιέρωση του υποχρεωτικού εφάπαξ θα εξομοίωνε τους εργαζομένους και θα εγγυάτο την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών τρίτης ηλικίας. Παράλληλα, το υποχρεωτικό εφάπαξ θα μείωνε μακροπρόθεσμα το κόστος οικονομικής στήριξης των συνταξιούχων, διότι οι συνταξιοδοτούμενοι εργαζόμενοι δεν θα εξαρτώντο απόλυτα από τη σύνταξή τους. Θα αποκόμιζαν κέρδος από το επενδυόμενο εφάπαξ τους, που αν ξεπερνούσε το επιτρεπόμενο αφορολόγητο εισόδημα θα μείωνε το ποσοστό σύνταξης που θα έπαιρναν από το κράτος. Με απλά λόγια, το όφελος του αυστραλιανού κράτους από το υποχρεωτικό εφάπαξ θα ισοσκέλιζε ή ξεπερνούσε το κόστος περίθαλψης των συνταξιούχων.

Δυστυχώς, οι φορολογικές εκπτώσεις που προσφέρει το κράτος για καταθέσεις σε ταμεία εφάπαξ τείνουν να μηδενίσουν το όφελός τους από το υποχρεωτικό εφάπαξ. Γιατί; Διότι οι υψηλόμισθοι πολίτες και οι έχοντες χρησιμοποιούν το εφάπαξ ως μέσον μείωσης του φόρου εισοδήματος, που υποχρεούνται να πληρώνουν.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του κοινοπολιτειακού θησαυροφυλακίου το κόστος των φορολογικών εκπτώσεων για καταθέσεις σε ταμεία εφάπαξ ανέρχεται στα 32 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, δύο δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα από το κόστος πληρωμής συντάξεων γήρατος. Δηλαδή, το ισχύον σύστημα φορολόγησης των καταθέσεων και των κερδών από τις επενδύσεις του εφάπαξ των εργαζομένων μηδενίζει το όφελος του κράτους από το υποχρεωτικό εφάπαξ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Θα ρωτήσετε. Απλά, διότι τα δύο πέμπτα, περίπου, των φορολογικών περικοπών προφέρονται στο 5% των πολιτών. Προσφέρονται στους υψηλόμισθους πολίτες, που διοχετεύουν μεγάλα ποσά στο εφάπαξ τους για να αποφεύγουν την υψηλή φορολογία (45%). Το ισχύον σύστημα καταθέσεων επιτρέπει στους πολίτες με υψηλά εισοδήματα να πληρώνουν φόρο (15%), όσο πληρώνουν οι άλλες κατηγορίες εργαζομένων.

Πέρυσι, η κυβέρνηση Γκίλαρντ διπλασίασε σε 30% το φόρο των καταθέσεων σε ταμεία εφάπαξ από πολίτες με ετήσιο εισόδημα $300.000 και άνω. Αλλά και η ρύθμιση αυτή ευνοεί τους πολίτες με υψηλά εισοδήματα, που προτιμούν να πληρώνουν 30% φόρο, αντί 45% που θα πλήρωναν, αν το σύστημα δεν τους επέτρεπε να μειώνουν το φορολογητέο εισόδημά τους «αποταμιεύοντας» για τα γεράματά τους.

Το ισχύον σύστημα, λοιπόν, επιστρέφει στους υψηλόμισθους 30 σεντς για κάθε δολάριο που αποταμιεύουν, μειώνει τη φορολογία των κερδών τους και τους εξασφαλίζει την αφορολόγητη ανάληψη του εφάπαξ τους, μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους. Δηλαδή το σύστημα εξομοιώνει τον υψηλόμισθο με το βιοπαλαιστή και το μισθοσυντήρητο, μάλιστα με αυξανόμενο στην εθνική οικονομία.

Αυτές τις ανισότητες θέλει να «διορθώσει» η κυβέρνηση Γκίλαρντ με την επιβολή πρόσθετου φόρου στις εισφορές εφάπαξ των υψηλόμισθων. Γιατί επικρίνεται από δικούς της και τους αντιπάλους της; Διότι στο παρελθόν η κυβέρνηση αγνόησε τις εισηγήσεις της Έκθεσης Henry, πρώην γραμματέα του θησαυροφυλακίου, για απαλοιφή των ανισοτήτων με ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος φορολόγησης των εισφορών. Το 2010 ο θησαυροφύλακας Wayne Swan, απέρριψε τις εισηγήσεις Henry «για να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα». Ο κ. Swan προστάτευσε, τότε, την προνομιούχο κατηγορία των πολιτών, που σήμερα ζητά να φορολογήσει έξτρα για να καλύψει ελλείμματα του προϋπολογισμού. Σήμερα η κυβέρνηση Γκίλαρντ υιοθετεί την άποψη, ότι «το σύστημα εφάπαξ ενισχύει τη φοροδιαφυγή», που είχε απορρίψει προ ετών.

Δεν επικρίνεται, λοιπόν, η πρόθεση της κυβέρνησης να περιορίσει τη φοροδιαφυγή. Και δεν πρέπει να επικρίνεται μία κυβέρνηση που από την 1η Ιουλίου θα αυξήσει το υποχρεωτικό εφάπαξ από 9% σε 12%. Επικρίνονται η ασυνέπεια των λόγων των κυβερνώντων και ο χρόνος που επέλεξε να ανακινήσει ένα τόσο ευαίσθητο, πολιτικά, ζήτημα.

Όσο για την αξιωματική αντιπολίτευση, καλά θα κάνει να σωπαίνει στο θέμα του εφάπαξ, διότι ουδέποτε στήριξε το υποχρεωτικό εφάπαξ. Απεναντίας το πολέμησε ως «πρόσθετο οικονομικό βάρος» στην εργοδοσία. Ακόμη και σήμερα δεσμεύεται να κόψει την έκπτωση των 500 δολαρίων, που υπόσχεται η κυβέρνηση Γκίλαρντ σε χαμηλόμισθους πολίτες, επειδή το μέτρο θα χρηματοδοτηθεί από το φόρο υπερκερδών της εξορυκτικής βιομηχανίας που ο Συνασπισμός θα καταργήσει ως κυβέρνηση.