Η αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), τα πρώτα μέλη της οποίας ήταν η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Οι ηγέτες των έξι ιδρυτικών κρατών διακήρυξαν ότι «ουσιαστικός στόχος της ΕΟΚ ήταν «η βαθύτερη ένωση των λαών της Ευρώπης και η συνεχής βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας τους».

Το 2013, ύστερα από 56 χρόνια, οι έξι χώρες έγιναν 27, με συνολικό πληθυσμό 500 εκατομμύρια πολίτες. Όμως το όραμα της ενωμένης Ευρώπης κινδυνεύει όσο ποτέ, όχι μόνον επειδή η κρίση χρέους σε πολλά κράτη-μέλη φέρνει στην επιφάνεια την επίμονη ανισότητα μεταξύ λαών, αλλά και από την αναβίωση του εθνικισμού και της αλαζονείας που συνεχώς δίχαζαν τους λαούς της Ευρώπης.

Από τα 27 κράτη-μέλη τα 17 έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως το κοινό τους νόμισμα. Τα 17 αυτά κράτη-μέλη είναι γνωστά ως Ευρωζώνη (Eurozone).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Γερμανία είναι το οικονομικά ισχυρότερο κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στο σύνολό της. Στην παρούσα συγκυρία, οι χώρες της Ευρωζώνης που μαστίζονται από την οικονομική κρίση εξαρτώνται από τη συγκατάθεση της γερμανικής κυβέρνησης να εγγυηθεί τις αναγκαίες πιστώσεις.

Παράλληλα όμως, στα πακέτα διάσωσης των Νότιων εταίρων της, η Γερμανία περιλαμβάνει προγράμματα λιτότητας που φέρνουν σε απόγνωση τους πολίτες τους, και διασπούν την κοινωνική συνοχή.

Στην πρόσφατη περίπτωση της Κύπρου, το χαράτσι στις τραπεζικές καταθέσεις πάνω από 100.000 ευρώ άλλαξε τους κανόνες με τους οποίους λειτουργούν οι τράπεζες στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Στο κλίμα αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, είναι ευνόητο ότι οι καταθέτες με μεγάλα ποσά στις τράπεζές τους θα αναζητήσουν την ασφάλεια των τραπεζών της Βόρειας Ευρώπης, και κυρίως της Γερμανίας.

ΟΙ ΖΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΚΕΡΔΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

Και το ερώτημα είναι: πώς οι χειμαζόμενες οικονομίες των χωρών του Νότου θα ανακάμψουν χωρίς την ρευστότητα που παρέχει στην αγορά το τραπεζικό σύστημα;
Η Καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, στάθηκε ενάντια στην έκδοση ευρωομολόγων για τα 17 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, και απέρριψε την ιδέα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρέχει δάνεια έσχατης ανάγκης, που θα μείωναν σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που αντιμετώπιζαν κάποιες από τις χώρες της Ευρωζώνης.

Επιπλέον, απαίτησε την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, τα οποία σε συνδυασμό με τις περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις, και την αύξηση των φόρων, οδήγησαν την ελληνική οικονομία, αλλά και τις οικονομίες άλλων χωρών του Νότου, σε ύφεση, με συνέπεια τη δραματική αύξηση στην ανεργία.
Όμως η έξοδος από την ύφεση δεν επιτυγχάνεται με μέτρα λιτότητας, αλλά με μέτρα που θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών προϊόντων.

Αυτό η Γερμανία το γνωρίζει καλά, αφού η ευρωστία της οικονομίας της στηρίζεται στην εξαγωγή βιομηχανικών προϊόντων, τα δύο τρίτα των οποίων απορροφώνται από τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξυπακούεται, λοιπόν, πως δεν θέλει ανταγωνιστές στον τομέα αυτό.
Εξάλλου, η υψηλή ανεργία στις χώρες του Νότου υποχρεώνει ένα σημαντικό μέρος του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού τους να αναζητήσει απασχόληση στις βιομηχανίες της Γερμανίας, μειώνοντας έτσι το κόστος εργασίας, και αυξάνοντας την παραγωγικότητα.

Από τα 26 εκατομμύρια ανέργων στην ΕΕ τα 18 είναι πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, με την πλειονότητα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Κατά τη διάρκεια του 2012 τουλάχιστον 300.000 εξειδικευμένοι εργάτες από τις χώρες αυτές προσλήφθηκαν από τη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας. Εκτός από την κάλυψη κενών θέσεων, και την αύξηση της παραγωγικότητας, η Γερμανία χρησιμοποιεί τους εξειδικευμένους εργάτες από άλλες χώρες για να κρατάει σε χαμηλά επίπεδα τα ημερομίσθια, ούτως ώστε τα βιομηχανικά της προϊόντα να είναι συναγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.

Σημειώνω εδώ πως το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα το 2012 έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο την τελευταία πενταετία, ανερχόμενο στα 188 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην περίπτωση της σημερινής Γερμανίας επαληθεύεται η λαϊκή ρήση: «Κορόνα χάνεις, γράμματα κερδίζω».

ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ ΣΤΗΝ ΜΕΡΚΙΑΒΕΛΙ

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, σε έκδοση Πατάκη, το βιβλίο του Γερμανού Ulrich Beck (Ούλριχ Μπεκ) “Από τον Μακιαβέλι στη Μέρκιαβελι. Η γερμανική Ευρώπη και οι στρατηγικές εξουσίας της κρίσης”. Ο Ούλριχ Μπεκ είναι ομότιμος Καθηγητής της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, και επισκέπτης Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (London School of Economics).

Σε άρθρο του στην αθηναϊκή εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 1/4/13, ο Γεώργιος Μαλούχος αναφέρει τα ακόλουθα για το εν λόγω βιβλίο:
«Η κρίση στην Ευρωζώνη γέννησε ένα πολιτικό τέρας: τη Γερμανία. Αυτό υποστηρίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ στο νέο του βιβλίο «Γερμανική Ευρώπη».
Σύμφωνα με τον Γ Μαλούχο, ο συγγραφέας στο βιβλίο του εκφράζει και την ακόλουθη άποψη: «Η νέα γερμανική ισχύς στην Ευρώπη δεν βασίζεται στη δύναμη όπως στο παρελθόν. Δεν χρειάζεται όπλα για να επιβάλει την θέλησή της στις άλλες χώρες. Δεν χρειάζεται να εισβάλει, όμως είναι πανταχού παρούσα».
Σε επόμενο άρθρο του στην ίδια εφημερίδα (4/4/13), ο Γιώργος Μαλούχος, αναφερόμενος σε συνέντευξη που ο Ούλριχ Μπεκ έδωσε στην Βρετανική εφημερίδα Guardian, γράφει τα ακόλουθα:
«Πολιτικό τέρας» χαρακτηρίζει τη Γερμανία ο καθηγητής Ούλριχ Μπεκ, συγγραφέας και ενός νέου βιβλίου για τη γερμανική Ευρώπη. Όπως είπε ο «γκουρού» της γερμανικής κοινωνιολογίας μιλώντας στον Γκάρντιαν, η χώρα του «δεν χρειάζεται πια να εισβάλει πουθενά, γιατί είναι ήδη παντού». Και έχει απόλυτο δίκιο. Και για να το πετύχει αυτό, διαλύει την Ευρώπη, αλλοιώνει συνταγματικές τάξεις, εκβιάζει και αποσαρθρώνει κοινωνίες ολόκληρες, αλλά και αναδιαμορφώνει de facto πολιτικά κόμματα που, θέλουν δε θέλουν, λειτουργούν πλέον ως «γερμανικά», αφού, παρά τα όσα αυτά λένε, στην πράξη υπηρετούν χωρίς αμφισβήτηση τη βίαιη γερμανική και πολιτική αντίληψη του ευρωπαϊκού χώρου.».

Ο Ούλριχ Μπεκ δημιούργησε το όνομα Μέρκιαβελι από το όνομα της Γερμανίδας Καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και από μέρος του ονόματος του Ιταλού διπλωμάτη, στοχαστή και συγγραφέα, Νικολό Μακιαβέλι (1469 -1527).

Στο σύνθετο αυτό όνομα ο Ούλριχ Μπεκ οδηγήθηκε από την άποψη που ο Μακιαβέλι διατύπωσε στο βιβλίο του «Ηγεμών», σύμφωνα, με την οποία ο ηγεμόνας δεν υποχρεούται να τηρήσει τον πολιτικό λόγο που έδωσε χθες, παρά μόνον εάν σήμερα έχει να του αποφέρει κάποιο όφελος.

Κατά τον Ούλριχ Μπεκ αυτή είναι η πολιτική που εφαρμόζει η Άνγκελα Μέρκελ σε θέματα που αφορούν τη στάση της Γερμανίας έναντι των εταίρων της στην Ευρωζώνη.
Σε συνέντευξή του στον Νίκο Χειλά, αρθρογράφο της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» (7/4/13), στην ερώτηση «Σε πρόσφατη συνέντευξή σας στην εφημερίδα «The Guardian» χαρακτηρίσατε «τέρας» τη γερμανική Ευρώπη. Γιατί;», ο Ούλριχ Μπεκ απάντησε ως ακολούθως:
«Η γερμανική Ευρώπη αντιβαίνει θεμελιακά στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης που είχαν οι ιδρυτές της, ήτοι την ιδέα της ισότητας άνισων χωρών. Κι αυτό επειδή η πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ επιβάλλει στους ευρωπαίους εταίρους, πρώτον, τις γερμανικές νόρμες της πολιτικής της λιτότητας και της διευθέτησης του χρέους και δεύτερον, μιας ενωμένης Ευρώπης στη βάση μιας αυταρχικής εξουσίας. Και αυτό απειλεί να μετατρέψει την ήπειρο σε μια Ευρώπη της αμοιβαίας αποστροφής, της αποξένωσης και του εξευτελισμού των συμμετεχόντων εθνών».

Η οικονομική κρίση που πλήττει έναν μεγάλο αριθμό κρατών – μελών της Ευρωζώνης, και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της, έχουν πλήξει σοβαρά την εμπιστοσύνη των πολιτών στο θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης παίρνει τη μορφή δυσφορίας έναντι της στάσης της Γερμανίας, η οποία φαίνεται να είναι το μόνο κράτος της Ευρώπης που έχει ωφεληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ηγεμονική πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία τους τελευταίους μήνες θα αποβεί εις βάρος όλων των εταίρων της, αλλά και της ίδιας, γιατί από τη στάση της διακυβεύεται το ευγενέστερο πολιτικό επίτευγμα των μεταπολεμικών χρόνων στην Ευρώπη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ευρώπη, και μάλιστα η Γερμανία, υπήρξε η εστία των δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Ο παρών πόλεμος μπορεί να είναι αναίμακτος, έχει όμως τη δυνατότητα να αποδειχθεί εξίσου καταστροφικός από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του.