Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν οδήγησαν το 2012 για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια στη μείωση των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών.
Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Έρευνας Ειρήνης Sipri με έδρα τη Στοκχόλμη, δαπανήθηκαν πέρυσι σε όλον τον κόσμο για στρατιωτικούς σκοπούς 1,33 τρισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 0,5% λιγότερα σε σχέση με το 2011. Ως κυριότερη αιτία αναφέρονται οι δραστικές περικοπές των εξοπλισμών στις ΗΠΑ, στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, στην Αυστραλία, στον Καναδά και στην Ιαπωνία.
Οι συγκεκριμένες περικοπές αντισταθμίζονται ωστόσο από τη διάθεση μεγαλύτερων οικονομικών πόρων για εξοπλισμούς στην Ασία, στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική και στη Λατινική Αμερική.
Όπως δήλωσε ο ειδικός σε θέματα εξοπλισμού του ινστιτούτου Sipri, Σαμ Πέρλο-Φρίμαν, «ίσως βιώνουμε την απαρχή μίας μετατόπισης της ισορροπίας των παγκόσμιων εξοπλιστικών δαπανών από τις πλούσιες δυτικές χώρες προς τις αναπτυσσόμενες».
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Κίνας και της Ρωσίας, που αύξησαν κατά 7,8% και κατά 16% τις δαπάνες για τους εξοπλισμούς τους τον προηγούμενο χρόνο. Η Κίνα καταλαμβάνει έτσι τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες ανήλθαν το 2012 σε περίπου 166 δισ. δολάρια, ενώ την ακολούθησε στην τρίτη θέση η Ρωσία με 90,7 δισ. δολάρια.
Μεγαλύτερος «στρατιωτικός επενδυτής» παραμένουν οι ΗΠΑ με 682 δισ. δολάρια για εξοπλισμούς το 2012, αν και το συγκεκριμένο κονδύλι εμφανίζει μείωση της τάξης του 6% σε σύγκριση με το 2011. Μάλιστα το 2012 ήταν η πρώτη χρονιά εδώ και πάνω από μία εικοσαετία, που μειώθηκε κάτω από το 40% το ποσοστό των ΗΠΑ στο σύνολο των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών.
Το ινστιτούτο Sipri προβλέπει ότι θα συνεχιστεί η τάση μείωσης των στρατιωτικών δαπανών τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια, κυρίως εξαιτίας της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Το Sipri ειδικεύεται στην έρευνα και ανάλυση στρατιωτικών συγκρούσεων, στον έλεγχο των εξοπλισμών και στον αφοπλισμό, ενώ ιδρύθηκε το 1966 και χρηματοδοτείται κατά 50% από τη Σουηδία.