Την περασμένη Τετάρτη, 17 Απριλίου, κηδεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, παρουσία της βασίλισσας Ελισάβετ, και 2300 επισήμων από 170 χώρες. Σε 13 εκατομμύρια ευρώ εκτιμάται το κόστος της κηδείας, ποσό που επέσυρε πολλά αρνητικά, και συχνά χλευαστικά, σχόλια διεθνώς.
Η Μ. Θάτσερ είχε στο ενεργητικό της πολλές «πρωτιές». Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας, παρέμεινε σε αυτό το αξίωμα από το 1979 μέχρι το 1990, γεγονός που την ανέδειξε ως τη μακροβιότερη πρωθυπουργό της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, και τα σκληρά μέτρα που επέβαλε στη χώρα της, ιδίως αναφορικά με τα εργατικά συνδικάτα, της κέρδισαν την προσωνυμία «η Σιδηρά Κυρία» – the Iron Lady.
Επιπλέον, η άκρως συντηρητική πολιτική που ακολούθησε πέρασε στη σύγχρονη ιστορία ως «θατσερισμός», σε αντιπαράθεση με το «μαρξισμός».
Εισαγωγικά σημειώνω πως κατά την ενδεκαετή θητεία της ως Πρωθυπουργός της Βρετανίας, η Μ. Θάτσερ συνέτριψε τα εργατικά συνδικάτα, ιδίως των ανθρακωρύχων, στο όνομα της «εργασιακής ευελιξίας», και ιδιωτικοποίησε ένα μεγάλο μέρος των βρετανικών δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών βιομηχανικών μονάδων.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η Μ. Θάτσερ στη Βρετανία, και ο ομοϊδεάτης της Ρόναλντ Ρίγκαν, Πρόεδρος τότε των ΗΠΑ, έγιναν οι πολιτικοί ηγέτες που έθεσαν σε εφαρμογή τις οικονομικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού που είχαν θεσπίσει πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι, και κυρίως ο Μίλτον Φρίντμαν, Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.
Το βιβλίο του Φρίντμαν “Capitalism and Freedom” – Καπιταλισμός και Ελευθερία – , που κυκλοφόρησε το 1962, είχε γίνει το ευαγγέλιο των υπέρμαχων της ελεύθερης αγοράς και της παγκοσμιοποίησης, κίνημα που σήμερα είναι γνωστό ως νεοφιλελευθερισμός – new liberalism.
Η πολιτική και οικονομική ιδεολογία της Μ. Θάτσερ και του Ρ. Ρίγκαν είχε γίνει αντίστοιχα γνωστή ως θατσερισμός και ριγμανισμός.
Στο επίκεντρο του νεοφιλελευθερισμού, και ως εκ τούτου του θατσερισμού και του ρηγκανισμού, βρίσκεται η αντιπαλότητα της αγοράς με το κράτος, ο ιδιωτικός με το δημόσιο τομέα, το κεφάλαιο εναντίον των εργατικών συνδικάτων, και το προσωπικό επιχειρησιακό κέρδος εναντίον της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στο άρθρο του με τίτλο «Θατσερισμός α λα ελληνικά», ο Νίκος Ξυδάκης γράφει, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Τα χρόνια της Θάτσερ, οι Βρετανοί νέοι της γενιάς μου τα έζησαν ενάντιοι. Στο Λίβερπουλ, στο Μάντσεστερ, στη Γλασκώβη, στο Μπρίξτον, είδαν τους μεσήλικους άνεργους να βουλιάζουν στον αλκοολισμό και στην παραίτηση. Η θατσερική μεταρρύθμιση σάρωνε τους φτωχούς και ήταν αμείλικτη με τους αδύναμους. Οι πιο ευάλωτοι νέοι της εργατικής τάξης έπεφταν στα ναρκωτικά και στην αυτοκαταστροφή. Οι πιο ευαίσθητοι έκαναν τέχνη: τραγούδια, βιβλία, ταινίες», αθηναϊκή εφημερίδα Καθημερινή, 14/4/13.
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΑ»
Ο παραπάνω υπότιτλος είναι μια από τις πιο γνωστές ρήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ, δηλωτική της αντικοινωνικής φιλοσοφίας της, και αντεργατικής πολιτικής της.
Στα άτομα η Θάτσερ έβλεπε την αρχή και το τέλος των κοινωνιών. Ως εκ τούτου, η πολιτική της στόχευε στην κατάλυση του κράτους πρόνοιας, σκοπός του οποίου είναι η προστασία και συμπαράσταση των αδύναμων και μελών μιας κοινωνίας.
Τα παραπάνω τα επέτυχε με τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο περιθώριο τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, και την επικράτηση του οικονομικού δαρβινισμού, δηλαδή την επικράτηση του οικονομικά ισχυρού.
Με την περιβόητη «αυτορρύθμιση των αγορών», δηλαδή τη θεωρία πως οι αγορές λειτουργούν καλύτερα χωρίς τις ρυθμίσεις που επιβάλλει το κράτος, ως συλλογικός επόπτης της οικονομίας μιας χώρας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο νεοφιλελευθερισμός, από απλά ακαδημαϊκό δόγμα, επιβλήθηκε σε δημόσια πολιτική, με την υιοθέτησή του από την Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρίγκαν στις ΗΠΑ.
Και ο Ρ. Ρίγκαν, όπως η Μ. Θάτσερ, είναι γνωστός από μια περιβόητη ρήση του, σύμφωνα με την οποία «Το κράτος ποτέ δεν είναι η λύση. Είναι πάντοτε το πρόβλημα».
Για τη διακυβέρνηση του Ρ. Ρίγκαν ο πανεπιστημιακός Βασίλειος Μαρκεζίνης, στο βιβλίο του «Σκιές από την Αμερική – Άρθρα και δοκίμια πάνω στον σύγχρονο αμερικανικό επεκτατισμό», Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2009, γράφει τα ακόλουθα:
«Η διακυβέρνησή του, (εννοεί του Ρ. Ρίγκαν),όπως και εκείνη της Θάτσερ στη Βρετανία, ήταν η καμπή του σύγχρονου καπιταλισμού. Και το είδος της αρρύθμιστης (unregulated) αγοράς, υπέρ του οποίου ήταν και ο δυο τους, κατέληξε στη συμφορά που όλοι γνωρίσαμε πρόσφατα», σελ. 41. Με συμφορά ο Β. Μαρκεζίνης εννοεί τη οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2008, και έπληξε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Έτσι φτάσαμε στην παράλογη κατάσταση στις ημέρες μας οι κυβερνήσεις να δανείζονται, ή να διαθέτουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ ή δολάρια από τους φόρους των πολιτών, για την «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών, οι οποίες με τα εκατομμύρια που πληρώνουν στα διευθυντικά τους στελέχη, και από την αλόγιστη πολιτική που ακολουθούν, οδηγούνται στη χρεοκοπία. Σε αυτήν την κατάσταση οδηγεί ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος από τη μια κηρύσσει την ιδιωτικοποίηση του κέρδους, και από την άλλη την κρατικοποίηση του χρέους και των ζημιών.
Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της, η Θάτσερ μιλούσε για «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας. Τι έξυπνο πακετάρισμα των αντεργατικών της μέτρων! Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με μια πολιτική, στόχος της οποίας είναι κάποια «απελευθέρωση», αφού η λέξη αυτή υποδηλώνει ενέργεια που οδηγεί από μια δυσάρεστη σε μια ευχάριστη κατάσταση.
Και όμως, οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, όπως η Θάτσερ, με «απελευθέρωση της εργασίας» εννοούν την σταδιακή κατάργηση των παραδοσιακών και νομικών ρυθμίσεων που στόχο έχουν την προστασία των εργαζομένων.
Θύματα των δογμάτων «θατσερισμός» και «ριγκανισμός» υπήρξαν, και συνεχίζουν να είναι, τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που οδηγήθηκαν στο περιθώριο, και κερδισμένο βγήκε το μεγάλο διεθνές κεφάλαιο, το οποίο λειτουργεί με απόλυτη ασυδοσία.
Η ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΘΑΤΣΕΡ
Εκτός από τον όρο «απελευθέρωση της αγοράς» ο νεοφιλελευθερισμός επινόησε και τον εξίσου παραπλανητικό όρο «ευελιξία της εργασίας». Και η έννοια της λέξης «ευελιξία» αυτή καθαυτή είναι θετική, καθότι σημαίνει την ικανότητα της προσαρμογής σε καταστάσεις που αλλάζουν.
Η ύπαρξη ευελιξίας στο χώρο εργασίας έχει θετικά αποτελέσματα όταν διευκολύνει την προσαρμοστικότητα σε νέους τρόπους παραγωγής, και μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ της επαγγελματικής και προσωπικής ζωής των εργαζομένων.
Όμως για να επιτευχθούν αυτά τα οφέλη θα πρέπει να υπάρχει τρόπος διευθέτησης των αντικρουόμενων στόχων και συμφερόντων του εργοδότη και των εργαζομένων, και η σωστή αντιμετώπιση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων για τους εργαζόμενους, καθώς και η έγκαιρη λήψη των κατάλληλων μέτρων.
Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι απαραίτητοι οι κρατικοί κανονισμοί και μηχανισμοί διευθέτησης διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Όμως οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, όπως η Θάτσερ, χρησιμοποιούν τον όρο «ευελιξία» με την έννοια ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι οι χαμηλότεροι μισθοί, η αυξημένη εργασιακή ανασφάλεια, και η μείωση ή κατάργηση των επιδομάτων εργασιακής προστασίας.
Με άλλα λόγια, οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού με τον όρο ευελιξία εννοούν τη χαλιναγώγηση των εργαζομένων, και όχι τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Για τους παραπάνω λόγους πρέπει να μιλάμε για θετική και για αρνητική ευελιξία.
Η θετική ευελιξία αποτελεί την κατά κάποιο τρόπο εξισορρόπηση των απαιτήσεων του εργοδότη και των αναγκών των εργαζομένων, ενώ η αρνητική ευελιξία ταυτίζεται με τον εξαναγκασμό των εργαζομένων να δεχθούν τους όρους και συνθήκες που υπαγορεύουν οι εργοδότες.
Εδώ είναι που απαιτούνται οι κανόνες του εργατικού δικαίου που ρυθμίζουν την αγορά εργασίας, και τις εργασιακές σχέσεις, και αποτελούν το κανονιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γίνονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών.
Αυτό το κανονιστικό περιβάλλον δημιουργούν οι κυβερνήσεις για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας της χώρας, και την δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου από όλους τους συντελεστές της παραγωγής.
Ο θατσερισμός και ο ριγκανισμός έχουν περάσει στην ιστορία ως τα δόγματα για τον ελάχιστο ρόλο των κυβερνήσεων, για την απόλυτη ελευθερία, ή μάλλον την ασυδοσία, των εργοδοτών, και τη συγκέντρωση του εθνικού πλούτου στα χέρια των κεφαλαιοκρατών.