«Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα νοιώσω τόσο πόνο χωρίς να υπάρχει ένας νεκρός να θάψω». Τα λόγια του Νατζάφ ξεσκίζουν εν ριπή οφθαλμού την μαγεία που λίγα λεπτά πριν μου είχαν γεννήσει τα εξωτικά χρώματα, αρώματα και η μουσική στο μικρομάγαζο του Αφγανού ταπητουργού. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο για να μου δώσει να καταλάβω ότι το «γραφικό» φολκλόρ της παρουσίας του, της ιστορίας του ήταν γέννημα της δικής μου φαντασίας και καλά θα έκανα να το πετάξω στα σκουπίδια αν ήθελα να τον ακούσω. Η άλλη, η πραγματική ιστορία του Νατζάφ Μαζάρι, του «λαθρομετανάστη» όπως θα τον αποκαλούσαν πολλοί, του «πρόσφυγα» όπως επιλέγω να τον αποκαλώ εγώ, που εδώ και δέκα χρόνια ζει στην Μελβούρνη, είναι στην ουσία μία ιστορία γεμάτη πόνο, θάνατο, κινδύνους, αδιέξοδα, απογοητεύσεις. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που, ενώ γνώρισε από μικρό παιδί ότι το δικαίωμα στη ζωή αποφασιζόταν από την διαδρομή μίας τυχαίας σφαίρας, ένα κακό συναπάντημα στους κακοτράχαλους δρόμους του χωριού του ή την κακοτυχία του να γεννηθεί σε «λάθος φυλή», επέλεξε να μην δεχθεί αυτή τη μοίρα.
Η ιστορία του Νατζάφ είναι η ιστορία ενός Αφγανού Χαζάρα, πανομοιότυπη με την ιστορία πολλών συμπατριωτών του που αυτή τη στιγμή ζουν στην Ελλάδα, μαζεύουν φράουλες, πατάτες, καρπούζια στη Μανωλάδα, στην Κρήτη και όπου αλλού. Είναι η ίδια ιστορία που θα μοιράζονταν μαζί μας εκείνοι οι Πακιστανοί ή Αφγανοί που στοιβάζονται ανά δεκάδες στις βρώμικες τρώγλες της Αθήνας. Γιατί και αυτοί οι Αφγανοί ή Πακιστανοί «Χαζάρα» είναι στην πλειοψηφία τους.
Μπορεί ο Νατζάφ να κατέληξε στην Αυστραλία και να στάθηκε πιο τυχερός αλλά τα «θρανία της ανάγκης» που μεγάλωσε δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνα που μεγάλωσαν ο Τζάιντ, ο Αρίφ, ο Μοχάμεντ, ο…, ο… που σήμερα προσπαθούν να ζήσουν σε μία γωνιά της Αθήνας.
Είναι η ιστορία που τα «παλικάρια» της Χρυσής Αυγής, οι προασπιστές των χρηστών ελληνικών ηθών δεν θέλουν να ακούσουν, δεν θέλουν να ξέρουν.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΗΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Ο Νατζάφ Μαζάρι δραπέτευσε το 2000 από το χωριό του για να ζήσει. Όχι για να ζήσει καλύτερα, απλά για να ζήσει. Ανήκει στην… «φυλή» των Χαζάρα βλέπετε και αυτό στο Αφγανιστάν για δεκαετίες τώρα είναι συνώνυμο με ληξιαρχική πράξη θανάτου. Πέρυσι μόνο οι Ταλιμπάν σκότωσαν πάνω από 500 Αφγανούς «Χαζάρα» και λέω μόνο οι Ταλιμπάν γιατί οι «Χαζάρα» στο παρελθόν διώχθηκαν από Ρώσους, Μουτζαχεντίν, Παστούν και η λίστα των δολοφόνων τους τελειωμό δεν έχει. Οι «τεχνικές εξολόθρευσής» τους ποικίλλουν. Άλλους τους καίνε ζωντανούς, άλλους τους σφάζουν, άλλους τους πυροβολούν. Πριν από λίγους μήνες πάνω από 50 συμπατριώτες του Νατζάφ σκοτώθηκαν, από τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις σε Αφγανιστάν και δυτικό Πακιστάν. Γιατί και οι Πακιστανοί «Χαζάρα» την ίδια μοίρα με τους Αφγανούς έχουν.
Στο Mazar – e – Sharif του Βορείου Αφγανιστάν, ζούσε ο Νατζάφ…
«Η ζωή των Χαζάρα στο Αφγανιστάν δεν είναι ζωή, είναι ένα καθημερινό παιχνίδι με τον θάνατο. Στην αρχή μας κυνηγούσαν οι Ρώσσοι, μετά οι Μουτζαχεντίν και μετά ήρθαν οι Ταλιμπάν. Μας έχουν ξεκληρήσει. Εγώ έχω χάσει δύο αδέρφια, τον γαμπρό μου, τον θείο μου και τον γιό του. Ήταν η σειρά μου το κατάλαβα. Με αιχμαλώτισαν, με βασάνισαν. Να κοίτα το πόδι μου…» λέει με φωνή του τρέμει καθώς προσπαθεί να βάλει την φρίκη αλλά και την γλυκιά ανάμνηση της πατρίδας του σε λόγια.
«Ήμουν ο μόνος από την οικογένεια που ήξερε μία τέχνη. Ήμουν και ο πιο δραστήριος και όλοι – η οικογένεια – αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγω. Άφησα πίσω τη γυναίκα και την κόρη μου. Έξι μηνών ήταν τότε η Μαρία μου. Δεν ήξερα αν θα τα καταφέρω. Αλλά αν έμενα εκεί ήξερα ότι θα πεθάνω. Κατάφερα να δραπετεύσω απο τα χέρια των Ταλιμπάν, θα ερχόντουσαν πίσω όμως και δεν θα σκότωναν μόνο εμένα αλλά και την οικογένειά μου. Το είχα ξαναδεί αυτό, το ήξερα. Ξέρεις μοιάζει με απόφαση αυτοκτονίας η απόφαση να φύγεις. Δεν έχεις άλλη επιλογή όμως. Είτε θα περιμένεις εκεί τον θάνατο να έρθει, είτε θα τον προκαλέσεις και αν είσαι τυχερός θα τον ξεγελάσεις στον δρόμο».
Πέντε μήνες ταξίδεψε ο Νατζάφ. Από το Αφγανιστάν με αυτοκίνητο πήγε στο Πακιστάν. Απ’ εκεί το… «κύκλωμα» των λαθρεμπόρων, τον ταξίδεψε στην Μαλαισία, μετά στην Ινδονησία και απ’ εκεί με ένα σαπιοκάραβο έφτασε στην Αυστραλία.
Από την μία έρημο, στην άλλη κατέληξε. «Έβλεπα την έρημο πέρα από το συρματόπλεγμα και ένοιωθα παράξενα. Η χώρα μου είναι μία χώρα γεμάτη ερήμους αλλά η έρημος στη Woomera, ήταν διαφορετική. Αν κοιμόμουν το βράδυ στην έρημο της χώρας μου, χωρίς να υπάρχει ψυχή κοντά μου και ξύπναγα το πρωί στην έρημο της Woomera, θα το καταλάβαινα αμέσως. Ήταν παράξενος χώρος αυτός. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Δεν μου το μαρτυρούσαν μόνο με τα μάτια μου, αλλά και το δέρμα μου. Το άγγιγμα του αέρα το ψιθύριζε σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου» λέει ο Νατζάφ. Πάλι προσπαθεί να θυμηθεί και πάλι προσπαθεί να ξεχάσει. Όχι τον θάνατο όπως πριν αλλά την απελπισία αυτή τη φορά.
Το κέντρο κράτησης στην Woomera έγινε το σπίτι του. Ήταν αρχές του 2001. Πόσο χρονών ήσουν τότε τον ρωτάω. Η απάντησή του με εκπλήσσει. «Δεν ξέρω» μου λέει. Αργότερα διαβάζω στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο – ναι έγραψε και βιβλίο ο Νατζάφ και σήμερα είναι ακτιβιστής στην Αυστραλία – «Ο Ταπητουργός από το Mazar-e-Sharif» ότι στο Αφγανιστάν δεν υπάρχουν ληξιαρχικές πράξεις γέννησης. Όταν γεννιέται ένα παιδί απλά γράφουν το όνομά του στο βιβλίο της οικογένειας. Δεν υπάρχουν ημερομηνίες, δεν υπάρχουν επίσημα χαρτιά. «Η πρώτη φορά που άκουσα για ληξιαρχική πράξη γέννησης ήταν στο κέντρο κράτησης στη Woomera. Μου τη ζητούσαν αλλά εγώ δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Εμείς δεν έχουμε τέτοια στα μέρη μου» λέει χαρακτηριστικά.
Τον Απρίλιο του 2001 και λίγους μήνες πριν την τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους Πύργους ο Νατζάφ πήρε την Προσωρινή Βίζα από τις αυστραλιανές αρχές, βγήκε από το κέντρο κράτησης και ήρθε στην Μελβούρνη.
Τυχερός θα σκεφτείτε. Σίγουρα περισσότερο τυχερός, από τους συμπατριώτες του που ζουν σε βρώμικα παρατημένα εργοστάσια ή τρώγλες της Αθήνας. Υπάρχει όμως και συνέχεια στα βάσανα του Νατζάφ. Και για άλλη μία φορά άλλοι αποφάσισαν για το μέλλον του.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ
11 Σεπτεμβρίου 2001. Η Νέα Υόρκη φλέγεται. Οι Δίδυμοι Πύργοι ισοπεδώνονται θάβοντας κάτω από τα ερείπιά τους 3,000 ζωές. Εν μία νυκτί ένα νέο «πολιτικό» δόγμα γεννιέται. Οι μουσουλμάνοι απειλούν την ζωή των Δυτικών, των Χριστιανών, των έννομων πολιτών του πολιτισμένου κόσμου. Και ο Νατζάφ Μαζάρι σε μία γειτονιά του Ντάντενονγκ της Μελβούρνης να προσπαθεί να φτιάξει όπως μπορεί τη ζωή του, ήταν Αφγανός, μουσουλμάνος, «λαθρομετανάστης». Στο Αφγανιστάν να έχει αφήσει ένα παιδί και μία γυναίκα. Πίσω δεν μπορεί να πάει, τον περιμένει ο θάνατος. Και εκείνη η καταραμένη μέρα του Σεπτέμβρη του 2001, του ορθώνει έτσι αναπάντεχα, χωρίς να φταίει, χωρίς να ξέρει, ένα ακόμη τείχος στην ταλαιπωρημένη του ζωή.
«Σκοτεινά χρόνια. Πέντε ολόκληρα χρόνια ζούσα μέσα σ’ αυτό το τείχος. Δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε. Μόνο αναπνέαμε. Από το 2001 έως το 2006, ζούσαμε και μετακινούμαστε σιωπηλά όπως τα σύννεφα. Ο ρατσισμός μας παραφύλαγε σε κάθε γωνία. Το κεφάλι κάτω, οι βρισιές βροχή, εμείς σιωπηλοί.» λέει για εκείνη την περίοδο και θυμάται…
«Ξέρεις κανένας επισκέπτης δεν συμπαθεί τον άλλο επισκέπτη. Μία μέρα μπήκα σε ένα βενζινάδικο να αγοράσω μία κάρτα για να τηλεφωνήσω στους δικούς μου. Ο υπάλληλος ήταν Έλληνας γύρω στα 45 περίπου. Με ρώτησε σε ποια χώρα ήθελα να τηλεφωνήσω. Δεν ήθελα να απαντήσω, φοβόμουν. Εκείνος με πίεζε. Όταν του είπα με κοίταξε με περιφρόνηση λέγοντάς μου… ‘Τι θέλετε εδώ, αυτή είναι χριστιανική χώρα. Να πάτε πίσω απ’ εκεί που ήρθατε’. Του απάντησε δεν θέλω πολιτικές συζητήσεις αλλά αυτός συνέχισε. Προσπάθησα να του εξηγήσω αλλά δεν νομίζω ότι με κατάλαβε» λέει ο Νατζάφ καθώς θυμάται το άσχημο πρόσωπο του ρατσισμού και τον τρόμο που γεννούσαν στη ψυχή του αυτά τα περιστατικά.
Τα σκοτεινά χρόνια τα έζησε μόνος. Η μόνη του παρέα τα φθαρμένα χαλιά που διόρθωνε στο μικρομάγαζό του και τα ταξίδια που ονειρευόταν ότι έκανε πάνω τους εκεί στις χρυσοκίτρινες άγονες απλωσιές της πατρίδας του. Που και που το «μαγικό του χαλί» τον πήγαινε στην αυλή του σπιτιού που είχε αφήσει πίσω. Τότε ο Νατζάφ έριχνε κλεφτές ματιές στο μικρό αυλόγυρο μπας και μπορέσει να ξεχωρίσει, με μόνο «οδηγό» την ανάμνηση ενός χαμόγελου, τη κορούλα του. Το παιδί που άφησε πίσω έξι μηνών και που μόνο στην φαντασία του ζούσε πλέον.
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΜΠΟΡΟΣ, ΑΚΤΙΒΙΣΤΗΣ
Και έφτασε το σωτήριο έτος 2006. Μία αχτίδα ελπίδας άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα. Ο Νατζάφ γίνεται Αυστραλός πολίτης. «Σε λίγο καιρό κατάφερα να φέρω την οικογένειά μου στην Αυστραλία. Ήταν δύσκολο αλλά τα κατάφερα. Πεντέμισι ολόκληρα χρόνια είχα να τους δω. Είσαι μάνα ξέρεις πως είναι να έχεις να δεις την οικογένειά σου πεντέμισι χρόνια» μου λέει και η κορούλα του που κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ένα σωρό από χαλιά απαντά στην ματιά που της ρίχνω με ένα χαμόγελο.
«Είσαι το καμάρι του» της λέω και εκείνη απλά δέχεται το σχόλιο με ένα κλασσικό εφηβικό «I know».
Τότε ήταν που ο Νατζάφ το πήρε απόφαση ότι έφτασε ο καιρός να καθορίσει αυτός τη ζωή του. Το 2008 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο. «Ο Ταπητουργός από το Mazar-e-Sharif – The Rugmaker of Mazar-e-Sharif». Ένα βιβλίο που δεν διάβασα εξ ολοκλήρου αλλά απ’ όσο έχω διαβάσει μέχρι στιγμής, μπορώ ανεπιφύλακτα να συστήσω. Όχι μόνο γιατί περιέχει με πολλές λεπτομέρειες την ιστορία αυτού του πρόσφυγα αλλά και γιατί αποδεικνύει ότι μόνο θετική μπορεί να είναι η προσφορά ενός κατατρεγμένου ανθρώπου στην κοινωνία μίας χώρας. Το επόμενο βιβλίο του με τίτλο, «Ο Κλέφτης του Μελιού» εκδόθηκε το 2011.
Ο Νατζάφ το 2010 επισκέφθηκε την Αθήνα. «Πήγα να δω πως ζουν οι πρόσφυγες εκεί» λέει. Βλέπετε ο Νατζάφ σήμερα έχει αναλάβει και τον ρόλο του ακτιβιστή για τα δικαιώματα των προσφύγων. Θέλει να μάθουν όλοι τις ιστορίες τους, να καταλάβουμε το παρελθόν τους. Πιστεύει ότι μόνο έτσι θα σπάσει αυτό το απόστημα που λέγεται ρατσισμός και κακοφορμίζει τις κοινωνίες μας, την αντίληψη που έχουμε για το άλλο αυτό που μάθαμε να θεωρούμε ξένο, διαφορετικό. «Η κόρη μου πρέπει να γίνει δικηγόρος. Πρέπει να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία. Είναι υποχρέωσή μας να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των προσφύγων, να πληροφορήσουμε» προσθέτει.
Τον ρωτάω για την Ελλάδα. «Μία τραγωδία» μου απαντά. «Ξέρεις οι δικοί μου άνθρωποι έφυγαν από το Αφγανιστάν γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Ή θα έφευγαν ή θα τους σκότωναν. Πήγαμε σε ξένους τόπους για να ζήσουμε, όσοι από εμάς το κατάφεραν. Δεν θα έπρεπε να μας φέρονται έτσι. Θα ήθελαν σήμερα οι Έλληνες που φεύγουν από την Ελλάδα λόγω της κρίσης και πάνε σε άλλες χώρες να δουλέψουν από ανάγκη, να τους φερθούν έτσι;» με ρωτά και δεν ξέρω αν πρέπει να απαντήσω ή να σιωπήσω.
«Μας λένε «παράνομους». Νομίζεις ότι ήξερα τι σημαίνει «λαθρομετανάστης» όταν έφτασα στην Αυστραλία. Λένε πως είμαστε αυτοί που δεν μπήκαν στη χώρα με τη σειρά τους, είμαστε ‘queue jumpers’. Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει «σειρά» στο Αφγανιστάν, δεν περιμέναμε σε καμία σειρά στο χωριό μου. Δεν θα μπορούσα να διανοηθώ τι σημαίνει αυτό. Εδώ το πρωτοάκουσα».
Το φρέσκο τσάι αχνίζει στο διάφανο γυάλινο φλιτζάνι που μου δίνει ο Νατζάφ. Μία μικρή ανακούφιση της σκέψης και των αισθήσεων έρχεται από τούτο το χρυσό ρόφημα. Θέλω να ξεχάσω την πραγματικότητα που μου διηγήθηκε, θέλω να βυθιστώ στο βαθυκόκκινο χρώμα των χαλιών του, στις τραχιές τους ίνες, να γίνω ταξιδιώτης πάνω στους ελέφαντες και τα οκτάγωνά τους, να δω γαλάζιους ουρανούς και χρυσά τοπία, να αφήσω πίσω μου τις μελανές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Προς στιγμή κάτι γίνεται. Προς στιγμή όμως. Τα νέα από τους πυροβολισμούς στη Μανωλάδα έρχονται γρήγορα. «Πυροβόλησαν εργάτες μετανάστες που ζητούσαν τα μεροκάματά τους» διαβάζω. «Κάποιοι ήταν παράνομοι» λένε κάπου αλλού. Πόσο δίκιο έχει τελικά να αναρωτιέται ο Νατζάφ για την έννοια του «παρανόμου»… Αναρωτιέμαι, αναρωτηθείτε και εσείς υπό το βάρος της ημέρας που διανύουμε… «Είναι τελικά παρανομία να θέλει κάποιος άνθρωπος να ζήσει ειρηνικά σε κάποια γωνιά του πλανήτη;»…