Την τελευταία του πνοή άφησε το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης ο γνωστός σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής, ύστερα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Όπως έγινε γνωστό, η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη, 8 Μαΐου και η σορός του σπουδαίου σκηνοθέτη και ηθοποιού, θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα την ίδια ημέρα από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 4 το απόγευμα στο θέατρο της οδού Κυκλάδων.

Το τελευταίο διάστημα, η κατάσταση της υγείας του Λευτέρη Βογιατζή είχε βελτιωθεί και ο γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης ετοίμαζε τη νέα του παράσταση. Θα ανέβαζε στο Φεστιβάλ Αθηνών τον «Οιδίποδα Τύραννο» και όλοι περίμεναν πως θα ήταν το θεατρικό γεγονός του καλοκαιριού.
 
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑΣ
 
Ήταν μια τέτοια ζεστή μέρα, πέρυσι το καλοκαίρι, όταν το κοινό, όρθιο χειροκροτούσε, για δέκα ολόκληρα λεπτά, με τη μεγαλύτερη αγάπη που του είχε δείξει ποτέ, τον Λευτέρη Βογιατζή.

Ήταν αμέσως μετά το τέλος της παράστασης “Αμφιτρύων”, ένα υποδειγματικό μάθημα θεάτρου, μια ονειρική περιήγηση στο ατελεύτητο ταξίδι ρόλων που κάνει ο εκ φύσεως σχιζοφρενής θεατράνθρωπος-κάτι που ήξερε και είχε ζήσει ο Βογιατζής μέχρι τα μύχια του.

Ήταν δε τέτοια η δύναμη της παράστασης, που το κοινό αποχωρούσε με δάκρυα στα μάτια-ίσως και γιατί κατά βάθος ήξερε πως, ασυνείδητα έστω, αποχαιρετούσε τον μεγάλο δημιουργό. Γιατί δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Λευτέρης Βογιατζής, ένας από τους σπουδαιότερους αν όχι ο σπουδαιότερος -κατά τη γνώμη μας- σκηνοθέτης του καιρού του δεν έφτιαχνε μόνο θεατρικούς κόσμους αλλά ανασκάλευε βαθύτερα στο τι είναι τέλος πάντων αυτό το βάσανο που κάνει τον άνθρωπο να καταθέσει στη σκηνή κομμάτι από την ψυχή του. Και ο Λευτέρης Βογιατζής το κατέθετε ως ηθοποιός και κυρίως ως σκηνοθέτης-κυριολεκτικά.
Στο “Καθαροί Πια”, σε αυτήν την εκπληκτική παράσταση της Σάρα Κέιν που είχε ανεβάσει το 2001, ένιωθες τις χαίνουσες πληγές της ψυχής να πονάνε βαθιά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, όσο βαθιά και αν ήταν κρυμμένες, να αποκαλύπτεται ένα κομμάτι αθωότητας που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί μέσα από τις λέξεις που έκοβαν σαν μαχαίρι, να αναφαίνεται το φως δίπλα στα ανείπωτα σκοτάδια. Και όλα αυτά με μια ακρίβεια χειρουργική που μόνο ο Βογιατζής ήξερε να δίνει στις παραστάσεις του-αποτέλεσμα μιας εξοντωτικής διαδικασίας και μιας τελειομανίας που δεν σταματούσε ποτέ.

Οι ηθοποιοί μπορεί να βασανίζονταν δίπλα του αλλά και κατέθεταν τους σπουδαιότερους ρόλους της καριέρας τους – στα χέρια του αποκαλύφθηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι Δημήτρης Ήμελλος,  Εύη Σαουλίδου, Νίκος Κουρής, Γιάννος Περλέγκας. Όλοι είχαν κάτι να πάρουν από τον χαρισματικό σκηνοθέτη που δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι δημόσιες σχέσεις ή η δημοσιότητα: ήταν απόλυτα απορροφημένος από τη διαδικασία της ανακάλυψης που είχε στο μυαλό του που πολλές φορές τον έκανε σχεδόν μονήρη, σχεδόν ιερατικά αφοσιωμένο. “Αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης”, όπως δήλωνε τότε αποκαλύπτοντας την εμμονή του στη Lifo. “Σε ενδιαφέρει να δεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, τι κάνουν οι άλλοι. Να αποκτήσεις αυτή την ευχαρίστηση που είναι μια πολύ μυστήρια έννοια, εφόσον μπορεί να τη νιώθουν και οι ατάλαντοι. Τι σημαίνει, όμως, ευχαρίστηση; Το ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε; Όμως όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε – και τότε ακριβώς είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Αλλιώς, είμαστε ασύδοτοι”,

Ο έλεγχος εξάλλου ήταν κάτι που τον απασχολούσε πάντα-δεν ήθελε να του ξεφεύγει κάποια λεπτομέρεια που να ήταν εις βάρος του έργου γι’ αυτό και καταπιανόταν πάντα σε βάθος, ξανά και ξανά, με αγαπημένα του κείμενα. Η αγάπη του για τη Σάρα Κέιν είχε ως αποτέλεσμα τις αριστουργηματικές παραστάσεις “Καθαροί Πια” και “Crave” ενώ στον κινηματογράφο ξεχώρισε για τις συνεργασίες του με τον Νίκο Παναγιωτόπουλος που ήταν και στενός του φίλος (“Τα οπωροφόρα της Αθήνας”, “Αθήνα-Κωνσταντινούπολη”, “Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα”, “Βαριετέ”, “Μελόδραμα”). 

Πάντα επέμενε στους ίδιους ανθρώπους, όπως στη φίλη του Λούλα Αναγνωστάκη, και είχε όραμα για το νεοελληνικό θέατρο: πίστευε ότι έχει μια δύναμη εγγενή που δεν χρειάζεται να δανείζεται από ξένες παραστάσεις και αλλότριους τρόπους. Άλλωστε ο Λευτέρης Βογιατζής, σε αντίθεση με άλλους σκηνοθέτες, δεν ξεπατίκωνε, ούτε ζήλευε τις νέες μόδες. Αυτό, ωστόσο, δεν σήμαινε οτι δεν παρέμενε αθεράπευτα καινοφανής: κάτι τέτοιο φάνηκε και στον τρόπο που προσέγγισε το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου.
Γνώριζε επίσης σε βάθος την Αρχαία Τραγωδία αφού ξεκίνησε ως διδάσκαλος της ενώ το καλοκαίρι ετοιμαζόταν να ανεβάσει “Οιδίποδα Τύραννο” στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Δεν πρόλαβε. Αυτό, ωστόσο, που πρόλαβε είναι να πιάσει πρώτη θέση στην παρέα των παντοτινών δημιουργών, να εμβαπτιστεί στον Λόγο και στο Υποκριτικό Σθένος και να μας εκπολιτίσει-με την απόλυτη έννοια της λέξης. Κι αυτή η παρηγοριά, τις βάρβαρες εποχές που ζούμε, αρκεί.