Eίμαι ο Ροβινσώνας του (ελληνικού) Δημοσίου

Από τη Γηραιά Ήπειρο, στη Μαύρη Ήπειρο και τώρα… στο Lucky Country… που δεν είναι πραγματικά, ας μη γελιόμαστε!
Αυτή είναι η «διαδρομή», αν μπορώ να το πω έτσι, του Μπάμπη Παπά και της συζύγου του, Ελένης Κριτσινιώτη, που γνώρισα μόλις προχτές.
Εκπαιδευτικοί και οι δύο, αποσπασμένοι από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Ελλάδας, πρώτα στη Γερμανία και μετά στη Νότια Αφρική, βρίσκονται αυτές τις μέρες στην Πέμπτη Ήπειρο για να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να «ζυγίσουν» τα πράγματα.

«Ζυγίσουν», τρόπος του λέγειν, γιατί, αν έχω αντιληφθεί σωστά, ο Μπάμπης, ο οποίος και κρατά τη ζυγαριά, έχει ήδη αποφασίσει πού θα βάλει τα βαρίδια, επομένως και πού θα γείρει η ζυγαριά.

Αυτοαποκαλείται «Ροβινσώνας», και ποια είμαι εγώ –σκέφτομαι τώρα– να του αμφισβητήσω τον τίτλο. Εξάλλου, είναι δικαιωματικά δικός του. Διασχίζει ωκεανούς και θάλασσες για να βρει, όπως θα πει, μια θέση που του αξίζει. Ξεκαθαρίζει, επίσης, ότι «δεν πάει πίσω, σ’ έναν τόπο όπου κινδυνεύει να χάσει την αξιοπρέπειά του».

ΕΜΠΝΕΕΙ

Ο Μπάμπης Παπάς, αποσπασμένος εκπαιδευτικός, και η Ελένη Κριτσινιώτη, αποσπασμένη εκπαιδευτικός επίσης, διανύουν τον τέταρτο χρόνο τους στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής, σ’ έναν τόπο που πολλοί πριν φύγουν εκεί, τους έλεγαν «είστε τρελοί; Εκεί που πάτε θα σας ληστέψουν και θα σας καθαρίσουν». «Ήταν έτσι πράγματι;» ρωτώ για να μπω στην εικόνα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

«Ναι, ακριβώς έτσι» θα απαντήσει η Ελένη Κριτσινιώτη. «Στο σχολείο που δίδασκε όρμησαν οι μαύροι, τους έριξαν όλους κάτω στο πάτωμα, του τράβηξαν τη βέρα από το χέρι του, του πήραν τα κλειδιά του αυτοκινήτου το οποίο έκλεψαν, και έπρεπε, μετά από μέρες, να πληρώσει κάποιον μαύρο που προθυμοποιήθηκε να του πει πού να το βρει».

«Μου είπε, αφού του έβαλα τα λεφτά στο χέρι ότι έχει μια δυο γρατζουνιές μόνο και δεν είναι μακριά από δω. Όταν το βρήκα όμως ήταν διαλυμένο. Το είχαν αχρηστέψει εντελώς» θα συμπληρώσει ο Μπάμπης Παπάς, ψύχραιμα, σαν να ήταν κάτι αναμενόμενο.

Τον κοιτάζω και προσπαθώ να καταλάβω από πού πηγάζει αυτό το εγκάρδιο χαμόγελο, η αισιοδοξία του, το πιστεύω του ότι η λύση που θα βρεθεί θα είναι η καλύτερη.
Δεν το διακηρύττει, αλλά είναι κάτι που εισπράττω, σχεδόν από την αρχή της συζήτησης που έχω με το ζευγάρι.

Είναι κάπου δέκα μέρες στην Αυστραλία, μοιρασμένες μεταξύ Σίδνεϊ και Μελβούρνης. «Ψάχνουμε» θα πει η Ελένη, συμπληρώνοντας, «τον εαυτό μας». Όπως θα εξελιχτεί όμως η συζήτηση, θα φανεί ότι το «ψάξιμο» των δύο διαφέρει. Εκείνη «ψάχνεται συναισθηματικά», όπως θα πει, ενώ ο σύντροφός της ‘ψάχνει για τη θέση που του αξίζει’. Όταν αναφέρεται η σύζυγός του στο γεγονός ότι ‘έχουν τους γονείς τους στην Ελλάδα που τους θέλουν κοντά τους’, θα τη διακόψει για να πει ‘τη δική του αλήθεια’: “Aπό κει που είμαι (εννοεί την Αφρική) μπορώ και στέλνω άνετα κάποια χρήματα στη μητέρα μου. Δεν θα γυρίσω στην Ελλάδα και να μου αγοράζει το κρέας της εβδομάδας η πεθερά μου. Δεν θα πάω πίσω σ’ έναν τόπο να χάσω την αξιοπρέπειά μου». Ακούγεται αδιάλλακτος, αποφασιστικός, κατά ένα περίεργο όμως τρόπο, αισιόδοξος.

Μια περίεργη αύρα πνέει στο χώρο, όπου οι τρεις μας, πηγαίνουμε από το ένα θέμα στο άλλο ή, για την ακρίβεια, από τη μια χώρα στην άλλη, απλώνοντας τρεις ηπείρους στο τραπέζι, με μένα να προσπαθώ να βγάλω ένα συμπέρασμα. Να θέλω να βοηθήσω και να μπερδεύω (ίσως) πιο πολύ τα πράγματα.
Μιλάμε με τα πρώτα μας ονόματα για να μπορέσει να πλησιάσει πιο πολύ ο ένας τον άλλον και η κουβέντα αυτή να είναι ουσιαστική.

ΧΑΛΑΣΟΔΑΝΕΙΑ

«Τα χαλασοδάνεια μας έφαγαν. Θα περάσουν το λιγότερο τρία χρόνια για ν’ αρχίσει η Ελλάδα να βλέπει φως. Τα επόμενα δύο θα είναι τα χειρότερα» θα πει ο Μπάμπης, σε τόνο που δεν επιδέχεται αντίρρηση, αλλά και με τον αέρα του μαχητή που δεν φοβάται τον πόλεμο.
Φαίνεται να έχει πάρει τις αποφάσεις του, σ’ ένα μεγάλο βαθμό και σίγουρα να αποκλείει την Ελλάδα από τα άμεσα σχέδιά του, τουλάχιστον.
Έχει καταλάβει ότι δεν πρόκειται να αρκεστώ στο ότι ‘εξετάζουν ορισμένα πράγματα και δεν έχουν καταλήξει πουθενά’, θα αποφανθεί ότι ‘είμαι πολύ καλή στο να εκμαιεύω πράγματα’ (τι σόι δημοσιογράφος θα ήμουν άλλωστε) και θα μιλήσει ανοιχτά για τα σχέδιά του: «Εκείνο που θέλω είναι να μπορέσω, όχι απλά να ζω σήμερα με αξιοπρέπεια και να μη στερούμαι ορισμένα πράγματα, αλλά να μπορέσω να βάλω κάτι στην άκρη για το μέλλον. Όταν θα συνταξιοδοτηθώ, ώστε να μη βρεθώ στην οικτρή κατάσταση που είναι σήμερα οι συνταξιούχοι στην Ελλάδα. Είναι απλό».

Στην Αφρική διδάσκουν και οι δύο σε σχολεία έξω από το Γιαχάνεσμπουργκ. Η Ελένη σε ελληνικό ιδιωτικό και ο Μπάμπης στα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας. Εκτός από Ελληνικά διδάσκει Μουσική. Είναι πολλά τα ελληνόπουλα τρίτης και τέταρτης γενιάς –πληροφορούμαι– που οι γονείς τους θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν μπουζούκι και κιθάρα. Ο ίδιος φαίνεται ενθουσιασμένος μ’ αυτό το συνδυασμό γλώσσας και μουσικής, πρόθυμος να μου δώσει μαθήματα αναφορικά με το γεγονός ότι «μόνο ο συγκερασμός γλώσσας και πολιτισμού, μπορούν σήμερα να έχουν απήχηση στις νέες γενιές».

Θα μου δώσει μια ζωντανή εικόνα για τις εκδηλώσεις που διοργανώνει ο ίδιος με τα κοινοτικά σχολεία -τι άλλο μπορεί να κάνει εκεί- οπότε δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάγος για να μαντέψει από πού γέρνει η ζυγαριά.

Ζητώ να μάθω για τον ελληνισμό του Γιοχάνεσμπουργκ και θα πάρω μια πολύ φωτεινή εικόνα: «Έχουν μεγάλη οικονομική δύναμη και επιβάλλονται. Τους ενδιαφέρει πάρα πολύ να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και την πολιτιστική τους παράδοση. Είναι πάρα πολύ καλά οργανωμένοι, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Ο τόπος είναι καθαρός, καταπράσινος. Ένας σωστός παράδεισος».

Ένας παράδεισος βέβαια όπου οι μισοί ζητιανεύουν και οι άλλοι μισοί κλέβουν και βιαιοπραγούν. «Πρέπει συνεχώς να είσαι σε επιφυλακή. Να ζεις διπλομανταλωμένος και ν’ αποφεύγεις να κυκλοφορείς σε σκοτεινούς δρόμους και στενά. Αυτά όμως τα μαθαίνεις» θα καταλήξει ο Μπάμπης, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι έχει ήδη τοποθετήσει τα βαρίδια του και γνωρίζει πολύ καλά από πού γέρνει η ζυγαριά. Καλή τύχη παιδιά!