Το «Κλέφτικο» του Γιώργου Πρεβεδουράκη είναι το δεύτερο βιβλίο του ποιητή. Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, αποτελεί μια ελεύθερη μεταγραφή τεσσάρων ποιημάτων του Άλεν Γκίνσμπεργκ στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, δεμένα σε ένα ενιαίο σώμα (πρόκειται για το πρώτο και το τρίτο μέρος του «Ουρλιαχτού» και για τα ποιήματα «Αμερική» και «Θεία Ρόζα»). Τις μεγάλες συνθέσεις χωρίζουν μικρά ποιητικά ιντερμέδια χαμηλής φωνής.
Ο Πρεβεδουράκης δεν μεταφράζει, ούτε μιμείται. Επιλέγει τους βασικούς του άξονες, τις επαναλαμβανόμενες λέξεις του και τα χαρακτηριστικότερα τοπία του και τα μεταστοιχειώνει, χρησιμοποιώντας τα με παιγνιώδη διάθεση στα όρια της ειρωνείας (συχνά και της αυτοϋπονόμευσης). Έτσι, οι δόσεις της πρέζας της Αμερικής του ’50 θα παραχωρήσουν τη θέση τους στις δόσεις των τραπεζών της Ελλάδας του 2010, η στοιχειωμένη φιγούρα του φίλου του Άλεν Γκίνσμπεργκ, Καρλ Σόλομον θα αντικατασταθεί από τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο και ο ποιητικός τόπος της Αμερικής θα μεταμορφωθεί στον εθνικά λοξό μη-τόπο της Φευγάδας. Ο ποιητής γνωρίζει πως ο καλύτερος τρόπος για να μείνεις πιστός στον ενθουσιασμό του αρχικού ερεθίσματος είναι απιστώντας, σε αναζήτηση εκείνης της παλαιάς φόρτισης που υπήρχε πριν την πρώτη ανάγνωση του κειμένου και που τελικά το κείμενο θα την καλύψει. Εκείνης της συγκίνησης που είναι αδύνατον να μεταφραστεί, όχι μόνο από γλώσσα σε γλώσσα αλλά και από εποχή σε εποχή.
Το «Κλέφτικο» αποτελεί το ημερολόγιο μιας στιγμής, το στιχουργικό άπλωμα γύρω από ένα σημείο που όλο βαθαίνει. Στο κέντρο της σύνθεσης τοποθετείται η απόγνωση, η οργή και ο θυμός για τη σύγχρονη ελληνική κρίση. Γύρω από το σημείο αυτό θα απλωθεί ο λεκτικός στρόβιλος των αναφορών: η Ελλάδα του 2010 που ψιθυρίζει χαμένα όνειρα και αμαρτίες, μιλάει τα κακά αγγλικά των μετοχών στα χρηματιστήρια μιας χαμένης γλώσσας, βιώνει ένα παράλογο βαλκανικής κοπής, στον στρατό, στις υπηρεσίες, στα δελτία ειδήσεων και στα ιδιωτικά οράματα του καθενός. Μια χώρα που θρηνεί τη νέα μεγάλη ιδέα, μια ιδέα ισχύος που γέρασε απότομα ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο των ματιών και ταυτόχρονα βλέπει εφιάλτες από το παρελθόν της Χούντας, αναρωτιέται για το αμφίβολο παρελθόν της καταγωγής της και τελικά απλά προσπαθεί να ζήσει στο τώρα. Και δίπλα σε όλα αυτά τα προσωπικά βιώματα του ποιητή, οι εμπειρίες και οι παιδικές αναμνήσεις, τα αναγνώσματα και οι ήρωες, οι φίλοι και οι ενσαρκωμένες απογοητεύσεις. Το κείμενο όσο πιο πολύ εισχωρεί στο προσωπικό, αντί να αναδιπλώνεται προς τα μέσα εκτείνεται προς το πέρα και συναντάει τους άλλους. Ο ποιητής, κυνηγημένος από τις λέξεις μοιάζει συνεχώς να συνδιαλέγεται σε ένα διάλογο χωρίς αποκρίσεις. Ο ίδιος δεν μοιάζει, άλλωστε, να τις περιμένει μια και το βιβλίο μιλά για εκείνους «που άλλαξαν γνώμη και πλευρό την ώρα που ξεπιανόταν το σύμπαν». Αποδεχόμενος τον κατακερματισμό του παρόντος μας, ο ποιητής παραθέτει απέναντι στην αλήθεια της κρίσης τη δική του αλήθεια, χωρίς να περιμένει απαντήσεις, τοποθετώντας μια κακοτράχαλη μαγεία απέναντι σε έναν απομαγεμένο κόσμο και ένα συναίσθημα απέναντι σε μια εποχή αποξηραμένη από τρυφερότητα.
*Το κείμενο αυτό προέρχεται από τον Θωμα Τσαλαπάτη (http://tsalapatis.blogspot.gr/