Εδώ και χρόνια λέω στη γυναίκα μου να μου ράψει μια φουστανέλλα, αλλά όλο το αναβάλλει σαν την Πηνελόπη… Τη μια δε βλέπει να περάσει την κλωστή, την άλλη τρέμει το χέρι της κι άδικα περιμένω. Τί τη θέλω τη φουστανέλλα, θα μου πεις; Μα για να βγω στο σεργιάνι. Αυτοί οι μόδιστροι μ’ έχουν φέρει στα όριά μου. Ό,τι ορθό ή παλαβό, πάνω στη γυναίκα το φορτώνουν: Υφάσματα μονόχρωμα, πολύχρωμα, λουλουδάτα, αλλαγές γραμμής κάθε τόσο, κοψίματα, ανοίγματα… πλεξίματα, κεντήματα, τρυπήματα, αδιαπέραστα και διαπερατά (διαφανή), κοντά, μέτρια, μακριά, τεμάχια μισά ή ολόκληρα απόντα (ίσον ανάλογες αποκαλύψεις..) Μέχρι κι ανδρικό κοστούμι, με απόλυτη άνεση, φοράνε!
Παλαιότερα δεν υπήρχαν μεγάλες διαφορές στο ντύσιμο ανδρών και γυναικών. Το Μεσαίωνα οι γυναίκες ήταν βαριοντυμένες σαν παγώνια και οι άνδρες σαν κοκόρια με γοβάκια, καλτσούλες με κουδουνάκια, πανταλόνια με φουφούλα, κεντητά ζακετάκια, δαντέλλα στο λαιμό, μαλλί μακρύ μπουκλάτο, καπέλο με στερό… Τους έβλεπες να χορεύουν κι έλεγες: ναι, αυτό είναι αληθινό κοτέτσι.
Κατά τον Α΄ Π. Πόλεμο που οι άνδρες την κάνανε στα χαρακώματα για μήνες και χρόνια, όλ’ αυτά ήταν εμπόδιο στις κινήσεις τους. Σκέψου, να βαράει εγερτήριο, να φωνάζει ο Λοχίας “σε 5 λεπτά, στραβά, σας θέλω στη γραμμή για ρόφημα” κι ο άλλος να μη βρίσκει τα κουδούνια του… Έκτοτε πετάξανε τον άντρα μέσα σ’ ένα κοστούμι με μια ρέγγα (ιταλιστί, γραβάτα) στο λαιμό, του κόψανε και το μαλλί, που καλλιεργούσε από Αδάμ ως τον Κολοκοτρώνη αδιακόπως και τον εγκατέλειψαν 100 χρόνια ανεξέλικτο. Εξαίρεση αποτελούν κάτι τρομερά πουκάμισα, τα οποία φορούν τουρίστες στο Τρίγωνο του Διαβόλου, με υπερμεγέθη μπανανόφυλλα και υάκινθους ή τ’ άλλα, κίτρινα ή κόκκινα με μαύρες γραμμές –υφάδι στημόνι– να σχηματίζουν μεγάλα τετράγωνα σαν τραπεζομάντηλα ταβέρνας. Οι μόδιστροι φέρανε τη φύση άνω κάτω. Στον πολιτισμένο (sic) Δυτικό κόσμο εξαφανίστηκαν όλα τα στολίδια των αρσενικών. Πού ο λεβέντης ψηλολείρης κόκκορας; πού ο λιόντας με τη χαίτη; πού ο μεγαλοστρουφτοκέρατος μουσάτος τράγος! Φρακαρισμένος κι εγώ (όπως κι όλοι οι άντρες) από το νύχι του ποδιού ως το γούργουρα μέσα σε παπούτσι, βρακί, πουκάμισο, σακκάκι, αισθάνομαι σαν κείνες τις αρνοτσαμπούνες της Θράκης και της Τζιας, που τις ζουλάει ο τσαμπουνοπαίχτης και τσιρίζουνε από ένα μικρό βοϊδοκέρατο (εγώ έχω 9 οπές αλλά δεν τραγουδάνε όλες…). Αποτέλεσμα, το αντρικό κορμί να μην το βλέπει ήλιος και αέρας, ενώ οι γυναίκες φοράνε όσα θέλουν και πετάνε όσα δε θεωρούν τελείως απαραίτητα…
Θα ‘θελα να σηκώσω κι εγώ τό ‘να πόδι πα στ’ άλλο, να πέφτει η φουστανέλλα στο πλάι, να θαυμάζουν τα κορίτσια γάμπα. Θα φορώ κάλτσα μέχρι πάνω, βέβαια, αλλά έχω καλή γραμμή… Γιατί να μη σκανταλίσουμε κι εμείς κάποιες θηλυκές υπάρξεις, που μας τρελλαίνουν με τα γυμνά τους, φορτωμένα συχνά και με τατουάζ! Διάβασα προχθές στα γυμνά καπούλια τσούπας: “Est. 1832.” Ποιά εγκατάσταση εννοούσε! Η άλλη, στο ίδιο σημείο, είχε σταυρό! Δηλ. τί; “ζητά ο δόλιος να προσκυνήσω και κατά λάθος να τη φιλώ!” Σε λίγο μπορεί να δούμε και διαφημίσεις, αναζητήσεις…: “ο μικρούλης τοξότης με κατακαίει… Ζητείται άντρας γνήσιος (γιατί υπάρχουν και μουστακαλήδες που δεν…) για πυροσβέστης.”
– Σιγά, ρε κορίτσι μου! Πάσχω κι από καρδιά! Πώς τα βγάζεις σχεδόν όλα και ορμάς στο παζάρι! Εδώ δεν είναι παραλία!
– Στην παραλία γιατί τα βγάζω όλα, μείον δύο;
– Ξέρω κι εγώ! Μήπως επειδή το νερό σβήσει τις λάβρες! Μήπως το επιτρέπει η Αφροδίτη, η οποία βγήκε στην Πάφο απ’ το κύμα τσιτσίδι! Πάντως, λυπήσου μας, κοπελιά, νέους και γέρους. Ανάγκη να τα δείχνεις όλα μαζί! Άσε να τ’ απολαμβάνουμε ένα-ένα. Εσύ μπορείς, μ’ ένα πηρούνι, να τρως 4 φαγητά συγχρόνως!
Λέω ν’ απευθυνθώ στον Κύριο:
– Η εκ του πλευρού μου κλωνοποιηθείσα γυνή, δεν είναι “η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα…”, αλλά πειράζει… συνέχεια τον άντρα κι εσύ δεν κάνεις τίποτε.
– Τί να κάνω;
– Να κάνεις, μόλις γυμνώνει “επικίνδυνη” περιοχή, να φυτρώνουν αγριότριχες, που να μη ξεπατώνονται ούτε με Βραζιλιάνικο, ούτε με τσιμπίδα οδοντίατρου. – Εσένα, δε σου αρέσουν τα όμορφα κορμιά!
– Αν μου αρέσουν! Εκεί είναι το πρόβλημα, που μ’ αρέσουν. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Έτσι, ως πεζός κινδυνεύω να κουντρήσω κολόνα, κι ως οδηγός να τη φέρω στον… πισινό του μπροστινού μου.
Δεν θυμάμαι τ’ όνομα του ποιητή, αλλά θυμάμαι καλά τους υπέροχους στίχους για τους τσολιάδες μας: “Της πιο Ρωμαίϊκης λεβεντιάς χαροκαμένη γέννα, σας χαιρετώ/ Το διάβα σας μου ξεγελάει το νου/ κι απ’ τα κορμιά σας μού ‘ρχετε τα μαρμαροχυμένα/ κυμματιστό κι ολόδροσο τ’ αγέρι του βουνού./ Μέσα σας έσμιξ’ η φωτιά του Ελληνικού ουρανού./ Κάτι απ’ την παράτολμη του Σπαρτιάτη φρένα/ κάτι απ’ τη θρησκόληπτη ψυχή Βυζαντινού/ και κάτι απ’ την αστείρευτη πνοή του ’21./΄Ο,τι κι αν παρ’ ο στίχος θάναι φτωχό, νεκρό/ γιατ’ έχει το τσαρούχι σας της φήμης το φτερό./ Γιατί σε κάθε μια χυτή της φουστανέλλας λόξα/ λες κι ένα φως ανέσπερο σας έχει βάλλ’ η δόξα.” Τους βλέπω μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, να τους φωτογραφίζουν εκατομμύρια τουρίστες και τουρίστριες και… ψιλοζηλεύω. Γιατί να μη βγει κάποτε κι ο άντρας απ’ τους φράγκικους σωλήνες και να ντυθεί όμορφα; Έτσι, αγαπητοί μόδιστροι, θα διπλασιαστούν οι “μπίζνες” οι δικές σας, των εργοστασίων και των καταστημάτων· δεν το καταλαβαίνετε και περιμένετε να σας το πει ένας
διαμαρτυρόμενος;