Ο δρόμος προς το Κουστα – γέρακο

Ο ιστορικός Jim Claven έχει ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς με την Κρήτη. Εδώ, οδηγώντας στα κακοτράχηλα βουνά της σ’ ένα ταξίδι με προορισμό το ηρωϊκό Κουστογέρακο, δίνει μια ζωντανή περιγραφή του χώρου, μέσα από την οποία ζωντανεύει κυρίως ο ρόλος των κατοίκων κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής του νησιού.
Ένα από τα πιστεύω του είναι ότι ο καλύτερος τρόπος να κινήσει κάποιος το ενδιαφέρον των νέων γενιών για τους παλιούς πολεμιστές είναι να καταλάβει ποιοι ήταν και τι εμπειρίες είχαν στον πόλεμο και μετά.
Σήμερα όμως ας τον ακολουθήσουμε σ’ αυτό το συναρπαστικό ταξίδι, όπως το έζησε και το περιγράφει ο ίδιος.

«To Koυσταγέρακο είναι ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό, κοντά στη Σούγια, ένα χωριό πλούσιο σε ιστορία που συνδέεται με τους Anzacs.
Εκείνος ο οποίος μού έδωσε το ερέθισμα να το επισκεφτώ, ήταν ο Κώστας Πατεράκης από το Doncaster.

Όπως ο δρόμος ανηφορίζει από την πεδιάδα γύρω από τη Βενετσιάνικη πόλη των Χανίων, ξαφνικά σε καταπλήσσουν με την παρουσία τους τα επιβλητικά Λευκά Όρη που απλώνονται σ’ αυτήν την πλευρά της Δυτικής Κρήτης.

Τα σύννεφα φαίνεται να γλιστράνε πάνω στις βουνοκορφές, ξεκινώντας από τις πεδιάδες και τις χαράδρες που είναι στους πρόποδές τους.
Ο δρόμος στρέφεται μέσα από λόφους απότομους που ξαφνικά υψώνονται ολόγυμνοι μπροστά σου και μετά κατηφορίζει σε μια πεδιάδα με φοινικόδενδρα και ηλιοφάνεια που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια σκηνή από τις Αυστριακές Άλπεις.

Βέβαια θα πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός γιατί τη μια στιγμή μπορεί να βρεθεί απέναντί σου το περίφημο Κρητικό Κρι–Κρι (ή αγριοκάτσικο) και την άλλη να γεμίσει ο δρόμος από κοπάδια κατσίκες και τον ήχο από τα κουδούνια τους που ψάχνουν να βρουν την τροφή τους στις άκρες του δρόμου.

Όπως μπαίνω στο μικρό χωριό Κάμπανο, το αυτοκίνητο σταματά απότομα. Ο τόπος είναι γεμάτος αυτοκίνητα και οι ντόπιοι βαδίζουν αργά, ντυμένοι με τα καλά τους. Πρόκειται για κηδεία και θα πρέπει να περάσω διακριτικά ανάμεσά τους.

Οι λόφοι γύρω μου έχουν τα σημάδια αιώνων καλλιέργειας. Με ταράτσες κομμένες μέσα στους γυμνούς βράχους, με ευφυϊα εκμεταλλευόμενοι κάθε μικρό κόκκο γης και νερού που υπάρχει, οι ελαιώνες απλώνονται προς τα πάνω λες και θ’ αγγίξουν τα σύννεφα.

Η ιστορία της Κρήτης είναι γραμμένη με μύθους και ιστορικά γεγονότα. Από το παιδί του Δία που κρύφτηκε στο όρος Ίδη (αλλιώς Ψηλορείτη) για να σωθεί από τον εγκληματία πατέρα του, μέχρι το βασιλιά Μίνωα και τον Μηνόταυρο, ο μύθος και η πραγματικότητα είναι πάντα, εκεί μπροστά σου, στην Κρήτη. Ανατολικά βρίσκεται το Μινωϊκό παλάτι της Κνωσσού.

Αλλά και η σύγχρονη ιστορία του νησιού είναι εντυπωσιακά πλούσια. Ανεξάρτητα, αν πρόκειται για την αντίσταση στις επιθέσεις των πειρατών, των Ενετών και των Τούρκων κατακτητών, κάθε πόλη και χωριό έχει να πει και μια ιστορία πατριωτισμού και ανδρείας.
Το Κουστογέρακο που βρίσκεται στη σκιά που απλώνουν πάνω του τα Λευκά Όρη, έχει κι αυτό τη δική του ιστορία. Λέγεται ότι εκεί γεννήθηκε ο Γεώργιος Κοντονολέων, ο αρχηγός των επαναστατών κατά των Ενετών κατακτητών το 1527. Και οι κάτοικοι του χωριού ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων το 1821. Παίρνοντας κι εκείνοι μέρος στην επανάσταση για την απελευθέρωση της Κρήτης και της Ελλάδας.

Στην αρχή του ταξιδιού μου, όταν περνούσα μέσα από τους πορτοκαλεώνες στις Σκινές, ήταν πολύ δύσκολο να οραματιστώ ότι εδώ βρισκόταν το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, που είχαν στήσει οι Γερμανοί κατακτητές για τους Αυστραλούς εχθρούς τους το 1941.

Πάνω από 6.500 Αυστραλοί και 7.750 Νεοζηλανδοί, μαζί με τους Βρεττανούς, Έλληνες και άλλα συμμαχικά στρατεύματα ήλθαν στην Κρήτη το 1941 να υπερασπιστούν το νησί από την αναμενόμενη γερμανική εισβολή, μετά την πτώση της Ελλάδας τον Απρίλιο. Εδώ δεν είναι ο τόπος για να αναφερθώ στη φιλία των Anzac και των Ελλήνων, και τη γενναιότητα στα πεδία μάχης της Ελλάδας. Η εγκαρδιότητα όμως και η ζεστασιά που δέχτηκαν οι Anzacs στην Ελλάδα, δεν ήταν παρά το προοίμιο του μεγάλου καλωσορίσματος που δέχτηκαν στην Κρήτη.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Οι ηρωικές μάχες στην Κρήτη είναι γνωστές. Η αντίσταση στο Μάλεμε, στο Ρέθυμνο και Ηράκλειο έχουν μείνει στην ιστορία. Από καιρού σε καιρό κάποιος διαβάζει για την ηρωϊκή μάχη στο Γαλατά και την αντίσταση των Anzac στη Σούδα, στο δρόμο 42, καθώς και για την επίθεση του ναυτικού με ασύγκριτα μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη των Γερμανών.
Λιγότερο, εντούτοις, γνωστή είναι η βοήθεια που πρόσφεραν οι Anzacs προς το τέλος της εισβολής ή και κατά τη διάρκεια της κατοχής, πολλοί μάλιστα από τους οποίους- υπολογίζεται 1.000 περίπου Anzacs και μερικοί Βρεττανοί στρατιώτες είχαν δραπετεύσει από τα στρατόπεδα αιχμαλώτων και ήταν καταζητούμενοι.
Ο Dr Ian Frazer, στο βιβλίο του «On the Run», αναφέρεται στους γενναίους αυτούς στρατιώτες οι οποίοι προτίμησαν να συνεχίσουν τον πόλεμο παρά να δεχτούν την ήττα και να παραδοθούν.
Η επιβίωσή τους όμως βασιζόταν στους Κρήτες χωρικούς καθώς επίσης και στο σώμα αντίστασης, τους αντάρτες, που είχαν οργανωθεί αμέσως μόλις έπεσε το νησί. Πολλές πόλεις και αναρίθμητα χωριά έχουν αφάνταστα γενναίες ιστορίες από αυτή την περίοδο.

Επέλεξα να έλθω στο Κουσταγέρακο, ψηλά στα βουνά, πάνω από τη Σούγια. Κι αυτό, γιατί ο ηρωϊσμός των κατοίκων του είναι παροιμιώδης.
Τη μέρα που το επισκέφθηκα ήταν εκεί και μερικοί συγγενείς των Anzacs που είχαν βοηθηθεί από τους ντόπιους και ήλθαν να αποτίσουν φόρο τιμής. Ανάμεσά τους και η Colleen Donohue, της οποίας ο πατέρας, ο Charlie Hunter, οργάνωσε τη φυγάδευση των τελευταίων συμμάχων στρατιωτών από την Κρήτη.

Στις 8 Μαΐου συνάντησα την Carol και το σύζυγό της Neil στην αναμνηστική πλάκα που έχει αναρτηθεί από την οικογένειά της και την φροντίζουν οι Κρήτες που μένουν κοντά στην πλατεία του χωριού. Στο τέλος Ιουλίου φέτος, θα γίνουν τα αποκαλυπτήρια της πλάκας που συμβολίζει την αναγνώριση της βοήθειας των χωρικών προς τον Charlie και τους συναγωνιστές του.
H ανηφορική διαδρομή προς το απομακρυσμένο αυτό χωριουδάκι, σίγουρα δεν είναι για τους λιπόψυχους. Ο δρόμος ξεκινά με δύο γραμμές αλλά σύντομα στενεύει σε σημείο που με δυσκολία χωράει ένα αυτοκίνητο με απότομες στροφές να διαδέχονται η μια την άλλη. Όταν όμως τελικά φτάσεις επάνω προς την πλαγιά της πεδιάδας, η θέα είναι καταπληκτική.
Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τις χιλιάδες των συμμαχικών στρατευμάτων κατά μήκος της νότιας Κρήτης να κατευθύνονται προς τη χώρα των Σφακίων, ανατολικά. Κατάκοποι, με τις βαριές χλαίνες και τις αποσκευές τους, τα ανηφορικά ελικοειδή αυτά δρομάκια θα πρέπει να ήταν πραγματικά μαρτύριο.
Από την άλλη πλευρά όμως αυτοί οι ίδιοι δρόμοι και οι πεδιάδες θα πρέπει να ήταν σωστή ευλογία για όσους είχαν δραπετεύσει και έπαιρναν μέρος στην αντίσταση. Όταν κανείς βλέπει από το δρόμο προς όλα αυτά τα ύψη, μπορεί εύκολα να φανταστεί πώς αυτός ο χώρος είναι ιδανικός για επιθέσεις – πράγμα που συνέβαινε επί αιώνες.

Στο χωριό αυτό τρεις Αυστραλοί στρατιώτες – Jack Simcoe, Frank Ezzy και Charlie Hunter, κρύβονταν, προστατευμένοι από τους ντόπιους, για πολλούς μήνες, πριν φυγαδευτούν το βράδυ, στις 7 – 8 Μαϊου 1943, από την ακτή της Τριπιτής εκεί κοντά. Ήταν η τελευταία μεγάλη επιχείρηση αυτού του είδους. Κάπου 52 στρατιώτες από τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν μαζευτεί αυτό το βράδυ από τα γύρω χωριά και φυγαδεύτηκαν.
70 χρόνια αργότερα, στις 7 Μαίου 2013, o Ian Frazer και ο παραγωγός ντοκιμαντέρ John Irwin οδήγησαν τους συγγενείς κάποιων από αυτούς τους στρατιώτες που είχαν φυγαδευτεί σε μια πολύ συγκινητική τελετή αποκάλυψης ενός νέου μνημείου στην Τριπιτή στη μνήμη εκείνων που φυγαδεύτηκαν και των Κρητών που τους βοήθησαν.

Η γενναιότητα των ανθρώπων αυτού του χωριού και των ανταρτών που μάχονταν κατά της κατάληψης του νησιού, καθώς επίσης και η στήριξή τους προς τους συμμάχους στρατιώτες, θα γίνουν θρύλος στην ιστορία της κρητικής αντίστασης. Από δω, κατάγονται και οι θρύλοι της αντίστασης –τα πέντε αδέλφια Πατεράκη.

Η στήριξη του χωριού προς ένα μεγάλο αριθμό των Anzacs που ήταν καταζητούμενοι, στην Κρήτη, είναι γνωστή, σε τέτοιο βαθμό που το χωριό, κατά την έκφραση του Frazer είναι το χωριό των Anzacs ( Anzac club).
Για βδομάδες οι χωρικοί πρόσφεραν τροφή και καταφύγιο στους καταζητούμενους στρατιώτες στην περιοχή οδηγώντας τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια, των βουνών, στην ακτή της Τριπιτής για να φυγαδευτούν. Η περίφημη “water cave” ή «νεροσπηλιά» πρόσφερε καταφύγιο σε πάρα πολλούς ξένους στρατιώτες σ’ όλη τη διάρκεια του 1942 – 1943. Anzacs, όπως στον Lieutenant Len Frazer, Corporal Ned Nathan, Private Charlie Hunter καθώς επίσης και το, περίφημος Kiwi Gunner SOE πράκτορα Dudley Perkins, γνωστό περισσότερο ως Καπετάν Βασίλη – όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι από τους κατοίκους του χωριού, ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι ίδιοι.

Ο κατακτητής εντούτοις προέβη σε τρομερά αντίποινα σ’ όλη γενικά την Ελλάδα. Χωριά και πόλεις καταστράφηκαν, οι κάτοικοί τους εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα, που ήταν πραγματικά εξαγριωμένοι γιατί δεν έβρισκαν συνεργασία από τους έλληνες σ’ όλη γενικά τη χώρα.

Το ίδιο συνέβη και σε τούτο το μικρό χωριό. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να σκοτώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά, όπως σχεδίαζαν χάρη στη γενναία επέμβαση του Κώστα Πατεράκη. Από 400 μέτρα μακριά, από ένα ύψωμα, πάνω από την πλατεία, πυροβόλησε το Γερμανό που ήταν έτοιμος να εκτελέσει τις γυναίκες του χωριού, παραταγμένες σε σειρά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι άντρες του χωριού είχαν δραπετεύσει στα γύρω βουνά. Το εκτελεστικό απόσπασμα, το έβαλε στα πόδια. Όπως είπε αργότερα ο Neil Donahue, για το συγκεκριμένο γεγονός, ο γιος του Κώστα Πατεράκη, ο Μιχάλης, ανάφερε ότι ο πατέρας του είχε πει: «Δεν πυροβόλησα τον Γερμανό – εγώ μόνο τράβηξα τη σκανδάλη, ο Θεός κατηύθυνε τη σφαίρα.

Παρ’ ότι τέσσερις γυναίκες και ένα μικρό κορίτσι τουφεκίστηκαν, οι περισσότερες δραπέτευσαν στα βουνά, από όπου είδαν το χωριό τους να τυλίγεται στις φλόγες. Μαζί με τον γειτονικό Λειβαδά και τη Μάνη, στις 2 Οκτώβρη 1943. Η αντίσταση εντούτοις συνεχίστηκε μέχρι την απελευθέρωση. Μερικοί από τους άντρες του χωριού συνελήφθηκαν και ήταν σε καταναγκαστικά έργα, άλλοι πέθαναν στο στρατόπεδο κράτησης Matheusen, στην Αυστρία.
Κάθε χρόνο στις 25 Νοέμβρη, οι κάτοικοι του χωριού τιμούν την αντίσταση με το Φεστιβάλ Αγία Αικατερίνη, στο προαύλιο της υπέροχης εκκλησίας που έχτισαν σε ανάμνηση των ανταρτών και την προστασία που πρόσφερε η Αγία.
Στην επιστροφή, όταν οδηγώ, μέσα από τα βουνά, στα φιδωτά δρομάκια, προς τα Χανιά, δε μπορώ να μη σκεφτώ αυτούς τους γενναίους χωρικούς.
Η ιστορία τους, συμβολίζει το δεσμό που υπάρχει μεταξύ Αυστραλών, Νέο Ζηλανδών, Κρητών και Ελλάδας –έναν δεσμό που δημιουργήθηκε στον πόλεμο και τιμάται σε χρόνια ειρήνης».
Μέσα από τη συναρπαστική αυτή περιγραφή υπάρχει και η ιστορική διάσταση, δοσμένη απλά και σεμνά, όπως απλοί και σεμνοί ήταν και οι άνθρωποι που την έγραψαν.