Σ’ αυτά τα βδομαδιάτικα σημειώματα θα μου άρεσε -και το προσπαθώ, πιστέψτε με- να προσφέρω μόνο χιουμοριστικά θέματα. Σκέφτομαι πως στεναχώριες καθημερινές, μικρές ή μεγάλες, λίγες ή πολλές, έχουμε όλοι και καλό θα ήταν να μην προσθέτουμε κι άλλες. Τα περισσότερα άρθρα των εφημερίδων είναι σκέτο ψυχοπλάκωμα. Να ο ένας που σκοτώθηκε μαζί με τα παιδιά του, να ο κατακλυσμός εκεί και ο σεισμός αλλού, που έκλεισαν μερικές εκατοντάδες σπίτια και έθαψαν κάποιες εκατοντάδες ψυχές, με άλλα λόγια σ’ όποια σελίδα εφημερίδας και να ψάξεις, κατά το πλείστον, θλιβερές ιστορίες θα συναντήσεις, μια και όπως λένε, το καλό δεν είναι… είδηση.
Όσες φορές γράφω, κάτι όχι ευχάριστο, είναι γιατί κι εγώ αφήνομαι στη δύνη της στιγμής, των γεγονότων ή στις «πικρές εικόνες» της συγκεκριμένης ημέρας.
Με μια διασκεδαστική ιστοριούλα, χαριτωμένη και πικάντικη ξεκίναγα το γράψιμο και άλλαξα ρώτα πνιγμένος από την οργή που μου προκάλεσε η παρακάτω αληθινή ιστορία. Έχω αλλάξει τα ονόματα και τα προάστια γιατί στο τέλος, όλοι σας, θα συνδυάσετε τα γραφόμενα με κάποια δική σας ή γνωστού σας, παρόμοια περίπτωση που τη ζήσατε ή την ακούσατε.

Ο κ. Θανάσης ζούσε με την αγαπημένη του σύζυγο σε ένα από τα γνωστά, ακριβά προάστια της Μελβούρνης. Είχαν και άλλα τρία ακίνητα, ένα μαγαζί κάπου στο κέντρο της πόλης, ένα δεύτερο σπίτι σε φτωχότερο προάστιο, καθώς και ένα εξοχικό σε κάποιο από τα γνωστά όμορφα παραλιακά θέρετρα της Βικτώριας. Σύνταξη δεν πήρε ποτέ και δεν μεταχειρίστηκε τα γνωστά, σε όλους μας, κόλπα τα της μεταφοράς, εγκαίρως, της όποιας περιουσίας στα παιδιά για πάρει τα προσφερόμενα από… το σπάταλο κράτος μας στους συνταξιούχους. Μόλις τον πήρανε τα χρόνια πούλησε την επιχείρηση που είχε, έβαλε μέρος από τα καλά χρήματα που πήρε στο εφάπαξ του και ζούσε μια ζωή πολύ άνετη και σας βεβαιώ πως ήξερε να την ζήσει. Ταξίδια, σε όλη την Αυστραλία, ταξίδια στην Ελλάδα και στα γύρω από την Αυστραλία νησιά.
Δύο παιδιά, ο γιος με τα δύο του παιδιά και το μεγαλύτερο είχε το όνομα του παππού και η κόρη με ένα αγοράκι που, που περιέργως, είχε επίσης το όνομα του παππού.
Λέω περιέργως γιατί η κόρη του κ. Θανάση είχε παντρευτεί ένα παλικάρι από άλλη φυλή και αλλόθρησκο και εξεπλάγησαν οι πάντες όταν η κόρη μίλησε για βάπτιση σε ορθόδοξη εκκλησία και όταν ακούστηκε το όνομα του νεοφώτιστου… Θανάσης.  

Από τη στιγμή που «εμφανίστηκαν» στον ορίζοντα της ζωής του Θανάση και της συζύγου του τα… εγγόνια, μετριάστηκαν τα ταξίδια του εξωτερικού και πλήθυναν τα ταξίδια στην Πολιτεία που ζούσε ο γιος τους με την οικογένειά του και τα πήγαινε-έλα στο δεύτερο σπίτι τους, στη «φτωχική γειτονιά», που το είχαν παραχωρήσει και ζούσε η κόρη τους. Τα χρόνια πέρασαν. Ο Θανάσης έμεινε μόνος του στο μεγάλο σπίτι. Δεν ήθελε να πάει να μείνει με κανένα από τα παιδιά του. Ακουμπούσε τα έπιπλα, τα μπιμπελό, τα βάζα και τα ρούχα της μακαρίτισσας, λες και ακουμπούσε τα δάκτυλα της και τα μαλλιά της. Μετά το θάνατο της συντρόφου του κατάπεσε και ο ίδιος. Καρδιά και αργότερα καρκίνο στο πάγκρεας. Ένας δύο φίλοι, κάπου- κάπου περαστικοί να τον δουν και να καθίσουν για λίγο, όσο τους το επέτρεπε η κόρη του, που έμενε περισσότερο με τον πατέρα της από τον καιρό που χώρισε με τον… αλλόθρησκο σύζυγό της.

Ένας από τους φίλους του κ. Θανάση, σοβαρό άτομο, που μου διηγήθηκε το τέλος της θλιβερής ιστορίας είπε: «Πηγαίνοντας μια ημέρα να τον δω, έβγαιναν από το σπίτι η κόρη του και δύο άλλοι καλοντυμένοι κύριοι. Η κόρη μου συνέστησε να μην καθίσω πολύ με τον πατέρα της γιατί αισθανόταν κουρασμένος και με ενημέρωσε πως θα γύριζε σε λίγο. Όταν μπήκα σπίτι ρώτησα τον Θανάση ποίοι ήταν οι πρωινοί επισκέπτες τους. «Το κορίτσι τους έφερε να υπογράψω κάτι χαρτιά για να έχω φθηνό ρεύμα και φθηνό νερό. Ο ένας ήταν της ηλεκτρικής εταιρίας και ο άλλος της εταιρίας υδάτων. Τους ξέρεις τους Αυστραλούς δεν εμπιστεύονται τη μάνα τους.

Στο κορίτσι έχω κάνει πληρεξούσιο, ένα που δεν θυμάμαι πως το λένε αγγλικά, για να πηγαίνει στην τράπεζα να βγάζει χρήματα να ζούμε και να πληρώνει τους γιατρούς. Αυτοί ήθελαν τη δική μου υπογραφή. Το νερό μ’ ενδιέφερε περισσότερο γιατί είναι μεγάλος ο κήπος και χαλάμε πολύ νερό». Τα υπόλοιπα τα συμπέρανα αργότερα. Συγκεκριμένα, έξι μήνες αργότερα όταν πέθανε ο Θανάσης και άνοιξαν τη διαθήκη του. Όλοι μιλούσαν για πάνω από εκατομμύριο καταθέσεις εκτός από αυτά που είχε στο εφάπαξ. Άφηνε το μαγαζί και τα δύο σπίτια στην κόρη του, το παραθαλάσσιο στο γιο του και να μοιραστούν τα δύο αδέλφια ό,τι ποσό υπήρχε στους λογαριασμούς της τράπεζας που ήταν στο σύνολό τους…. $98.000. Ο γιος, λίγο μετά πούλησε το παραθαλάσσιο και, απ’ ότι λένε, ζήτησε να τον μεταθέσουν στο Λονδίνο…