Η Ελαφρότητα είναι σαν τον κακό οδηγό. Παινεύεται «20 χρόνια στο τιμόνι δεν έχω τρακάρει ποτέ». Και τρακάρουν όλοι γύρω του. Μπροστά του, πίσω του, δεξιά κι αριστερά του, παίρνει κόσμο στον λαιμό του, διαλύει οικογένειες, βυθίζει σπίτια στο πένθος, μαυροντύνει χήρες κι ορφανά.
Συνήθως, ο ίδιος ούτε που το παίρνει χαμπάρι. Έχει βάλει το σιντάκι του στο φουλ, μιλάει και στο κινητό -«αν αργήσω φάτε»- και σκίζει τις λεωφόρους χαρωπός κι αμέριμνος.
Ο περιρρέων μύθος μας διδάσκει ότι χειρότεροι οδηγοί είναι οι γυναίκες, οι γιατροί και οι ηλικιωμένοι. Με αυτή τη λογική, αν πέσεις σε συνταξιούχα ενδοκρινολόγο την έβαψες. Άρα, σούπερ οδηγάρα είναι: α. άντρας, β. νέος και γ. τοπογράφος. Και επειδή οι μύθοι είναι για να καταρρίπτονται – οι περισσότεροι από μας ήδη γνωρίζουμε στο πετσί μας ότι κακός οδηγός δεν είναι ο άντρας ή η γυναίκα. Κακός οδηγός είναι ο μαλάκας. Τελεία. Παύλα.
Πάμε παρακάτω.
Δεν υπάρχει πιο μακάριος άνθρωπος από τον ανεύθυνο οδηγό. Αυτόν που θεωρεί ότι για όλα φταίει ο διπλανός του. Δεν έχει καμιά ενοχή, καμιά τύψη, δεν κάνει καμιά αυτοκριτική. Η μόνη αλήθεια είναι η δική του αλήθεια. Γιατί να κάτσει να προσθέσει 2+2, αφού δεν του βγαίνει 4 αλλά 5; Κι όταν του βγαίνει 4, δεν είναι 4. Είναι 5. Αντικειμενικό αυτό. Τελεία. Παύλα.
Πάμε παρακάτω.
Μια καθόλου -κι όχι «καθ’ όλα»- αβάσταχτη ελαφρότητα είναι το αόρατο νήμα που ενώνει τον κακό οδηγό με τον Έλληνα πολιτικό. Η συγκεκριμένη μορφή ελαφρότητας έκανε ανέκαθεν λαμπρή καριέρα στο εγχώριο Κοινοβούλιο. Και οι πολιτικοί μας -όχι όλοι, μην τσουβαλιάσουμε και το σύμπαν- είναι ελαφρείς. Πούπουλα. Αφρός. Ατμός. «Όλα είναι ατμός, Θρασύβουλας»!
Τους βλέπεις στην τηλεόραση και σε πιάνει τρόμος. Κλείνεις τα μάτια σου, όπως στις ταινίες σπλάτερ του Κρόνενμπεργκ: δεν υπάρχει τίποτα πιο γκραν γκινιόλ από την αίσθηση ότι οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν μια χώρα που στουκάρισε στο παγόβουνο και ναυάγησε. Βουλιάζουμε, η μπάντα παίζει «Nearer my God to Thee» κι αυτοί ρίχνουν στο τραπέζι σαν ζαριά το ένα κλισεδάκι μετά το άλλο: «Έχουμε κι εμείς την ίδια αγωνία». «Τα παιδιά μας δεν βρίσκουν δουλειά». «Να δουλέψουμε όλοι σκληρά». «Η δημοκρατία». «Η ισονομία». «Τα μέτρα επώδυνα αλλά αναγκαία». «Κληρονομήσαμε χάος».
Κυρίως αυτό το τελευταίο. «Κληρονομήσαμε χάος». Που σημαίνει «δεν φταίμε εμείς». «Ποτέ δεν φταίμε εμείς». «Και βέβαια θα κάνουμε την αυτοκριτική μας». «Την κάναμε την αυτοκριτική μας, δεν φταίμε εμείς». Η φαντασία μας τα φταίει. Τελεία. Παύλα.
Πάμε παρακάτω.
Πες με τρελή, πες με καχύποπτη, αλλά κάθε φορά που αγορεύουν στα παράθυρα έχω την αίσθηση ότι -αφού σκοτωθούν μεταξύ τους- πάνε παρεούλα για ουζάκι. Έτσι βρε, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Εξάλλου δεν είναι λίγες οι φωτό από ενσταντανέ του Κοινοβουλίου όπου σε διαλείμματα χαχανίζουν – εκμηδενίζοντας με περισσή ευκολία χωροταξικές αποστάσεις και ιδεολογικά χάσματα.
Θα μου πεις, «άνθρωποι είναι». Να μην πουν μια κουβέντα, να μη χαιρετιστούν; Να μην είναι ευγενείς, κόσμιοι, πολιτισμένοι; Και βέβαια. Αλλά να αποφασίσουν κάποτε. Κάποτε να τοποθετηθούν. Γιατί δεν είναι δυνατόν να τους βλέπεις σαν την καλή χαρά μεταξύ τους και μόλις αρχίσει να γράφει η κάμερα να βρίζονται, να ουρλιάζουν, να πλακώνονται, σχεδόν να πιάνονται στα χέρια. Ή το ένα ή το άλλο, κυρίες και κύριοι. Αλλιώς μιλάμε για μια παράσταση τόσο άθλια που θα είχε κατέβει την επομένη της πρεμιέρας της.
Ο κακός οδηγός είναι σαν τον κακό πολιτικό: ποτέ δεν φταίει ο ίδιος· φταίει πάντα αυτός που προηγείται· αυτός που έπεται. Και η κοινή συνισταμένη ανάμεσά τους είναι η ελαφρότητα.
Κι αν ο Μίλαν Κούντερα (που έγραψε το ομώνυμο βιβλίο) δεν είχε γεννηθεί στην πρώην Τσεχοσλοβακία αλλά, π.χ., στην Αιτωλοακαρνανία, θα συμφωνούσε απόλυτα μαζί μας: η ελαφρότητα στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου μα καθόλου αβάσταχτη. Αντίθετα. Μια χαρά «βαστιέται» για την ηλικία της. Τελεία. Παύλα.
Πάμε παρακάτω…
Ή μάλλον όχι… Όχι, ΕΤΣΙ σίγουρα δεν πάμε παρακάτω…