Το βιβλίο του Daniel Alexander Dinnie με τον τίτλο «Through the Crimson Mirror» («Μέσα από τον θολό καθρέφτη», Glass Paper Press, 2012) είναι, όπως δηλώνεται εν είδει υπότιτλου στο εξώφυλλο, μια σειρά «ενδοσκοπικών στοχασμών, αναφορικά με την ιδιότητα του γονέα, από την οπτική ενός νέου ανθρώπου». Πρόκειται για ένα ταπεινό σε όγκο βιβλίο (141 σελίδων), το πρώτο μιας τριλογίας, η οποία θα ολοκληρωθεί με δύο επιπρόσθετους συμπληρωματικούς τόμους που πρόκειται να ακολουθήσουν, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας.
Μολονότι πρόκειται για αυτοέκδοση, όπως προκύπτει απ’ τα συμφραζόμενα, η οποία ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων «αυτοβοήθειας» («self-help books»), δηλαδή είδη βιβλίων με τα οποία σπανίως ασχολείται ο υποφαινόμενος –για λόγους που έχω εξηγήσει στο παρελθόν και που δεν χρειάζεται να επαναλάβω– εντούτοις κάνω μια εξαίρεση σ’ αυτή την πάγια τακτική μου για τους λόγους που νομίζω θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια.
Θέμα του βιβλίου είναι πώς η δυσλειτουργική επικοινωνία μεταξύ γονιών κι ενός παιδιού (του συγγραφέα) οδήγησε από πολύ νωρίς τον τελευταίο σε απομόνωση, αντικοινωνικότητα, ψυχολογικό αδιέξοδο, δυσαρέσκεια με τον εαυτό του, τους άλλους και τη ζωή, και τελικά στο απονενοημένο βήμα της παρ’ ολίγον τραγικής αυτοκτονίας του. Πρόκειται για μια ασυνήθιστα αυτοεξομολογητική κατάθεση ενός 28χρονου ο οποίος, όπως διαβάζουμε στο σύντομο βιογραφικό του «γεννήθηκε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής το 1983 (…) Μετά από μια εν πολλοίς ανιαρή, μη δημιουργική και μονήρη νεανική ηλικία, αποφοίτησε απ’ το πανεπιστήμιο μ’ ένα δίπλωμα στην επιστήμη των υπολογιστών (computer science) κι εργάσθηκε ως προγραμματιστής. [Ο κλάδος αυτός] τον άφησε αδιάφορο, γι’ αυτό και μετά από χρόνια τον παράτησε. Το επόμενο διάστημα αποδείχτηκε τρικυμιώδες. Τραυματικά χρόνια ακολούθησαν κι ενέπνευσαν αυτό το βιβλίο, το οποίο εκπληρώνει έναν απ’ τους στόχους και μια απ’ τις επιθυμίες του».
Όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, το ειρωνικό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια, κατά τα άλλα, εύπορη και στοργική οικογένεια που του πρόσφερε σχεδόν τα πάντα (υλικά αγαθά, καλές σπουδές κτλ) τελικά, λόγω έλλειψης σωστής επικοινωνίας και κατανόησης εκ μέρους των δύο πλευρών (γονιών και παιδιού), τα πράγματα στην πορεία της ζωής επόμενο ήταν να περιπλακούν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να τον οδηγήσουν σε φοβερά προσωπικά αδιέξοδα και, σε μια παρ’ ολίγον τραγωδία, καθώς ένιωθε δυστυχισμένος.
Αν και ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ως έναυσμα την ιστορία της προσωπικής του περιπέτειας προκειμένου να μιλήσει για τα προβλήματα που υπάρχουν σε ευρύτερο και πιο συλλογικό επίπεδο και τα οποία ταλανίζουν την κοινωνία και την ανθρωπότητα, αναφορικά με τις προκλήσεις και τις παγίδες που υπάρχουν στην “τέχνη του να είναι κανείς γονιός” – μια διόλου εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, μολονότι ακροβατεί με εξαιρετική προσοχή, προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σκοινί του προσωπικού και οικογενειακού δράματος και “απορρήτου” (του τι και πόσα να αποκαλύψει ή αποσιωπήσει για την προσωπική του περιπέτεια, χωρίς να εκθέσει συγκεκριμένα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού και συγγενικού του περιβάλλοντος), τελικά ομολογεί ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα επικοινωνίας τα είχε προφανώς με τον πατέρα του, τον οποίο και “φωτογραφίζει” επαρκώς, χωρίς όμως να μπαίνει σε πολλές λεπτομέρειες, αλλά ούτε και να τον κατηγορεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θεωρεί κανέναν αποκλειστικά υπεύθυνο για την αποτυχία της επικοινωνίας. Αν κάτι ευθύνεται, αυτό θεωρεί ότι είναι η έλλειψη παιδείας αναφορικά με το “parenting” (δηλαδή του τι συνεπάγεται να είναι κανείς γονιός).
Τα σημαντικότερα σημεία που θίγονται στο βιβλίο θα μπορούσαν να συνοψισθούν, αδρομερώς, ως τα ακόλουθα:
Πρώτον, η ιδιότητα του γονέα. Αυτό δεν (πρέπει να) είναι κάτι απλό, αυτονόητο και δεδομένο, αλλά κάτι απροσμέτρητα πιο σοβαρό και υπεύθυνο, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό (κοινωνικό και πανανθρώπινο) επίπεδο, εξ ου και η όλη ιδέα του γάμου, πολύ δε περισσότερο της τεκνογονίας πρέπει να μελετηθεί επισταμένως και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί. Είναι αστείο και αδιανόητο – επισημαίνει ορθότατα ο συγγραφέας – τη στιγμή που χρειάζεται να περάσει κανείς επιτυχώς από δύσκολες εξετάσεις πριν του δοθεί άδεια οδήγησης, να μη χρειάζεται κανένα προαπαιτούμενο, καμία προϋπόθεση προκειμένου να ασκήσει τη δυσκολότερη δουλειά του κόσμου – να γίνει δηλαδή σωστός, υπεύθυνος και πετυχημένος γονιός! Και οι προϋποθέσεις αυτές – προσθέτει – δεν είναι μόνο οικονομικές (να παρέχει δηλαδή στο παιδί τα αυτονόητα στοιχειώδη επιβίωσης, όπως τροφή, στέγη, ρουχισμό, μόρφωση), αλλά πρωτίστως είναι αξιοκρατικές και ηθικές. Τουτέστιν, ο υποψήφιος γονιός χρειάζεται να είναι συγκροτημένος, ισορροπημένος, ώριμος και υπεύθυνος χαρακτήρας, με αυτογνωσία και παιδεία, που να έχει απόλυτα συνείδηση του δύσκολου ρόλου του και να είναι σε θέση να τον φέρει εις πέρας επιτυχώς. Διότι – σύμφωνα πάντα με τον συγγραφέα – το πολυτιμότερο δώρο που μπορεί να κάνει ένας γονιός στο παιδί του είναι η στενή ψυχική σχέση κι επικοινωνία που οφείλει να έχει μαζί του, η παροχή ανεπιτήδευτης και απροϋπόθετης στοργής, αγάπης και στήριξης, ιδιαίτερα από μικρή ηλικία έως την ενηλικίωση, χωρίς, παράλληλα, να του αποκρύπτει μυστικά ή να του λέει ψέματα. Συνελόντι ειπείν: Το πρώτο και κρισιμότερο “σχολείο” στη ζωή ενός παιδιού που θα καθορίσει εν πολλοίς την προσωπική του πορεία, γενικότερη πρόοδο (επαγγελματική, κοινωνική κτλ) κι ευτυχία ή δυστυχία στον κόσμο και στη ζωή είναι, αναμφίβολα, η οικογένεια και στο πόσο γερές ή σαθρές βάσεις διαθέτει.
Δεύτερον, το σχολείο. Κατά πόσο δηλαδή το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κατάλληλο και χρήσιμο στο να βοηθήσει το παιδί στη μαθησιακή του πρόοδο, την ψυχο-πνευματική και συναισθηματικο-σωματική του εξέλιξη, την επίτευξη των οραμάτων και στόχων, καθώς και της προσωπικής του ολοκλήρωσης κι ευτυχίας. Σε γενικές γραμμές ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, με τη σημερινή δομή, φιλοσοφία και προσανατολισμό του, το σχολικό σύστημα είναι απαρχαιωμένο και μάλλον ακατάλληλο για να προσφέρει τα απαραίτητα (πρακτικά κυρίως) εφόδια που θα προετοιμάσουν και βοηθήσουν το παιδί να αντιμετωπίσει τις όποιες προκλήσεις και αντιξοότητες της ζωής. Διότι – ισχυρίζεται – του φορτώνουν το μυαλό με, ως επί το πλείστον, άχρηστες γνώσεις και μαθήματα (όπως π.χ. Ιστορία, Γεωγραφία κτλ) που ελάχιστα θα του χρησιμεύσουν στη ζωή, ενώ, απεναντίας, του στερούν ζωτικής σημασίας πρακτικές γνώσεις και απαραίτητα εφόδια (όπως π.χ. το μάθημα της Συναισθηματικής Νοημοσύνης ή Emotional Intelligence, η Διαχείριση Οικονομικών Ζητημάτων κτλ) που θα του είναι απόλυτα αναγκαία στο μέλλον, μετά την αποφοίτησή του απ’ το σχολείο. Ακόμη χειρότερα –τονίζει– μερικές φορές το σχολείο βλάπτει σοβαρά και, ενίοτε, ανεπανόρθωτα την ψυχο-πνευματικο-σωματική υγεία κι ευεξία του παιδιού, με τα διάφορα κρούσματα “bullying”, διακρίσεων (ρατσιστικών, σεξιστικών κ.ά.), τον εξουθενωτικό φόρτο εργασίας, τον ανελέητο ανταγωνισμό για καλύτερους βαθμούς, επιδόσεις και διακρίσεις, που αναπότρεπτα οδηγούν σε επιβλαβές στρες, άγχος και άλλα συγγενικά ψυχολογικά προβλήματα, όπως απαισιοδοξία, έλλειψη αυτοεκτίμησης, κατάθλιψη κτλ.
Ο συγγραφέας διασαφηνίζει ότι, μολονότι επ’ ουδενί δεν αντιτίθεται ούτε είναι πολέμιος στην όλη ιδέα και τον θεσμό της σχολικής μόρφωσης, δεν παραλείπει ωστόσο να τονίζει ότι η μανία με την παιδεία (ιδιαίτερα την ανώτερη και ανώτατη), τα πτυχία, τις μεταπτυχιακές σπουδές και την ακαδημαϊκή αριστεία, κάθε άλλο παρά εγγυώνται και/ή διασφαλίζουν σήμερα επαγγελματική αποκατάσταση, οικονομική πρόοδο και/ή προσωπική ολοκλήρωση κι ευτυχία. Κάποτε, μάλιστα, όλα τα παραπάνω ενδέχεται και να αποδειχθούν τροχοπέδη στην ελευθερία, τη δημιουργικότητα και τις πνευματικές αναζητήσεις του παιδιού ή του ενήλικα. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι πιο ιδιοφυείς και δημιουργικοί άνθρωποι στην ιστορία της ανθρωπότητας (επιστήμονες, δημιουργοί, καλλιτέχνες, εφευρέτες, επιχειρηματίες κτλ) σπανίως τα πήγαν καλά με το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και το σχολείο. Πολλοί μάλιστα είτε δεν πήγαν καθόλου σ’ αυτό, είτε το εγκατέλειψαν από νωρίς. Χαρακτηριστική είναι η γνωστή ρήση του κλασικού αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν ο οποίος έλεγε κυνικά: «Εγώ δεν κατάφερα να αποκτήσω μόρφωση, επειδή από μικρός αναγκάστηκα να πάω σχολείο…» (Αυτό δεν αναφέρεται στο υπό εξέταση βιβλίο, αλλά θεώρησα χρήσιμο να το μνημονεύσω).
Τρίτον, ο ρόλος και η σπουδαιότητα της “επικοινωνίας”. Όπως προαναφέρθηκε, ο συγγραφέας δίνει υπέρτατη έμφαση στη χρησιμότητα κι επιτακτική ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνούν αυθόρμητα και ειλικρινά μεταξύ τους. Επίσης, στο πώς η παντελής απουσία ή πλημμελής και/ή δυσλειτουργική παρουσία της επικοινωνίας κάνει τη ζωή μας κόλαση και συχνά μας οδηγεί σε ακρότητες και επικίνδυνες ατραπούς (διαζύγια, εγκατάλειψη πατρικής ή συζυγικής στέγης, χρήση ουσιών ή αλκοόλ, ψυχασθένειες κτλ) και κάποτε στον όλεθρο (αυτοκτονία, θάνατο από χρήση ναρκωτικών κτλ). Υπογραμμίζει ότι το ειρωνικό όσο και τραγικό της όλης υπόθεσης είναι το εξής: Ενώ από τη μια μεριά οι άνθρωποι σήμερα ζουν το αποκορύφωμα της πληροφορικής επανάστασης και τη χρυσή εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μέσων επικοινωνίας, βαυκαλιζόμενοι ότι μπορούν να επικοινωνούν ακόμη και στο πιο απομονωμένο μέρος του πλανήτη, από την άλλη μεριά ζουν όλο και περισσότερο σαν ζόμπι, απομονωμένοι μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους και κλεισμένοι στον εαυτό τους, αδυνατώντας να επικοινωνήσουν στοιχειωδώς ακόμη και με το γείτονα της διπλανής πόρτας! Επιμύθιο από έναν ειδήμονα στην ηλεκτρονική επικοινωνία, την πληροφορική και τον κλάδο των “computer science”: Δεν είναι κακή η τεχνολογία και τα όποια επιτεύγματά της. Ούτε και πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για τις όποιες “παρεκκλίσεις” από τη νόρμα του σύγχρονου ανθρώπου. Ωστόσο, όσο μεγάλα άλματα κι αν σημειώνονται σ’ αυτό τον τομέα (των μέσων επικοινωνίας, ενημέρωσης και πληροφορικής), οι άνθρωποι – σύμφωνα με τον συγγραφέα –, ως ψυχο-πνευματικές οντότητες, δεν θα καταφέρουν ποτέ να ολοκληρωθούν και να βιώσουν την συναισθηματική ισορροπία, αρμονία και πληρότητα, όσο αποκόβονται από τον συνάνθρωπό τους. Διότι, απλούστατα, ο άνθρωπος πλάστηκε να ζει ομαδικά, ως κοινωνικό ον και όχι ως μονόχνωτος ερημίτης, παρέα μόνο με τους άψυχους υπολογιστές του…
Όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα, το παρθενικό βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Daniel Alexander Dinnie έχει αναμφίβολα προτερήματα: Αυθεντικότητα, ευθύτητα, σαφήνεια, στέρεες και κρυστάλλινες ιδέες και απόψεις, καθώς και ενδιαφέροντα και χρήσιμα μηνύματα, τόσο για μεγάλους όσο και για μικρούς. Ιδιαίτερα πρέπει να επαινεθεί το θάρρος και το σθένος του συγγραφέα να ξεστηθιασθεί δημοσίως, προκειμένου να βοηθήσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τους ομοιοπαθείς συνανθρώπους του, μέσω του παλλόμενου πάθους της προσωπικής μαρτυρίας κι αυτοεξομολόγησης. Ωστόσο, θα ήταν σοβαρή παράλειψη κι ανέντιμο εκ μέρους μου αν αποσιωπούσα κάποιες επιφυλάξεις και/ή αδυναμίες που εντόπισα. Τις αναφέρω, όχι για επισκιάσω τα πολλά θετικά στοιχεία του βιβλίου, αλλά για να τις θέσω υπόψη του συγγραφέα, με την ελπίδα ότι θα τις (ανα)στοχαστεί. Οι επισημάνσεις μου είναι συνοπτικά οι εξής:
(i) Η επιλογή του τίτλου δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, αλλά αυτό μπορεί να είναι και θέμα προσωπικού γούστου, γι’ αυτό το αντιπαρέρχομαι. Το ίδιο όμως ισχύει και με το όλο “design” του βιβλίου και τις φωτογραφίες των εξωφύλλων – εμπροσθόφυλλου και οπισθόφυλλου. Το τελευταίο είναι αδικαιολόγητα παραφορτωμένο με πληροφορίες που παρατίθενται μάλλον αδέξια.
(ii) Το ίδιο ισχύει και με τις ονομασίες κάποιων κεφαλαίων. Σε τι χρησιμεύει λ.χ. το “Symphony Two…”, “Play Three…” και “Painting”; Όχι μόνο δεν βοηθούν, αλλά ίσως και να μπερδεύουν και αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη.
(iii) Γίνονται συχνές επαναλήψεις και επικαλύψεις θεμάτων. Ως ένα βαθμό, αν όχι απόλυτα, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με ένα απλό προσεκτικό “editing.”
(iv) Η χρήση βιβλιογραφίας είναι πρόχειρη, ευκαιριακή και αυθαίρετη. Αποτέλεσμα: ο αναγνώστης, συχνά, να μη γνωρίζει ποιες ιδέες ανήκουν στον συγγραφέα και ποιες στις βιβλιογραφικές πηγές που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου.
(v) Η συχνή και μάλλον αδικαιολόγητη επίκληση του συγγραφέα στον ερασιτεχνισμό του, στον πρωτόλειο χαρακτήρα του εγχειρήματός του, στις συγγραφικές αδυναμίες, στα τρωτά και τις άλλες αβεβαιότητές του (με τη χρήση διαφόρων «συγγνώμη» και την επίκληση της κατανόησης του αναγνώστη), όσο αφοπλιστικά ειλικρινής κι αν είναι, δεν ξέρω αν χρειαζόταν καν και κατά πόσο βοηθά το βιβλίο. Απεναντίας, όλα αυτά θα μπορούσαν να εκληφθούν ως άλλοθι για τις όποιες αδυναμίες του βιβλίου…
(vi) Όλες οι παραπάνω ενστάσεις διατυπώνονται με εύλογη απορία, δεδομένου ότι ο συγγραφέας, αν και πρωτοεμφανιζόμενος, είχε –όπως ομολογεί– στη διάθεσή του και “editors” και άλλους συμβούλους για τη συγγραφή, τον σχεδιασμό και την παραγωγή του πονήματός του. Άρα;…
(vii) Την όλη ιδέα να κυκλοφορήσει το εν λόγω βιβλίο ως τριλογία –με δυο ακόμη επιπρόσθετους επικείμενους τόμους– τη θεωρώ άστοχη, για ευνόητους λόγους. Φρονώ ότι θα ήταν φρονιμότερο αλλά και πιο πρακτικό κι αποτελεσματικό αν οι τρεις τόμοι παρουσιάζονταν εξαρχής σε έναν, για να μη διασπάται η συνοχή του βιβλίου. Εξ ου και, υπό το φως των παραπάνω παρατηρήσεων, χρήσιμο θα ήταν αν μελλοντικά κυκλοφορούσε η τριλογία σε έναν τόμο και δη αναθεωρημένη.