Η στρατιωτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών θέλει να αποφύγει μια μακράς διάρκειας σύρραξη με το συριακό στρατό.
Την εκτίμηση αυτή μετέφερε σε Σύρους πρόσφυγες ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών, Μπομπ Καρ, μιλώντας τους σε προσφυγικό καταυλισμό στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, στα σύνορα με τη Συρία.
Οι πρόσφυγες ζήτησαν από τον Αυστραλό υπουργό Εξωτερικών να στηρίξει μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία με στόχο τον τερματισμό του εμφυλίου σπαραγμού και την αιματοχυσία.
Μια γυναίκα πρόσφυγας ρώτησε τον Αυστραλό υπουργό: «Γιατί δεν επεμβαίνουν οι μεγάλες δυνάμεις να σταματήσουν την αιματοχυσία;»
Και ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Νομίζω ότι οι μεγάλες δυνάμεις φοβούνται να αναμειχθούν σε άλλον ένα πόλεμο σε ισλαμική χώρα. Φοβούνται ότι θα είναι ένας πόλεμος μεγάλης διάρκειας. Ούτε οι Αμερικανοί στρατιωτικοί, από ό,τι ακούω, θέλουν έναν πόλεμο μακράς πνοής με τις δυνάμεις του Άσαντ».
Η ίδια γυναίκα σχολίασε ότι «ακόμα ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος θα είναι καλύτερα από την κόλαση που ζούμε σήμερα» ενώ ένας άλλος πρόσφυγας συμπλήρωσε: «Μα και σήμερα στη Συρία δεν έχουμε πόλεμο; Σκοτώνουν παιδιά, βιάζουν γυναίκες. Πού είναι η ανθρωπιστική συμπαράσταση».
Ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών σχολίασε ότι έως το τέλος του έτους οι πρόσφυγες από τη Συρία ίσως ανέλθουν στα 3,6 εκατομμύρια.
«Είναι πολύ πιθανόν, χωρίς παρέμβαση και συμπαράσταση σε αυτούς που αντιστέκονται στον Άσαντ, να έχουμε εκατομμύρια πρόσφυγες στα σύνορα. Εκατομμύρια και όχι χιλιάδες» είπε ο κ. Καρ.
Ο Αυστραλός υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι ο ίδιος δεν είναι υπέρ της στρατιωτικής παρέμβασης, αλλά δεν έχει και πειστικά επιχειρήματα εναντίον της ακούγοντας τις φρικιαστικές ιστορίες των προσφύγων.
«Σημειώνεται μια καταστροφή εδώ και ο κόσμος θα πρέπει να κατανοήσει ότι μια στρατιωτική δράση είναι μικρότερο κακό για να αντιμετωπιστεί αυτή η ανθρωπιστική κρίση» είπε ο κ. Καρ.
Σύμφωνα με τον κ. Καρ, η επιμονή των ΗΠΑ σε μια διεθνή εκστρατεία και όχι σε μονομερή λήψη μέτρων από την Αμερική στη Συρία φαίνεται να ικανοποιεί και τους Αμερικανούς πολίτες, εκ των οποίων μόνο το 10%, σύμφωνα με δημοσκόπηση, επιθυμεί επέμβαση στη χώρα αυτήν.