Στις 2 Μαΐου και στις 9 Μαΐου από τη στήλη αυτή αναφέρθηκα, αδρομερώς, στα βιβλία των Αμερικανών πανεπιστημιακών οικονομολόγων Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς «Τέλος στην ύφεση τώρα!» και «Το τίμημα της ανισότητας» αντίστοιχα.
Και οι δύο, διεθνούς φήμης, οικονομολόγοι καταφέρονται κατά του επικρατούντος δόγματος του νεοφιλελευθερισμού, καθότι διαπιστώνουν πως αποδυναμώνεται σταδιακά το κράτος πρόνοιας, και αίρονται οι νομικές εργασιακές ρυθμίσεις που στόχο είχαν την προστασία των εργαζομένων.
Τα μέτρα λιτότητας που έχουν εφαρμόσει οι διάφορες κυβερνήσεις για να βγάλουν τις χώρες τους από την οικονομική κρίση που τις έχει πλήξει τα τελευταία χρόνια, επιτείνουν την οικονομική δυσπραγία της μεσαίας τάξης, μειώνουν τους μισθούς των εργαζομένων και τις συντάξεις των συνταξιούχων, ενώ παράλληλα αυξάνουν την ανεργία.
Σημειώνω πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται εννοιολογικά με τον φιλελευθερισμό. Κύριο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού είναι η απόσυρση του κράτους από την οικονομική δραστηριότητα, και παράλληλα η μείωση του παραδοσιακού εποπτικού ρόλου του κράτους στη λειτουργία της αγοράς.
Οι κύριες αρχές του νεοφιλελευθερισμού είναι:
*Μια αγορά χωρίς κανόνες είναι ο καλύτερος τρόπος για την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης.
*Περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στις δημόσιες υπηρεσίες.
*Περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις.
*Κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους.
*Απορρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας.
*Αποκρατικοποιήσεις.
Η κρατική παρεμβατικότητα στην οικονομία, σύμφωνα με τον νεοφιλελευθερισμό, είναι σπάταλη και αναποτελεσματική.
Αυτή είναι η θεωρία του νεοφιλελευθερισμού. Η εφαρμογή της στην πράξη τα τελευταία χρόνια είναι υπεύθυνη για την οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, πατρίδα του νεοφιλελευθερισμού, και τώρα πλήττει με ιδιαίτερη οξύτητα την Ευρωπαϊκή Ένωση και χώρες άλλων ηπείρων, αλλά και η διεύρυνση της ανισότητας.
Οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού ισχυρίζονται ότι, καθώς η οικονομία είναι περίπλοκη, κάθε κρατική παρέμβαση περιορίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, και επομένως παρακωλύει την οικονομική ανάπτυξη.
Τα επιχειρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την απεμπόληση εκ μέρους του κράτους βασικών ρυθμιστικών διατάξεων, και για τη μείωση, αν όχι κατάργηση, των κοινωνικών προγραμμάτων.
Η μετάβαση από τον «κρατικά ελεγχόμενο καπιταλισμό» των περασμένων δεκαετιών στην απορρυθμισμένη λειτουργία της αγοράς στην εποχή μας, οδήγησε τις ανεπτυγμένες χώρες σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, σε απαράδεκτα υψηλά ποσοστά ανεργίας, και στην κρίση των κοινωνικών θεσμών.
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι η κοινωνική συναίνεση να αντικατασταθεί από την αντιπαλότητα, η αγορά να τεθεί εναντίον του κράτους, και ο ιδιωτικός τομέας εναντίον του δημόσιου τομέα.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ Ο ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Με την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στο παρελθόν, ο βιομηχανικός καπιταλισμός, παράλληλα με την κερδοφορία του κεφαλαίου, συνετέλεσε στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, και το δημόσιο, με τα αυξημένα κρατικά έσοδα από την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, ήταν σε θέση να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές του υποχρεώσεις.
Όταν η εφαρμογή των αρχών του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στην οικονομική κρίση, με θύματα – τι ειρωνεία! – και μεγάλες τράπεζες, που ήταν και υπεύθυνες για την κρίση, είδαμε το ακόλουθο παράδοξο: το κράτος να προβαίνει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με δισεκατομμύρια δολάρια ή ευρώ για το σκοπό αυτό.
Με άλλα λόγια, το κράτος απέσυρε κεφάλαια από κοινωνικά προγράμματα που στόχευαν στη στήριξη των αναξιοπαθούντων πολιτών, ή δανειζόταν με επαχθείς όρους, για να σώσει τους τραπεζίτες, που με την ασυδοσία τους προκάλεσαν την οικονομική κρίση.
Και φτάσαμε στο ακόλουθο παράλογο επακόλουθο του νεοφιλελευθερισμού: τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου να τα καρπώνονται οι λίγοι κάτοχοί του, και τις ζημιές του συχνά να τις φορτώνεται το κράτος, με άλλα λόγια οι πολίτες.
Στο βιβλίο της «Σύγχρονος καπιταλισμός και παγκοσμιοποίηση», η Σοφία Ν. Αντωνοπούλου, Καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, γράφει σχετικά:
«Ο νεοφιλελευθερισμός διατείνεται ότι η διεθνής και οι εθνικές οικονομίες λειτουργούν αποτελεσματικότερα υπό το κράτος της «απελευθέρωσης» από τα κρατικά «δεσμά», και ότι η «ελεύθερη αγορά» και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» οδηγούν στην πτώση των τιμών προς όφελος των καταναλωτών. Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται η «ελεύθερη αγορά» και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» καταλήγουν να είναι ένας μεγάλος μύθος, καθώς η ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου οδηγεί στη διαμόρφωση ολοένα και πιο ολοκληρωμένων ολιγοπωλιακών/μονοπωλιακών συνθηκών, που οδηγούν εντέλει στην κατάργηση του «ελεύθερου ανταγωνισμού» και της «ελεύθερης αγοράς», και στην ανύψωση και διατήρηση των τιμών σε υψηλά «μονοπωλιακά» επίπεδα σε βάρος εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών, που παρακολουθούν την ακρίβεια, σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας, να ροκανίζει το βιοτικό τους επίπεδο», σελ. 137.
Το πρόβλημα στην εποχή μας είναι πως με πρόσχημα την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, οι διάφορες κυβερνήσεις, είτε αυτόβουλα, είτε υπό την πίεση των δανειστών τους, εφαρμόζουν πολιτικές που αντί να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κρίσης τις επιτείνουν.
Αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι ότι το διεθνές κεφάλαιο από ελεγχόμενο που ήταν, με την έννοια ότι η διακίνησή του ελεγχόταν από κρατικά όργανα, με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού έχει καταστεί ανεξέλεγκτο.
Στις ημέρες μας βιώνουμε τη συγκρότηση μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής τάξης, η οποία έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλες τις πτυχές της οικονομίας – στην παραγωγή, στις εργασιακές σχέσεις, στους μισθούς, στην κατανομή του πλούτου, ακόμη και στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.
Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΒΑΡΟΥΣ, ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΙΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ
Η πολιτική της λιτότητας, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην Ευρώπη για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης, έχει φέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Απόρροια της πολιτικής της λιτότητας είναι η ύφεση, με άλλα λόγια η πτώση στην οικονομική δραστηριότητα, και ως εκ τούτου η αύξηση της ανεργίας, και η μείωση των δημόσιων εσόδων.
Δεδομένου ότι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης μειώνονται οι απολαβές των εργαζομένων, η ανισότητα μεταξύ των εργαζομένων και συνταξιούχων από τη μια, και των κατόχων του κεφαλαίου από την άλλη, διευρύνεται σε βαθμό που δοκιμάζονται οι πολιτικοί θεσμοί και οι κοινωνικές ισορροπίες.
Το κακό επιτείνεται σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία για την έξοδό της από την οικονομική κρίση με δάνεια από την Ευρωζώνη είναι υποχρεωμένη να παίρνει μέτρα αυστηρής λιτότητας, που ως επί το πλείστον πλήττουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα πιο ευπαθή κοινωνικά στρώματα.
Αν και η οικονομική θεωρία διδάσκει πως σε περιστάσεις οικονομικής ύφεσης είναι απαραίτητες οι κρατικές παρεμβατικές πολιτικές, οι οποίες θα στοχεύουν στην αύξηση της ζήτησης, και στη δημιουργία ευνοϊκού για επενδύσεις κλίματος, οι δανειστές της Ελλάδας, διά μέσου της Τρόικας, εμμένουν στην εφαρμογή της πολιτικής της λιτότητας.
Αυτό γίνεται με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, την αύξηση της φορολογίας, και τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Και αυτό όταν η ανεργία έχει εκτιναχθεί στο 27%, για δε τους νέους 15 – 24 ετών χτύπησε το 64%, δηλαδή δύο στους τρεις είναι άνεργοι!
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος πανεπιστημιακός οικονομολόγος για να δει πως χωρίς μια ριζική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα το αποτέλεσμα θα είναι μια παρατεταμένη ύφεση, με όλες τις καταστρεπτικές επιπτώσεις χια τη χώρα.
Δυστυχώς η πολιτική της λιτότητας που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, μείωσης των δημοσίων εσόδων, και εξάρτηση από επιπρόσθετα δάνεια, η αποπληρωμή των οποίων καθίσταται προβληματική, αφού ήδη έφτασαν το 170% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
Προς έπαινό της, η Ελληνική Κυβέρνηση καταβάλλει κάθε προσπάθεια, κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες, με τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, και τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, και τις αποκρατικοποιήσεις, να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, απαραίτητα για την έξοδο της χώρας από την οικονομική ύφεση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύεται εμπειρικά το εσφαλμένο της αντίληψης πως με μέτρα λιτότητας μειώνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα. Δυστυχώς το αντίθετο ισχύει, αφού με τη λιτότητα προκαλείται ύφεση, συνέπεια της οποίας είναι η πτώση των δημοσίων εσόδων, με αποτέλεσμα το έλλειμμα αντί να μειώνεται να αυξάνεται.