Οδηγούσα και έτρεχα να προλάβω την τράπεζα, να πληρώσω κάτι.
Χτύπησε το τηλέφωνο και βιάστηκα ν’ απαντήσω οδηγώντας.

Ήταν ο Γιώργος Σαρρησταύρου, φίλος καλός και σοβαρός άνθρωπος. Σταμάτησα παράνομα σε κάποιαν άκρη του φορτωμένου δρόμου, για να τον ακούσω. Ο Γιώργος δεν τηλεφωνά έτσι για ψήλου πήδημα, σκέφτηκα. Κάτι θα συμβαίνει. Απλά και με φωνή που… έτρεμε, είπε: «Πέθανε ο Πλούταρχος. Η παροικία φτώχυνε πολύ αυτή τη φορά Κώστα…». Είπαμε και άλλα λίγα βαριά και πικραμένα και κλείσαμε. Οι εφημερίδες ίσως επαναλάβουν σαν αναφερθούν στο Πλούταρχο πως… «η παροικία φτώχυνε με το θάνατο του Πλούταρχου Δεληγιάννη». Πάμπτωχη φίλες και φίλοι. Τον θυμάμαι να μου μιλά για το περιοδικό τα «Ελληνικά Θέματα», το κρασί του και για το πότε θα πάω να πιούμε μια κούπα και εύρισκε καλή την ιδέα μου να κάνουμε ομιλίες στα ελληνικά σχολεία και όχι μόνο, για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

«Θα το συζητήσω με τον Σωτήρη τον Μανταλβάνο και θα το ξεκινήσουμε. Εσύ, ο Κυριάκος κι’ εκείνος είσαστε καλοί γι’ αυτή τη δουλειά. Κωνσταντή, εγώ δεν είμαι καλά. Θα φύγω κι’ εγώ όπως έφυγε ο Χρήστος, ο Μουρίκης. Μία από τα ίδια». Το είπες και του το θύμησες, του Χάρου, Πλούταρχε. Αν ήξερα για τις τόσο γρήγορες, τις ραγδαίες εξελίξεις, θα φώναζα… τον αρχαίο μας πρόγονο τον συνονόματό σου από τη Χαιρώνεια, τον Πλούταρχο της Βοιωτίας και θα του ζητούσα, θα τον παρακαλούσα να φωνάξει τον Μάριο, όπως τον περιγράφει στους «Βίους», να φεύγει μέσα από τους βάλτους και τα μάτια του να πετούν τέτοιες φλόγες μέσα στο σκοτάδι της φυλακής και αντί να αφοπλίσει το δήμιο που ήταν επιφορτισμένος να τον σκοτώσει, να σκοτώσει το Χάρο που σε πλησίαζε χωρίς να ξέρει το μέγεθός σου. Διαβάζω ακόμη και τώρα και μοιάζει σαν να σ’ ακούω, σα να σε βλέπω:
«Ο αγώνας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Εκείνο, όμως, που μας λείπει είναι ο συντονισμός των προσπαθειών μας και του αγώνα μας. Ο κάθε σύλλογος, το κάθε σωματείο, το κάθε άτομο, επιδιώκουμε να κάνουμε το καλύτερο, αλλά ενεργούμε ατομικά. Αυτό, όμως, δεν ωφελεί. Οι μεμονωμένες προσπάθειες δεν δίνουν θετικά αποτελέσματα. Αυτό το γνωρίζουν οι ιθύνοντες του Βρετανικού Μουσείου και δεν στεναχωρούνται. Αν όμως ενεργούσαμε συλλογικά, τότε όλα θα ήταν διαφορετικά. Ο συντονισμός επομένως είναι απαραίτητος. Ας κάνουμε, λοιπόν, μια ευγενή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση». Θα την κάνουμε δάσκαλε, πρέπει να την κάνουμε. Έχω μπροστά μου, Πλούταρχε, το μικρό μα τόσο περιεκτικό κομμάτι που έγραψε για τον Ησίοδο και πόσο όμορφα το παραλλήλισες με το σήμερα.

Ήταν στο περιοδικό της έκδοσης του Μαρτίου. Στο περιοδικό σου που έγινε και δικό μας, έγραφες: «Πόσο δίκαιο είχε ο Ησίοδος. Ο Ησίοδος είπε: Θα έλθει καιρός και νομοθέτες θα είναι η βία και η δύναμη, οι κακοποιοί θα είναι σεβαστοί από όλους, ο όρκος δεν θα δεσμεύει κανέναν και ο άξιος δεν θα βρίσκει καταφύγιο πουθενά». Ησίοδος 7ος π.Χ. αιώνας. Έκανες τις συγκρίσεις με το σήμερα. Σε κούρασε το σήμερα Πλούταρχε; Δίκαιο έχεις.

Πριν κλείσω με το ποίημα που δημοσιεύτηκε, στη ίδια έκδοση που προανέφερα, θα ήθελα να σου πω, πως προχθές ακόμη, έστειλα ένα περιοδικό, τη διεύθυνση και το τηλέφωνό σου, στην Ελλάδα. Ο κ. Ευάγγελος Φυλακτός, απ’ το δικό του μετερίζι, παλεύει για ότι πάλευες και κλαίει για ότι έκλαιγες.

Στην ανάλυση των ποιημάτων « Ο Οδοιπόρος» του Παναγιώτη Σούτσου, στην ίδια πάντα έκδοση του Μαρτίου, φτάνουμε στην «τρικυμία παθών» (σελίδα 34 ) με το ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου παρμένο από την Ανθολογία Ποιημάτων του Λίνου Πολίτη:
Ασμάτιον
Κλειστείτε, μάτια μου, κλειστείτε,/εις το σκοτάδι/ Χέρια, στο στήθος σταυρωθείτε,/ξεκουραστείτε./ήλθε το βράδυ!/

Σταθείτε, πόδια κουρασμένα,/ Το μνήμα εφάνη/ Ξαπλώστε σαβανωμένα/ Δυστυχισμένα, /Ο δρόμος φτάνει…/  
Ύπνο, καρδιά. καρδιά, κοιμήσου/ Στης γης τα στήθη. /Στη γη θα χαύσουν οι παλμοί σου/ Κ’ οι γογγυσμοί σου/ Χόρτασε λήθη!
Καλό ταξίδι Πλούταρχε.