Η ογκώδης έκδοση του βιβλίου του Μανώλη Ρασούλη «Εδώ είναι του Ρασούλη» ( εκδ. Ιανός, 2007) αποτελείται από 576 σελίδες και είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: (α) σε κείμενα (41 τον αριθμό) και (β) σε μια συλλογή των τραγουδιών και της δισκογραφικής παραγωγής του (χρονολογικά). Εξ ου και το δεύτερο μέρος καλύπτει τη μερίδα του λέοντος του βιβλίου.
Τα κείμενα του Α΄ Μέρους αναφέρονται σε πρόσωπα που υπήρξαν πρωταγωνιστές-διαμορφωτές του καλλιτεχνικού χώρου και ιδιαίτερα του τραγουδιού, αλλά όχι μόνο. Στα πρόσωπα αυτά συγκαταλέγονται οι εξής: Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Αφοί Κατσιμίχα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Ανδρέας Μικρούτσικος, Μάκης Μάτσας, Μάνος Λοΐζος, Νίκος Ξυδάκης, Μάριος Στεφανόπουλος, Χρήστος Νικολόπουλος, Μάρκος Βαμβακάρης, Χάρης Αλεξίου, Φώντας Λάδης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Πέτρος Βαγιόπουλος, Ανθή Ρασούλη-Κουφουδάκη, Νάταλι Ρασούλη, Osho, Νίκος Παπάζογλου, Γιώργος Κοντογιάννης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Γαβαλάς, Γιάννος Αγγέλακας, Άκης Πάνου, Βάσω Αλαγιάννη και Γεχούδα Εμμανουήλ.
Επίσης, στα κείμενα του πρώτου μέρους συμπεριλαμβάνονται και 12 σχετικά μικρά άρθρα/δοκίμια με τους εξής τίτλους: «Μπουάτ», «ΕΜΣΕ», «Ο στιχουργός», «ΑΕΠΙ», «Αθλιότητες», «Για το εθνικό μουσείο του ελληνικού τραγουδιού», «Πολιτισμού το ανάγνωσμα», «Άνθραξ και αδάμας», «Υ.Γ.: Πίστη, επιστήμη, ιστορία κλπ», «Πύλη για το μέσα κόσμο», «Το γραν φινάλε του ελληνικού τραγουδιού», «Σουτιέν».
Να προστεθεί ότι το βιβλίο εμπλουτίζεται και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του συγγραφέα, όπου απεικονίζονται διάφορα στάδια της ζωής του. Δυστυχώς, όμως, η μαυρόασπρη αναπαραγωγή πολλών φωτογραφιών είναι τόσο κακής ποιότητας που τα απεικονιζόμενα πρόσωπα μερικές φορές δύσκολα αναγνωρίζονται! Κρίμα, γιατί η υπόλοιπη τυπογραφική επιμέλεια κι εμφάνιση του τόμου είναι σχεδόν άψογη…
Μολονότι ο χαρακτήρας του βιβλίου στο Α΄ Μέρος φαίνεται κάπως ετερόκλητος και ποικιλόμορφος, όπως πληθωρικός και πολυσχιδής ως προσωπικότητα υπήρξε και ο δημοφιλής στιχουργός, στην ουσία του παραμένει καθαρά αυτοβιογραφικό. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το εισαγωγικό σημείωμα («Εισαγωγή – Εξαγωγή») του συγγραφέα ο οποίος σπεύδει να διευκρινίσει ότι το πόνημά του αυτό δεν αποτελεί το κύκνειο άσμα του αφού, όπως λέει, «Επουδενί το βιβλίο τούτο δεν συμπεριφέρεται ως επικήδειος για έναν στιχουργό», αλλά «Έπεται η συνέχεια ως την τελική πτώση μου» (σ. 33). Άλλωστε, σ’ αυτό το σημείωμα δίνεται επιγραμματικά τόσο το γενικότερο πλαίσιο και ο λόγος ύπαρξης του βιβλίου, όσο και το στίγμα, δηλαδή η όλη πολυσύνθετη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη-συγγραφέα του, αλλά και το τέλος μιας εποχής καθώς, όπως επισημαίνει, «μέσα από την πολλαπλή εμπειρία μου θέλησα κατ’ αρχάς να κάνω ένα βιβλίο όχι μόνο με στίχους μου [αυτό θα ήταν 0Χ0=0] αλλά να μνημειώσω τα κύρια χαρακτηριστικά και στοιχεία του εν λόγω φαινομένου, να μνημειώσω την αιχμή του νεοελληνικού πολιτισμού στο κλείσιμο του βασικού του κύκλου που τυχαίνει – κι όχι τυχαία – να κλείνει μαζί με τον βασικό κύκλο του νεοελληνικού έθνους» (ό.π.).
Η συγκέντρωση των τραγουδιών του Ρασούλη στο Β΄ Μέρος, παρόλο που δεν είναι πλήρης (αφού, όπως λέει, «τα μεθύστερα θα καταγραφούν στο τυχόν συμπλήρωμα – υπολογίζω μετά από 2 χρόνια – με τα τραγούδια που ήδη υπάρχουν – γύρω στα 150 αλλά λόγω συνθηκών δεν συμπεριελήφθησαν – και όσα θα υπάρξουν») έχει, προφανώς, την αυτονόητη σημασία της. Ωστόσο, εμάς θα μας απασχολήσει το Α΄ Μέρος, διότι εκεί μπορούμε να αφουγκραστούμε τον παλμό του καλλιτέχνη, καθώς καταγράφεται σε πρώτο πρόσωπο ο αγώνας, η αγωνία και τα σκαμπανεβάσματα του πολύπαθου και πολύμοχθου καλλιτεχνικού βίου του. Κι ακόμα διότι γίνεται ένας συνολικότερος (προσωπικός κυρίως, αλλά και συλλογικός) απολογισμός των πεπραγμένων από τα λάθη και τα πάθη του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού και του ευρύτερου πολιτιστικού γίγνεσθαι της νεότερης Ελλάδας.
Αναφερόμενος στους ομοτέχνους, συνεργάτες, φίλους, αλλά και κάποιους αντιπάλους/αντιδίκους του, στα «κειμενάκια-πορτρετάκια», όπως τα χαρακτηρίζει, ο συγγραφέας επιχειρεί: (i) Να ιχνηλατήσει τα διάφορα στάδια της προσωπικής του καλλιτεχνικής διαδρομής στο χωρόχρονο, σηματοδοτώντας και αναβιώνοντας κάποια ορόσημα αυτής καθώς και της αντίστοιχης πορείας των ομοτέχνων του στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. (ii) Να αποκαλύψει κάποιες άγνωστες θετικές αλλά και αρνητικές πτυχές της ιδιοσυγκρασίας και προσωπικότητας ορισμένων κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών – στιχουργών, τραγουδοποιών, ερμηνευτών, συνθετών, παραγωγών και άλλων παραγόντων-διαμορφωτών του ελληνικού τραγουδιού. Κι ακόμη, να εξηγήσει πώς η ιδιοσυγκρασία τους καθόρισε την κοινή τους συνεργασία, την (τότε και μετέπειτα) προσωπική τους σχέση, αλλά και την πορεία και συμβολή τους (θετική και/ή αρνητική) στα καλλιτεχνικά και γενικότερα πολιτιστικά δρώμενα του χώρου και της χώρας. (iii) Να αποτιμήσει, αποθεώνοντας και/ή απομυθοποιώντας το ρόλο των ατόμων στα οποία αναφέρεται, τόσο ως καλλιτέχνες όσο και ως άτομα, βγάζοντας παράλληλα – άμεσα ή έμμεσα – τα απωθημένα του για κάποιους εξ αυτών. Η αποτίμηση αυτή γίνεται, συνήθως, με το να συγκρίνει τη νοοτροπία και συμπεριφορά, καθώς και τις επιλογές και αποφάσεις του ίδιου και των συνεργατών του πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα.
Στο εισαγωγικό του σημείωμα διευκρινίζει προκαταβολικά: «Σπεύδω δε να πω ότι ό,τι γράφω για συνεργάτες, φίλους και έξοχους δημιουργούς – με αυστηρότητα ομολογουμένως κάπου κάπου – δεν είναι μια τελική κρίση. Ουδεμία σχέση έχει με τον Καιάδα» (σ. 33). Ωστόσο, για τους περισσότερους εξ αυτών – ιδιαίτερα τις φίρμες και τα βαρύγδουπα «ονόματα» – δεν κρύβει τα παράπονα, την απογοήτευση και πικρία του. Όχι μόνο επειδή δεν πολέμησαν τα όποια κακώς κείμενα του χώρου τους, αλλά επειδή δεν τόλμησαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, αντιστεκόμενοι στον εκμαυλισμό των Σειρήνων της ευκολίας, του συμβιβασμού, της προβολής, του κέρδους, της επιτυχίας και της δόξας, χάνοντας όμως κατ’ αυτό τον τρόπο – άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο – το ήθος, την αξιοπρέπεια και ανθρωπιά τους. Με το να προσφέρουν «γη και ύδωρ», με το να πετάξουν «τα άγια τοις κυσί». Επιπροσθέτως, αν και με τους περισσότερους απ’ αυτούς (τους «μεγάλους, θρυλικούς δημιουργούς») είχαν φάει ψωμί κι αλάτι μαζί στα πρώτα δύσκολα χρόνια της καριέρας τους, τελικά η επιτυχία ήταν η αιτία να χωρίσουν οι δρόμοι τους και να αποξενωθούν. Ακόμη κι όταν συναντώνται τυχαία καμιά φορά, λέει, συζητούν τυπικά μόνο για 5-10 λεπτά, έχοντας λησμονήσει το κοινό, φτωχικό παρελθόν και το ταπεινό τους ξεκίνημα Αυτό, όσο κι αν κατανοεί τις ανθρώπινες αδυναμίες, προφανώς τον «πονάει», αλλά, όπως διαβεβαιώνει, δεν τους κρατά καμία κακία. Απανεντίας τους εύχεται τα καλύτερα, αλλά δεν παύει να νιώθει πληγωμένος απ’ αυτή την τροπή κι εξέλιξη των πραγμάτων…
Αλλά ούτε και στον εαυτό του χαρίζεται. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Θωμάς Κοροβίνης, «Ο Μανώλης – δια της διαισθήσεως αλλά και της μελέτης των αρχαίων και ανατολικών φιλοσόφων – έχει εγκολπωθεί τα μεγάλα διδάγματα της ζωής» (σ. 572). Γι’ αυτό και ως αντίβαρο στις παραπάνω ενστάσεις, κρίσεις κι επικρίσεις νοοτροπιών, στάσεων και συμπεριφορών (των άλλων) αντιπαραθέτει – με αυτογνωσία και παρρησία – και την άλλη όψη του νομίσματος, κάνοντας τη δική του αυτοκριτική (και όχι μόνο για να προλάβει τα πάρθια βέλη των καλοθελητών του) υπογραμμίζοντας: «Στην αρχή νόμιζα πως ήμουν το κέντρο του σύμπαντος, μετά ανακάλυψα πως υπάρχουν άπειρα κέντρα στο σύμπαν, όμως στο φινάλε οίδα [με όμικρον γιώτα] ότι δεν υπάρχει κέντρο στο σύμπαν και τρέφω την υπόνοια πως δεν υπάρχει καν σύμπαν. Μόνο μια άγια, υπέροχη αυταπάτη. Άντε και απάτη. […] Ναρκισσεύτηκα ότι ήμουν ένας, κατά κάποιο τρόπο, ιεροφάντης φυλάττων Θερμοπύλες όμως κι αυτά τα είδα με προσοχή, με αυξημένη αυτοπαρατήρηση, και δεν επέτρεψα να υπερισχύσουν και να πρυτανεύσουν. Η πορεία μου προς το γνώθι σ’ αυτόν συνεχίζεται. Δεν νομίζω ότι έζησα στη γυάλα ούτε γεννήθηκα άγγελος. Περιέπεσα σε ολισθήματα κι έφτιαξα μηχανισμούς μέσα μου προκαλώντας και προσκαλώντας τις νοήσεις και τις μετανοήσεις. Ο αγώνας [κι η αγωνία] ακόμη συνεχίζεται […]» (σ. 34-5).
Αν και τα κείμενα για τους προαναφερθέντες «επωνύμους» έχουν το αυτονόητο ανεκδοτολογικό και γαργαλιστικό ενδιαφέρον τους, αυτά (του Α΄ Μέρους) που παρουσιάζουν ουσιαστικότερο και πιο ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι, νομίζω, τα άρθρα που σχετίζονται, σφαιρικότερα, με καλλιτεχνικά και πολιτιστικά ζητήματα. Διότι ενέχουν ενδιαφέρουσες αλλά και χρήσιμες πληροφορίες. Σε άρθρα, όπως λ.χ. το «Μουάτ», ο συγγραφέας θυμάται και προσπαθεί να αναβιώσει με έκδηλη συγκίνηση και νοσταλγία το «γοητευτικό φαινόμενο των μπουάτ» της δεκαετίας του ’60. Εξηγεί πού οφείλεται αυτή η «γοητεία», τι σημαίνει ο όρος («μπουάτ») και πώς λειτουργούσαν αυτά τα στέκια. Ακόμα, ποια ήταν η δική του συμμετοχή σ’ αυτά (σ. 62-3) και πώς τον βοήθησαν ως άτομο και καλλιτέχνη και, βέβαια, πώς και γιατί εξαφανίσθηκαν (σ. 64). Σ’ αυτά τα κείμενα, φυσικό είναι να αναδύεται έντονα το αυτοβιογραφικό στοιχείο, καθώς αναφέρεται στις αντιξοότητες της ζωής, τις προσωπικές του αναζητήσεις και τα αδιέξοδα, στην Αριστερά και το γενικότερο κλίμα της εποχής, τον αναπόφευκτο εκπατρισμό του σε Παρίσι και Λονδίνο και τη διάψευση των οραμάτων του. Ωστόσο, αν και όλα αυτά τα βλέπει αποστασιοποιημένος κι εκ των υστέρων κάπως κυνικά και ειρωνικά, παραμένει στωικός και ρεαλιστής και δεν φαίνεται να μετανιώνει για τίποτα. Απεναντίας τα θεωρεί χρήσιμες εμπειρίες (σ. 65).
Ένα κοινό μοτίβο που διατρέχει μόνιμα, αδιαλείπτως κι επίμονα (σαν έμμονη ιδέα) όλα τα θεωρητικά γραπτά του Α΄ Μέρους είναι, πρώτον, η διαμαρτυρία και ο καταγγελτικός λόγος του συγγραφέα τους για τα «κακώς κείμενα» και την κακοδαιμονία του ελληνικού τραγουδιού και γενικότερα του πολιτιστικού γίγνεσθαι της Ελλάδας. (Λέω «έμμονη ιδέα» διότι, ακόμη κι όταν καταπιάνεται με καθαρώς θεωρητικά ζητήμα, σε άρθρα όπως π.χ. «Ο στιχουργός» διασαφηνίζοντας τις διαφορές μεταξύ «στιχουργού-ποιητή-συνθέτη», τελικά παρεκκλίνει από το κύριο θέμα του προκειμένου να διαμαρτυρηθεί, και πάλι, για τη μεταχείριση του από το εμπορικό κύκλωμα των δισκογραφικών εταιριών, δηλαδή τον Μάτσα, που τον έθεσε στο περιθώριο…). Δεύτερον, ο αμυντικός του λόγος, με τον οποίο υπερασπίζεται και δικαιολογεί τη δική του στάση, δράση και αντίδραση που υιοθέτησε όλα αυτά τα χρόνια και που αντανακλώνται στους αγώνες που έδωσε με αυταπάρνηση και αυτοθυσίες για να προασπίσει την αξιοπρέπεια και τιμή, όχι μόνο τη δική του αλλά κυρίως του πολύπαθου ελληνικού τραγουδιού – και τις αξίες των ελληνικού πολιτισμού γενικότερα – των σκαπανέων και συντελεστών του και του καλώς ενοούμενου συμφέροντός τους. Διότι, όπως υποστηρίζει ο Θωμάς Κοροβίνης, «[Ο Ρασούλης] αντιστρατεύεται το μάρκετινγκ των στημένων πολεμικών και φυλετικών συγκρούσεων, όπως πολεμάει το μάρκετινγκ των πουλημένων εμπόρων της εγχώριας μουσικής αγοράς, που γνωρίζει από πρώτο χέρι» (σ. 572).
Σχετικά με το πρώτο (την κακοδαιμονία του ελληνικού τραγουδιού), ενδεικτικά είναι κείμενά του όπως π.χ. το ΕΜΣΕ [Ένωση Συνθετών-Στιχουργών Ελλάδας] στα οποία ξιφουλκεί, βγάζοντας κυριολεκτικά τα εσώψυχά του για τον εν λόγω φορέα και τον τρόπο λειτουργίας του – τις φατρίες, τα ποικιλώνυμα συμφέροντα, τους σκυλοκαυγάδες των μελών του κτλ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το αντίστοιχο άρθρο «ΑΕΠΙ» [Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας], όπου και πάλι ασχολείται με τα συνδικαλιστικά και τις μηχανορραφίες του κλάδου (σ. 119-20), καθώς επίσης και στο «Αθλιότητες», όπου κι εδώ συνεχίζει τους φιλιππικούς για τις δισκογραφικές εταιρείες, τον Μάτσα και τον ανελέητο πόλεμο που του έκαναν, τα «πώς» και τα «γιατί» των εμφυλίων της συντεχνίας κτλ.)
Σχετικά με το δεύτερο (τον ελληνικό πολιτισμό), ενδεικτικό π.χ. είναι το κείμενο «Πολιτισμού το ανάγνωσμα», στο οποίο εκφράζει την πίκρα του για την κατάντια όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού αλλά και του πολιτιστικού επιπέδου της χώρας ευρύτερα, οι κάτοικοι της οποίας είναι «Πρώτοι στα τροχαία, πρώτοι στο κάπνισμα, πρώτοι στη χαζομαγκιά, ουραγοί στην αυθεντική δημιουργικότητα» (σ. 159). Υπεύθυνους θεωρεί τα τηλεοπτικά κανάλια που «μανιπουλάρουν το αισθητήριο και το κριτήριο του πόπολο, του κοινού, μετατρέποντάς το ενίοτε σε κενό» (σ. 157). Και είναι κρίμα αφού, όπως υποστηρίζει, το τραγούδι είναι «ό,τι πιο ακριβό είχε εναπομείνει σ’ αυτήν εδώ τη χώρα που ούτε ένα ποδήλατο δύναται να παράγει παρά μονάχα ποικίλες νομενκλατούρες, κάστες και λογής “παράγκες” (σ. 157).
Ωστόσο, όπως εξηγεί, «Απριόρι το τραγούδι έχει το κεκτημένο δικαίωμα και την υποχρέωση να αντανακλάσει τα δρώμενα μ’ ένα δραματουργικό τρόπο κι όχι δημοσιογραφικό, και δεν έχει κανείς το δικαίωμα και την ισχύ να το εμποδίσει. Το τραγούδι δεν είναι κωλοσφούγκι των εξουσιών. Το τραγούδι είναι σαν το λουλούδι. Δεν ζητά εξουσία. Ζητά να ενώσει τις ψυχές διότι “εν το παν”» (σ. 157). Το δυστύχημα είναι ότι ο λαϊκισμός που έχει επικρατήσει στο χώρο του τραγουδιού είναι, όπως επισημαίνει, «Επιβραβευμένος και χρηματοδοτούμενος από ποικίλα υπουργεία» (και αναφέρει την περίπτωση του Ευάγγελου Γιαννόπουλου που χαρακτήριζε τα σκυλάδικα… «κέντρα χαράς και αισιοδοξίας» και χρηματοδότησε μάλιστα ένα εξ αυτών!) Στη συνέχεια, προσπαθεί να εξηγήσει πώς φτάσαμε ως εδώ και γιατί ο ίδιος που προσπάθησε να αντισταθεί σε όλα αυτά «καταδιώχθηκε ποικιλοτρόπως:
«Είναι απλό: Η Ελλάδα δεν έχει όραμα για τον εαυτό της. Δεν είναι σίγουρη ότι θα υπάρχει μετά τριάντα χρόνια. Το φρικαλέο μάρκετινγκ για αλά γκρέκα και το ακαταμάχητο της παγκόσμιας αγοράς που καταπίνει έθνη και λαούς είναι ένας ιδιότυπος καρκίνος, όμως αυτό που εκπλήσσει είναι ότι πολλοί γουστάρουν τη σήψη, γουστάρουν την παρακμή, φχαριστιώνται κρόουλ στο βόθρο κι εδώ δεν ξέρω να συγκατανεύσω στο “περί ορέξεως κολοκυθόπιτα”, διότι έχει να κάνει με το δημόσιο συμφέρον και κατά προέκταση με την προοπτική της ανθρωπότητας αν θα επιζήσει ή όχι […] Εσύρθην πολλάκις εις τα δικαστήρια, υπερασπιζόμενος ανδιοτελώς τις πολιτιστικές μας αξίες και διεκδικώντας το αναφαίρετο δικαίωμα της ελεύθερης θεματολογίας στο τραγούδι, κάτι που καταστρατηγούν οι άνομες εξουσίες κι αυτοί που ποθούν να μανιπουλάρουν το πόπολο, να το καταστήσουν παθητικό και υστερικό υποχείριο των ιδιωτικών καναλιών, αντί να φτιάνουν πολίτες που βλέπουν τηλεόραση και καταναλώνουν αγαθά» (σ. 158-9). Και καταλήγει, κάνοντας έκκληση στους αναγνώστες να αντισταθούν: «Πρέπει να απεγκλωβίσουμε τον καλό μας εαυτό. Να ξαναβρούμε το μέτρο, το άριστον. Το κάλλιστο. Όπως οι αρχαίοι που μεγαλούργησαν. Να ξαναγίνουμε εμείς. Άξιοι πολίτες αυτής της μοναδικής χώρας. Το αξίζουμε. Και δεν έχομε να χάσουμε τίποτα παρά μόνο την άγνοιά μας, της οποίας παράγωγο είναι και η σήψη» (σ. 159).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που την κατακλείδα του πονήματτός του την δίνει προκαταβολικά, στο εισαγωγικό σημείωμα, με την εξής αφοπλιστική όσο και σπαραξικάρδια παρατήρηση: «Ειλικρινά νιώθω πως η Ελλάδα δεν παρέχει πια κανένα υλικό, κανένα κραδασμό που να πάρει ο δημιουργός και να πλάσει. Επομένως νοώ πως η Ελλάδα, ένα μικρό έθνος μέσα στο πουθενά της παγκοσμιοποίησης, αυτοκαταργείται και βγάζει τα προικιά της στα γιουσουρούμ του διεθνούς πάρε-δώσε που κι αυτό περνά βαθιά κρίση. Κι εγώ που το ένστικτό μου δεν έχει υποστεί λοβοτομή από τους παροξυσμούς και δεν με κατάπιε η σειρήνα κι η μαρμάγκα, στην έξω από την Ελλάδα δρω και “δημιουργώ” για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Κλείνει ο κύκλος, συνέλληνές μου, και είμαι εγώ ο νεοκόρος που θα κλείσει την πόρτα του ναού πίσω του. Αυτό υπαινίσσομαι με το παρόν βιβλίο» (σ. 34).
Τελικά ο Μανώλης Ρασούλης δεν υπήρξε μόνο σπουδαίος στιχουργός. «Από τους σπουδαιότερους της τελευταίας 20ετίας», όπως είχε δηλώσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Υπήρξε εξίσου σπουδαίος και πολυτάλαντος δημιουργός και στοχαστής (ποιητής, συγγραφέας, μελετητής, φιλόσοφος) διότι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Θωμάς Κοροβίνης, «Ο Ρασούλης ψάχνοντας να βρει τους δρόμους του άνοιξε δρόμους. Την ψυχή του την τρώει, γιατί οι περιπέτειες μιας ψυχής εξεγερμένης και αιμάσσουσας δεν είναι εύκολη υπόθεση» (σ. 573). Εκτός των παραπάνω όμως υπήρξε, παράλληλα, και «προφήτης» διότι, σύμφωνα με τον Κοροβίνη «προφήτεψε καταγγέλοντας ανοιχτά τη ραγδαία πορεία προς την ποιοτική πτώση των ανθρώπινων και πολιτιστικών αξιών του “νταλαροπανταζιστάν”» (σ. 571). Και, βέβαια, υπήρξε – τέλος – και μαχητής που αντιστάθηκε και πολέμησε το βρώμικο Σύστημα-οχετό. Επόμενο ήταν το τελευταίο να τον τιμωρήσει, να τον εκδικηθεί. Έτσι, όχι μόνο τον αφόπλισε και τον εξουδετέρωσε, αλλά ουσιαστικά τον «σκότωσε», όπως ο ίδιος ο Ρασούλης είχε προαναγγείλει σε επιστολή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλου, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα». Ορισμένα συγκλονιστικά κι αποκαλυπτικά αποσπάσματα είναι και τα κατωτέρω:
«Άρτι αφιχθείς από την Αυστραλία, όπου πήγα για έναν µήνα ν’ αλλάξω παραστάσεις, να πάρω µια ανάσα γιατί µοιάζω µε µωρό στη φωτιά και αρχαία σκουριά, µε όλα τούτα τα τεκταινόµενα εγχωρίως, πληροφορήθηκα ότι οι ιθύνοντες µου έκοψαν την εκποµπή που είχα στο Α’ πρόγραµµα του ραδιοφώνου (105,8) επί 6 χρόνια, κρατώντας τα µπόσικα στην κατιούσα.
Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα µε τον τρόπο που µε πέταξαν στον κάδο, γιατί βασικά είµαι ένας απ’ αυτούς που υποστηρίζουν τις αξίες. Είµαι άνεργος και αχρήµατος και ηλικιωµένος. Σύνταξη δεν έχω πάρει ακόµα. Ευελπιστώ. Κι όπως ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. ∆εν έχω, πάντως, να πληρώνω ούτε και το νοίκι µου. Έδιωξε και την κόρη µου, από το δηµοτικό Κανάλι 1 του Πειραιά, αµέσως µόλις βγήκε δήµαρχος ο µπασκετµπολίστας Φασούλας. Κι ας έκανε το χαρισµατικό και µορφωµένο κορίτσι επί 4 χρόνια εκποµπές πρότυπα.[…] Ποιος ιθύνων έβγαλε την απόφαση να µε διώξουν; Ας βγει να µας πει το σκεπτικό. Με το ίδιο σκεπτικό µε έδιωξαν το ’84 και από την τότε ΥΕΝΕ∆, όταν είπα µια µαντινάδα που αφορούσε τον Κοσκωτά…».
Ο Μανώλης Ρασούλης απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών (από παθολογικά αίτια) στην Θεσσαλονίκη, στις 5 Μαρτίου 2011 και βρέθηκε νεκρός 9 ημέρες μετά, στις 13 Μαρτίου.
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης και συγγραφέας. Αρθρογραφεί στην εφ. «Τα Νέα» των Αθηνών.