Η εργασία αυτή δείχνει ότι κάποιος συγγραφέας μπορεί ακόμα και σήμερα να καταπιαστεί με το θέμα-ταμπού του εμφύλιου γιατί όσο επεκτείνεται η χρονική απόσταση από τα γεγονότα αυτά τόσο πιο ξεκάθαρη μπορεί να είναι μια κριτική εξιστόρησή τους.

Στο βιβλίο αυτό, ο Περικλής Αδάμος είναι ο κύριος πρωταγωνιστής και αφηγητής, που έζησε τον εμφύλιο όχι ως ενήλικας αλλά ως παιδί. Έχουμε δύο παιδιά που το ένα ξεναγεί το άλλο και μας καλούν να ξεναγηθούμε στην εποχή εκείνη, καλώντας μας να αφήσουμε στην άκρη τις δικές μας ερμηνείες ή απωθημένα.

Οι γονείς του δεκάχρονου Περικλή Αδάμου δολοφονήθηκαν στις 2 Μαρτίου 1948. Αυτή είναι η πρώτη φράση του βιβλίου, μια πρόταση δωρικής λιτότητας, το κεντρικό τραύμα της ζωής του ήρωα, που τα λόγια είναι αδύναμα να περιγράψουν, εξάλλου και εκείνο το μικρό παιδί έχασε στην κυριολεξία τη λαλιά του για μήνες. Βουβό τον περιμάζεψαν οι γείτονες, βουβός εξακολουθούσε να ακολουθεί τον σωτήρα του που υποχρεώθηκε να τον πάρει μαζί του στο βουνό και να τον εκθέσει αναπόφευκτα σε όλες τις εκδοχές της φρίκης. Κι αν βρήκε βέβαια κάποτε τη μιλιά του ο Περικλής, εξακολουθούσε να έχει θαμμένα στη σιωπή τα γεγονότα εκείνα. Σε κανένα δεν είχε μιλήσει γι’ αυτά, μέχρι να νιώσει στα 70 του χρόνια τον θάνατο να πλησιάζει και να αποφασίσει έτσι να παραδώσει ένα είδος διαθήκης. Ο Περικλής λοιπόν διασώζεται από τους κυνηγούς της οικογένειάς του αλλά σμίγει με τους επίσης κυνηγημένους αντάρτες και τους ακολουθεί στα λημέρια, τις ενέδρες, τις συμπλοκές, τις φυγές τους. Μαζί τους θα αντικρύσει το θανατικό σε όλες του τις μορφές: Αυτούς που πέφτουν από βόλι στις συμπλοκές, αυτούς που αρρώστησαν βαριά, εκείνους που εκτελέστηκαν ατομικά, άλλους που έπεσαν θύματα μαζικών σφαγών και αντιποίνων. Κρεμάλες, αποκεφαλισμοί, αποσπάσματα, στρατιώτες και γυναικόπαιδα. Οι βαναυσότητες ήταν αμοιβαίες, και από τα δύο στρατόπεδα.

Ο Γιώργος Λίλλης μας ξεναγεί σ’ αυτό το θανατερό σκηνικό, με έναν ρεαλισμό που σου σφίγγει το στομάχι. Ο θάνατος δεν ακολουθείται από θρήνους, ούτε κανονικές κηδείες ή ταφές. Ήταν τότε ένα ολόγυμνο γεγονός, πρακτικής φύσης. Ο Γιώργος Λίλλης μας κρατά συντρόφους σ αυτό το ιστορικό και ανθρώπινο οδοιπορικό, με μια αφήγηση που ρέει με φυσικότητα, με γλώσσα απλή, χωρίς περιττά στολίδια- αυτά που ιστορεί δεν χρειάζονται ενίσχυση. Γράφει ρεαλιστικά, με κινηματογραφική ζωντάνια και μας ξεναγεί όχι μόνο στα γεγονότα μα και στους τόπους.

«Να μάθεις να αγαπάς» λοιπόν, αυτό είναι το τελικό επιμύθιο του άρρωστου εβδομηντάχρονου που γύρεψε στα στερνά του να ξανασυναντήσει τον δεκάχρονο εαυτό του, πριν κινήσει να συναντήσει την πεθαμένη γυναίκα του. Ένα ταξίδι προσωπικά υπαρξιακό, γεμάτο όμως από ιστορίες και Ιστορία. Ο Γιώργος Λίλλης ψηλαφεί μια από τις πιο πονεμένες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, με αρκετή απόσταση ώστε να μην εμπλέκεται, πολύ κοντά όμως στον πόνο και τα ερωτήματα ενός αυτόπτη μάρτυρα, και μαζί όλων όσων νοιάζονται για τον άνθρωπο και τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τώρα, σε μια νέα κρίσιμη περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας.