Την περασμένη Παρασκευή, 7 Ιουνίου, μεγάλος αριθμός συμπαροίκων αποχαιρετήσαμε για πάντα τον Πλούταρχο Δεληγιάννη, η υγεία του οποίου είχε κλονισθεί πριν από λίγα χρόνια.
Στο πρόσωπο του Πλούταρχου η ομογένεια της Μελβούρνης έχασε έναν ακαταπόνητο άνθρωπο των γραμμάτων, και σημαντικό στέλεχος παροικιακών οργανισμών, καθώς και έναν ιδεολόγο με κοινωνική και ανθρωπιστική συνείδηση, και όχι με παγιωμένες πολιτικές τοποθετήσεις και εξωπραγματικές ιδεολογικές πεποιθήσεις.
Ο Πλούταρχος, με το μεγαλύτερο αδερφό του Γιώργο, ήρθαν στη Μελβούρνη τον Απρίλιο του 1954, δηλαδή έναν χρόνο μετά που άρχισε η μαζική μετανάστευση από την Ελλάδα για την Αυστραλία. Τότε ήταν νεαρός 19 ετών. Ήρθε στην Αυστραλία γιατί οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της μετεμφυλιακής περιόδου δεν τον επέτρεψαν να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, και τα πολιτικά πάθη απέκλειαν τις προοπτικές για δημιουργία καριέρας έξω από τα στενά όρια του χωριού του Τροπαιούχος της ακριτικής Φλώρινας.
Τέκνο Μικρασιατών γονέων, είχε ένα όραμα του Οικουμενικού Ελληνισμού, μέσα στη διαχρονική του πορεία, πέρα από τα γεωγραφικά όρια της σύγχρονης Ελλάδας. Αυτό το όραμα υπήρξε η πυξίδα που προσδιόριζε την πορεία που θα ακολουθούσε ο Πλούταρχος από τηn άφιξή του στην Αυστραλία μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Μελβούρνη, όπως και για τους περισσότερους από εμάς που ήρθαμε μετά τον Πλούταρχο. Χωρίς τη γνώση της αγγλικής, και κάποια εξειδίκευση, οι πρώτες δουλειές που έκανε ο Πλούταρχος ήταν αναπόφευκτα δουλειές εργοστασίου. Το 1956 κατόρθωσε και προσλήφθηκε από την Υπηρεσία Σιδηροδρόμων Βικτωρίας, που για την περίοδο εκείνη για έναν νεοφερμένο μετανάστη ήταν επίτευγμα.
Ένα χρόνο αργότερα (1957) μεταπήδησε σε μια άλλη δημόσια υπηρεσία, αυτήν τη φορά ομοσπονδιακή: την Post Master’s General, στη γωνία Bourke και Spencer Sts, όπου γινόταν η ταξινόμηση των επιστολών και δεμάτων, πριν αποσταλούν στα περιφερειακά ταχυδρομεία για διανομή.
Επειδή κι εγώ εργάσθηκα στην υπηρεσία εκείνη από το 1961 μέχρι το 1967, κατά την περίοδο των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο, εικάζω πως ο Πλούταρχος αξιοποίησε τη δυνατότητα που είχαν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας να επιλέγουν τη βάρδια εργασίας που τους ταίριαζε –πρωινή, απογευματινή ή βραδινή– για να παρακολουθεί μαθήματα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολή για ενήλικες, από όπου πήρε το Απολυτήριο, γνωστό τότε ως Matriculation Certificate.
Ως κάτοχος του Matriculation Certificate, ο Πλούταρχος είχε τη δυνατότητα να ενταχθεί στο κύριο σώμα της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας, μέσω της οποίας στελεχώνονται οι υπηρεσίες των διαφόρων Υπουργείων.
Δεν είμαι βέβαιος αν η Στατιστική Υπηρεσία Αυστραλίας (ABΣ) ήταν η πρώτη από την οποία προσλήφθηκε ο Πλούταρχος, όμως στην υπηρεσία εκείνη τον βρήκα όταν διορίσθηκα κι εγώ στις αρχές του 1968, μετά τη συμπλήρωση των σπουδών μου για το Bachelor of Arts από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης.
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, ο Πλούταρχος ζήτησε, και επέτυχε, μετάθεση στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών (Department of Social Services), παράρτημα Μελβούρνης, από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε το 1989.
Κατά το διάστημα της θητείας του στην Ομοσπονδιακή Δημόσια υπηρεσία ο Πλούταρχος άρχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές, με αποτέλεσμα να πάρει το πτυχίο Bachelor of Arts, Diploma of Education και Bachelor of Letters από το New England University.
ΠΛΟΥΣΙΑ Η ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ
Πριν επεκταθώ στην παροικιακή δραστηριότητα του Πλούταρχου, θα ήθελα εκ προοιμίου να τονίσω την απόλυτη ανιδιοτέλεια που επέδειξε, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, και την αντικειμενικότητα των απόψεών του, καθώς και τη σταθερότητα των τοποθετήσεών του σε καίρια για την ομογένεια και τον ελληνισμό θέματα που τον απασχόλησαν. Μακριά από τον Πλούταρχο η αυτοπροβολή, η καιροσκοπία, και η ιδιοτέλεια.
Εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι ο Πλούταρχος ασχολήθηκε με τα κοινά από πολύ νεαρή ηλικία. Το 1955, δηλαδή έναν χρόνο μετά την άφιξή του στη Μελβούρνη έγινε μέλος του Συνδέσμου «Δημόκριτος», και το 1957 γράφτηκε μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, και το 1963 αναδείχθηκε σε Γενικό Γραμματέα της Κοινότητας. Το 1966 ο Πλούταρχος συμμετείχε στην αποστολή μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Κοινότητας που μετέβηκε στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη, για συζητήσεις με την ελληνική κυβέρνηση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντίστοιχα με σκοπό την υπέρβαση της διαφοράς μεταξύ της Αρχιεπισκοπής Βικτωρίας και κάποιων ελληνικών κοινοτήτων, που είχε διχάσει την ομογένεια της Αυστραλίας. Χρόνια αργότερα συνηγόρησε υπέρ της αγοράς του Κολλεγίου Alphington Grammar, το οποίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Κοινότητας.
Το 1958 ο Πλούταρχος έγινε μέλος του Παραρτήματος West Branch του Εργατικού Κόμματος, και κατά την περίοδο 1976–1979 υπηρέτησε στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Brunswick.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η προσωπική μου γνωριμία με τον Πλούταρχο μπήκε σε νέα φάση όταν μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων το 1969 συγκεντρωθήκαμε σε χώρο της Ελληνικής Κοινότητας με στόχο τη δημιουργία ενός συλλογικού φορέα που ως κύριο σκοπό του θα είχε την προαγωγή της ελληνομάθειας και την προβολή της ελληνο-αυστραλιανής λογοτεχνίας διά μέσου ενός περιοδικού και άλλων δραστηριοτήτων. Ως αποτέλεσμα της συνάντησης εκείνης, το 1970 συστάθηκε ο Ελληνο-Αυστραλιανός Εκπολιτιστικός (αργότερα Πολιτιστικός) Σύνδεσμος Μελβούρνης. Πρώτος Πρόεδρος του Συνδέσμου ήταν ο Λευτέρης Αποστολάκης, και Γραμματέας ο Πλούταρχος Δεληγιάννης.
Το 1971 την προεδρία ανέλαβε ο γράφων, ενώ ο Πλούταρχος συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του από τη θέση του Γραμματέα για λίγα ακόμη χρόνια, και στη συνέχεια ως μέλος του Δ. Σ. μέχρι το 1979.
Όταν το 1974 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του Λογοτεχνικού και Μορφωτικού περιοδικού «Αντίποδες» του Πολιτιστικού Συνδέσμου, ο Πλούταρχος ήταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1979. Ως Συντονιστής της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού την περίοδο εκείνη εκτίμησα ιδιαίτερα τη συμβολή του Πλούταρχου στην αξιολόγηση των συνεργασιών που υποβάλλονταν για δημοσίευση, αλλά και στη διαμόρφωση της γραμμής που θα ακολουθούσε το περιοδικό για την επίτευξη των στόχων του. Στο πρώτο τεύχος των Αντιπόδων, Χειμώνας 1974, δημοσιεύθηκε κείμενο του Πλούταρχου για το ιστορικό της ίδρυσης του Πολιτιστικού Συνδέσμου, και με αναφορές στις κύριες δραστηριότητές του κατά την περίοδο 1970–1974.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ο Πλούταρχος έγινε μέλος του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών, και αργότερα, όταν συστάθηκε το Εθνικό Κέντρο Ελληνικών Μελετών και Έρευνας (ΕΚΕΜΕ) πρόσφερε τις υπηρεσίες του από τη θέση του μέλους των φίλων του ΕΚΕΜΕ.
Τα τελευταία 20 χρόνια, παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητές του, ο Πλούταρχος εξέδωσε έντυπα/περιοδικά, για την αναγνώριση της ελληνικής γλώσσας ως διεθνή, για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, Μικρασιατικές Μνήμες, και το τριμηνιαίο, μεγάλου σχήματος περιοδικό «Ελληνικά Θέματα», το τελευταίο τεύχος του οποίου για το τρίμηνο Απριλίου–Μαΐου–Ιουνίου δεν πρόλαβε να το κυκλοφορήσει.
Το περιοδικό «Ελληνικά Θέματα» φιλοξενούσε εργασίες και μελέτες ιστορικού, φιλοσοφικού, γλωσσολογικού και πολιτισμικού προσανατολισμού, και είναι πραγματικό απόκτημα για όσους έχουν τα περασμένα τεύχη, γιατί τα άρθρα που φιλοξενούν έχουν διαχρονική αξία.
Το γεγονός ότι κάποια άρθρα του περιοδικού είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα τα καθιστά προσβάσιμα και σε μέλη της δεύτερης και τρίτης γενιάς της παροικίας μας, αλλά και σε μη ελληνικής καταγωγής συμπολίτες μας που ενδιαφέρονται για τον ελληνικό πολιτισμό.
Τακτικός συνεργάτης των «Ελληνικών Θεμάτων» ήταν ο αδερφός του Πλούταρχου, Δρ Κυριάκος Δεληγιάννης, ο οποίος απεβίωσε πριν από δύο χρόνια. Κατά την άποψή μου, τα γλωσσολογικά και ιστορικά άρθρα του αείμνηστου Κυριάκου αποτελούν μια σημαντική προσθήκη στη σχετική βιβλιογραφία.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί η προσφορά του Πλούταρχου και διαμέσου των ελληνικών προγραμμάτων από τον ραδιοφωνικό σταθμό 3ΖΖΖ για πάνω από δέκα χρόνια.
Στους σκαπανείς των ελληνικών θεμάτων και γραμμάτων, στο χώρο του Απόδημου Ελληνισμού, θα κατατάξει η ιστορία τον Πλούταρχο Δεληγιάννη. Τον παρομοιάζω με τον αείμνηστο Κώστα Γιαμιαδάκη στο αγωνιστικό τους πνεύμα, στην ακεραιότητα του χαρακτήρα τους, και στην ευρύτητα, αλλά και συνέπεια, των πολιτιστικών, κοινωνικών και εθνικών τους ενδιαφερόντων.