Είναι όντως από τα βιβλία που όταν… πιαστείς στα δίχτυα τους, δεν μπορείς εύκολα να τα αφήσεις. Το γεγονός ότι πρόκειται για πραγματική ιστορία και αυτό το κάνει γνωστό ο γράφων από την αρχή, δε χωρεί αμφιβολία ότι το κάνει ακόμη πιο αφοπλιστικό.
Ο Γιώργος Σταυρινός, προδιαθέτει τον αναγνώστη από την αρχή, με τον τίτλο του βιβλίου του «Το Αδειανό Δίχτυ», δηλώνοντας ότι η αλιεία, «ψαροσύνη» όπως την ονομάζει, για τον ίδιο, δεν ήταν ακριβώς προσοδοφόρα.

Με φανερή διάθεση να μας βάλει στο θέμα, όσο το δυνατόν νωρίτερα, θα επιλέξει ως υπότιτλο «Ένα ταξίδι ελπίδας και αβεβαιότητας».
Είναι ένας λιτός όσο και εύστοχος τρόπος, να μας προδιαθέσει για το είδος του ταξιδιού του, αλλά και την ψυχολογία του σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Σίγουρα συγκαταλέγει τον εαυτό του, μεταξύ εκείνων που, «χωρίς εμπειρία, γνώση και πυξίδα, παρασύρθηκαν στα βαθειά νερά».
«Δεν είχα σκεφτεί ότι έπρεπε να βασιστώ σε καπεταναίους και ψαράδες. Άνθρωποι που, ως επί το πλείστον, έχουν γεννηθεί στη θάλασσα, τους αρέσει το ψάρεμα και έχουν συνηθίσει «το πιάτο τους να είναι δέκα φορές αδειανό και μια φορά γεμάτο».

Σε τόνο, σχεδόν απολογητικό, θα πει: «Από ανάγκη έγινα καπετάνιος–ψαράς. Για να αποκτήσει κανείς πείρα χρειάζεται χρόνος και ο χρόνος κοστίζει χρήματα. Εγώ την πείρα την πλήρωσα και με χρόνο και με χρήματα».

Η αφήγηση του Γιώργου Σταυρινού χαρακτηρίζεται, πάνω απ’ όλα, από ειλικρίνεια, αντικειμενικότητα και διαύγεια.
Πρόθεσή του, που επιτυγχάνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό, είναι να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να δώσει εικόνες καθάριες και αντικειμενικές, να είναι δίκαιος και αντικειμενικός στην εξιστόρηση των γεγονότων και στην παρουσίαση των προσώπων, στο βιβλίο του.
Μέσα από την προσωπική του ζωή στη θάλασσα, στην αλιεία των σκάλοπς, διαγράφεται όλη σχεδόν η ιστορία της επαφής των Ελλήνων μεταναστών με το είδος αυτό της αλιείας, καθώς επίσης και τα προβλήματα που αναφύονταν στο χώρο, τόσο από πλευράς του είδους του επαγγέλματος, τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν στη θάλασσα, αλλά και στη στεριά, σ’ ένα χώρο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό με αρκετή δόση αγριότητας και επικράτησης του ισχυρού, όχι απαραίτητα με καθαρές και διαυγείς κινήσεις και μεθοδεύσεις.

Ο ρυθμός της εξιστόρησης είναι θαυμαστός για έναν άνθρωπο που για πρώτη φορά επιχειρεί ένα τέτοιο πόνημα. Yπάρχει επίσης συνέπεια του ύφους που στόχος του είναι να φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά τον αναγνώστη και μέσα από τη δική του ιστορία, να τον πληροφορήσει για έναν κλάδο που είναι μέρος της ιστορίας του Έλληνα μετανάστη σ’ αυτήν τη χώρα.

Ο τόνος του είναι εξομολογητικός, ένα άλλο στοιχείο που, σίγουρα, κρατά σε εγρήγορση τον αναγνώστη.
Λέει, για παράδειγμα, ολοκληρώνοντας, την αφήγησή του: “Πολλές φορές ονειρεύομαι τη ζωή που έζησα στη θάλασσα και αναρωτιέμαι εάν θα την έκανα ξανά… κι η απάντησή μου είναι «όχι ξανά για όλον το θησαυρό του κόσμου».
Δεν τελειώνει εντούτοις εδώ, η αποτίμηση των πεπραγμένων.

«Εάν, όμως, κάποιος με ρωτούσε εάν έχω μετανιώσει για τα εξίμισι χρόνια στην θάλασσα, θα του απαντούσα ότι δεν θα τα άλλαζα για μια ολόκληρη ζωή».

Πιστεύω ότι «Το Αδειανό Δίχτυ», είναι ένα πολύτιμο κομμάτι της ιστορίας του Έλληνα μετανάστη στην Αυστραλία, ένα χρήσιμο εγχειρίδιο στα χέρια εκείνου που θα ήθελε να ασχοληθεί -για παράδειγμα- εκτενώς με τα επαγγέλματα των Ελλήνων μεταναστών, της μαζικής μετανάστευσης sτους αντίποδες. Είναι μια καθαρή φωνή ειλικρίνειας και καταγραφής σημαντικών σημείων της αλιείας αυτή την εποχή, σ’ έναν κλάδο που οι Έλληνες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αντικειμενικότητα και η ειλικρίνεια στην καταγραφή των γεγονότων, του προσδίδει πρόσθετη αξία.

Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την ερχόμενη Κυριακή, 23 Ιουνίου, ώρα 3μμ, στο Σπίτι της Παλλεσβιακής Ένωσης Μελβούρνης. Στην αγγλική θα μιλήσει για το βιβλίο η πολιτειακή υπουργός Καλών Τεχνών, Υποθέσεων Γυναικών και Καταναλωτών, Heidi Victoria, και στην ελληνική η δημοσιογράφος του «Νέου Κόσμου», Βίβιαν Μόρρις. Η είσοδος είναι ελεύθερη.