Όπως είναι γνωστό το 2013 έχει κηρυχθεί από το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας Έτος Καβάφη με αφορμή τα 150 χρόνια από τη γέννησή του (1863).
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι για μένα ο κατ’ εξοχήν ποιητής της ελληνικής Διασποράς. Η ποίησή του μοιάζει αναλλοίωτη από το χρόνο. Το έργο του αν και μικρό σε σχέση με αυτό άλλων ομότεχνών του είναι τεράστιο από την άποψη της σημασίας του και των εξελίξεων που δρομολόγησε στα ελλαδικά ποιητικά δρώμενα. Η ποίησή του υπήρξε μια έκρηξη που κατακρήμνισε την παλιά ποίηση, απελευθέρωσε τη γλώσσα και την ώθησε προς τον ψυχισμό των νέων καιρών –δηλαδή των καιρών του– εγκαινιάζοντας τη νέα εποχή στην ελληνική ποίηση. Η ποίησή του υπερπλούσια σε διδάγματα, ελεγειακή και λυρική, προχώρησε κατευθείαν μπροστά σηματοδοτώντας τα ορόσημα και τα όρια μέσα στην ιστορία, μια ποίηση που αναβλύζει κατευθείαν από τα κατάβαθα της ψυχής του για να κατακτήσει την αλήθεια και να κατακτηθεί από τις διαδικασίες της ζωής. Ο λόγος του κεραυνοβόλος, δραματικός εκφράζει τα αδιέξοδα της εποχής του, αγωνίζεται να απομυθοποιήσει και/ή να καταργήσει τα σύμβολα. Η ποίησή του είναι εξομολόγηση ζωής, αντλημένη από δυνατά συναισθήματα και πάθη, εκφρασμένη με τον πιο δραματικό και ιδιότυπο τρόπο.
Η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη είναι ιστορική έρευνα και αναζήτηση, βαθύ προσωπικό συναίσθημα και εσωτερική αυτο-ανακάλυψη. Η ποιητική του γλώσσα έχει το ρυθμό, το περπάτημα του στίχου ενταγμένο στον προφορικό λόγο, όπως ακριβώς εκείνος πίστευε πως πρέπει να μιλάει κανείς στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχει το δικό του προσωπικό δράμα που θέλει να κρύψει και να κρυφτεί ο ίδιος πίσω από ιστορικές στιγμές και γεγονότα.
Η ποίησή του είναι προϊόν εμβριθούς και βαθιάς φιλοσοφικής και ιστορικής αναζήτησης. Άλλωστε γι’ αυτό έγινε ποιητής αρκετά αργά, όταν με τον χρόνο ωρίμασε η σοφία του.
Πέρα, όμως, από όλα αυτά υπάρχει και ο πολιτικός Καβάφης που είναι κάπως αποσιωπημένος ή και παραποιημένος ακόμα και σήμερα. Σύμφωνα με τη μελέτη του Στρατή Τσίρκα «Ο Πολιτικός Καβάφης», ο ποιητής «δεν επιλέγει για τους μύθους των ποιημάτων του την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή, επειδή τάχα σ’ αυτές μπορούσε να μιλήσει πιο ελεύθερα για τον έρωτά του. Αλλά γιατί, κάτω από το προσωπείο του ιμπεριαλισμού της Ρώμης, υπάρχουν αναλογίες ευάρμοστες, με τον ιμπεριαλισμό της Μεγάλης Βρετανίας, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, όλα εκείνα τα χρόνια, από τη γέννηση του ποιητή ως το θάνατό του».
Ο Καβάφης συγκλονίζεται από ένα επεισόδιο όταν στις αρχές Ιουνίου 1906, πέντε Άγγλοι αξιωματικοί πήγαν στο μικρό χωριό Ντενσουάι να κυνηγήσουν περιστέρια που εξέτρεφαν κάποιοι φελάχοι. Οι Άγγλοι όχι μόνο δεν έδωσαν καμία σημασία στις διαμαρτυρίες του προεστού του χωριού για την ενόχληση των φελάχων από προηγούμενη παρόμοια ενέργεια, αλλά έκαψαν ένα σπίτι με το αλώνι του και με τα όπλα τους τραυμάτισαν μια νεαρή φελάχα και το παιδί της. Οι φελάχοι τότε τους επιτέθηκαν με ρόπαλα και τους ξυλοκόπησαν. Οι Άγγλοι πυροβολώντας, και αφού τραυμάτισαν άλλους τέσσερις, κατάφεραν να ξεφύγουν, αλλά προχώρησαν σε αντίποινα.
Συνέλαβαν 52 φελάχους, ως συμμετέχοντες στα επεισόδια, και με έκτακτο δικαστήριο στις 24 Ιουνίου τους παρέπεμψαν σε δίκη-παρωδία. Η απόφαση δεν προέβλεπε έφεση ή χάρη. Το δικαστήριο παραχώρησε μόνο 30 λεπτά για να απολογηθούν οι κατηγορούμενοι και αρνήθηκε να δεχτεί τις μαρτυρίες όσων έλεγαν ότι οι Άγγλοι προκάλεσαν πρώτοι και έκαναν χρήση όπλων. Στις 27 Ιουνίου 1906, το δικαστήριο, στο οποίο την πλειοψηφία είχαν οι Άγγλοι, επέβαλε πολύ αυστηρές ποινές: τέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό, αρκετοί σε καταναγκαστικά έργα και άλλοι σε δημόσια μαστίγωση. Οι καταδικασμένοι εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα, 28 Ιουνίου, στο Ντενσουάι, χώρο των επεισοδίων για παραδειγματισμό. Ο Καβάφης επέλεξε προφανώς ως τίτλο σχετικού ποιήματός του την ημερομηνία της 26ης Ιουνίου, γιατί ήθελε να καταγγείλει την απάνθρωπη απόφαση του δικαστηρίου. Συγκινήθηκε ιδιαίτερα από τον απαγχονισμό δύο πολύ νεαρών ατόμων, το όνομα του ενός εκ των οποίων το σημειώνει με μολύβι στο τέλος του ποιήματος, Ιούσεφ Χουσέιν Σελίμ. Ήταν 25 χρόνων, αλλά ο ποιητής επέλεξε την ηλικία των 17 χρόνων, για να συγκινήσει ίσως περισσότερο τους αναγνώστες.
Μια άλλη πτυχή της πολιτικής και ποιητικής του -και όχι μόνο- στάσης είναι ότι ζητούσε από το 1891 την επιστροφή των Ελγινείων Μαρμάρων στην πατρίδα τους, και από το 1893 την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Μέσα από την ποίησή του αναδεικνύεται μια ξεκάθαρη και ευανάγνωστη πολιτική στάση. Ο Καβάφης κοροϊδεύει, σαρκάζει και απομυθοποιεί την παρακμή ενός κόσμου που ό,τι κι αν κάνει, σε όσα τεχνάσματα και αν καταφύγει, είναι καταδικασμένος να πέσει οριστικά και αμετάκλητα. Στα ποιήματά του χρησιμοποιεί την κατάκτηση του ελληνικού και ελληνιστικού χώρου από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για να εκφράσει την αντίθεσή του απέναντι στην κυριαρχία της Αγγλίας εκείνη την εποχή.
Ένας από τους πλέον σοβαρούς μελετητές του έργου του Καβάφη (και επίσης Αλεξανδρινός ποιητής, λογοτέχνης, διανοούμενος και συγγραφέας), ο Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, στο έργο του «Η πολιτική του Καβάφη» λέει ότι «η πολιτική του Καβάφη είναι μια πολιτική απογοητεύσεως, αλλά και προσπάθειας προσαρμογής μαζί. Η πολιτική του δεν είναι μια πολιτική προς χρήση κατακτητών όταν βρίσκονται στο στάδιο της επεκτάσεως, αλλά προς χρήση αυτών όταν πλέον τερματίσαντες την κατάκτηση παλαίουν για να μην κατακτηθούν οι ίδιοι, να μην αφομοιωθούν, να μην απορροφηθούν από επερχόμενους νέους εχθρούς».
Να τονισθεί εδώ ότι ο Γεώργιος Βρισιμιτζάκης –κατά τη γνώμη μου, μια επίσης μεγάλη, αλλά και ξεχασμένη δυστυχώς, μορφή των ελληνικών Γραμμάτων της Αλεξάνδρειας της ίδιας περιόδου– υπήρξε ο πρώτος που μίλησε για την πολιτική στάση του Καβάφη, όσο ζούσε ακόμη ο ίδιος ο ποιητής. Το 1926 (επτά χρόνια πριν το θάνατο του ποιητή, το 1933), ο Γεώργιος Βρισιμιτζάκης, προφανώς με τη συγκατάθεση και την έγκριση του ίδιου του ποιητή, εξέδωσε τη μικρή αλλά αρκετά αξιόλογη μελέτη με τίτλο «Η πολιτική του Καβάφη», στην οποία αναλύει την πολιτική στάση του Καβάφη, ως «μια πολιτική διαγωγή προσαρμογής», μια πολιτική όχι μάχιμη και επαναστατική, αλλά αμυντική, η οποία στοχεύει κατ’ αρχήν στην επιβίωση και, στη συνέχεια, στη διαφύλαξη της ταυτότητας και της ακεραιότητας του καταπιεζόμενου.
Ο δε Γ.Π. Σαββίδης, θα γράψει ότι ο Καβάφης είναι πολιτικός ποιητής με την έννοια της ιστορικής του αίσθησης και της κοινωνικής του συνείδησης, που προβάλλονται στο παρελθόν και αντανακλώνται στο μέλλον του ελληνισμού, ως κατ’ εξοχήν εκφραστή του Μεσογειακού Πολιτισμού. Όπως κάθε άξιος καλλιτέχνης, ο Καβάφης δεν μπορεί παρά να είναι μάρτυρας του έθνους του και του καιρού του». («Μικρά Καβαφικά», Τόμος ΙΙ). «Πολιτικοποιημένος ήταν, όμως κομματικοποιημένος όχι. Δεν θεοποιούσε ούτε πρόσωπα, ούτε καταστάσεις» συνεχίζει ο Γ. Π. Σαββίδης. (Στο ίδιο έργο).
Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ο Καβάφης δέχεται ανηλεή κριτική και απόρριψη όχι μόνο από συντηρητικούς και μεγαλοϊδεάτες κριτικούς και λογοτέχνες που τον θεωρούσαν επικίνδυνο ως άνθρωπο (Φώτος Πολίτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Ηλίας Βουτιερίδης ακόμα και ο Κωστής Παλαμάς) αλλά και μαχητές της Αριστεράς που τον πολέμησαν λυσσαλέα. Ο μεν Κώστας Βάρναλης έβλεπε μόνο αρνητικά στην ποίηση του Καβάφη (ελαττωματική τεχνική, ψεύτικη γλώσσα, φτωχό λεξιλόγιο, έλλειψη μουσικότητας), ο δε Μάρκος Αυγέρης τον παρομοίαζε με… σκίουρο στο κλουβί του, ηθικά απομονωμένο, και μακριά από τις περιπέτειες της κοινωνίας, αλλά και ο Γιάννης Ψυχάρης, τον χαρακτήρισε… καραγκιόζη της δημοτικής.
Όμως, 20 χρόνια ακριβώς, μετά τη μελέτη του Γ. Βρισιμιτζάκη ήλθε να προστεθεί στους υπερασπιστές του Καβάφη (Γρ. Ξενόπουλος, Άλκης Θρύλος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Άγγελος Σικελιανός, Τέλλος Άγρας) ο Γιώργος Σεφέρης, που στις 11 Δεκεμβρίου 1946, σε διάλεξη στο Βρετανικό Συμβούλιο με θέμα «Κ.Π.Καβάφης, Θ.Σ.Έλιοτ: παράλληλοι», παρουσίασε έναν άλλο Καβάφη, συσχετίζοντας το επίγραμμα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πάγος είχε πλέον αρχίσει να σπάει.
Το 1958 ο Στρατής Τσίρκας με το έργο του «Ο Καβάφης και η εποχή του» έδειξε με αδιάσειστα τεκμήρια πόσο λίγο εγωκεντρική είναι η ποίηση του Καβάφη, πόσο δένεται με συγκεκριμένα περιστατικά της εποχής και της πόλης του. Από εκεί και πέρα νέες αξιόλογες εργασίες για το έργο και την πολιτική στάση του Κωνσταντίνου Καβάφη είδαν το φως της δημοσιότητας όπως το έργο του Στρατή Τσίρκα «Ο πολιτικός Καβάφης» το 1971, αλλά και ομιλίες, συμπόσια και επιστημονικές παρεμβάσεις κυρίως από τον Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος υπήρξε και ο κάτοχος του αρχείου του Κ. Καβάφη (το οποίο έχει ήδη περάσει στο Ίδρυμα Ωνάση), τον Δ. Ν. Μαρωνίτη και άλλους.
Βιβλιογραφία- Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, εκδόσεις Κέδρος,1958- Στρατής Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης, εκδόσεις Κέδρος,1980- Γ. Βρισιμιτζάκης, Η πολιτική του Καβάφη, Επιθεώρηση Τέχνης- Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, εκδόσεις Ερμής,1985.