Μαύρη αυλαία στη σκηνή του La Mama

Ο τίτλος ατυχής στην κυριολεξία του. Μεταφορικά, βέβαια, βγαίνει με ορμή έξω από το χώρο, στην απόκρυφη σχεδόν αυτή γωνιά της Faraday St. Carlton και αγκαλιάζει χιλιάδες των χιλιάδων που η Betty Burstall, η εμπνεύστρια του La Mama Theatre, έδωσε την ευκαιρία ν’ ακουστεί η φωνή και ο λόγος τους, γραπτός και προφορικός. Να λάμψει η υποκριτική τους τέχνη που αλλιώς, ίσως να έμενε θαμμένη πριν καν γεννηθεί. N’ ακουστούν τα απαγορευμένα άσματα του Μίκη και του Χατζή, να ριγήσει ένα πλήθος ολόκληρο από τη θωπεία της τέχνης, στην ελεύθερη και απελευθερωμένη της μορφή!

Ένας κόσμος ολόκληρος πενθεί την ‘αποχώρησή’ της από τη ζωή, την περασμένη Παρασκευή, σε ηλικία 87 χρόνων. Όχι μόνο όσοι δέχτηκαν την ευλογία της έμπνευσής της να μετατρέψει ένα εργοστασιάκι πουκαμίσων, σε μοντέρνα θεατρική σκηνή, από την οποία χιλιάδες θα εύρισκαν την πραγμάτωση του ονείρου τους, αλλά και για όλους εμάς τους θεατές που μέσα στον προκλητικά απλό, όσο και αφοπλιστικά μεθυστικό αυτό χώρο της τέχνης, ζήσαμε στιγμές αλησμόνητες, μια ανάσα από τη σκηνή.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ

Πριν χρόνια αποκάλυψε το όραμά της σεμνά, απλά, εμμένοντας στην ουσία του οράματός της, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο ABC: «Ήθελα (το La Mama), να είναι μια σκηνή, όπου μπορούσε ένας σκηνοθέτης ή παραγωγός θεάτρου ή κινηματογράφου, να δει αυτά τα άτομα στην πράξη».

Οι συμμετέχοντες, όχι μόνο δεν πλήρωναν ενοίκιο για το χώρο, αλλά μοιράζονταν, μεταξύ τους όλες τις εισπράξεις.
Ο γιος της, Τομ, θα φωτίσει σήμερα τις βασικές αρχές της μεγάλης κυρίας, αποκαλύπτοντας ότι η μητέρα του είχε δύο βασικούς κανόνες. Επέμενε ότι οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες και οι θεατρικοί συγγραφείς, έπρεπε να μοιραστούν, ακριβοδίκαια, όλες τις εισπράξεις.
Ακόμη, ότι ένα έργο θα ανέβαινε στη σκηνή μόνο όταν οι θεατές ήταν περισσότεροι από τους ηθοποιούς! Τι πρακτικότητα πνεύματος Θεέ μου!
«Δεν με ενδιέφερε σ’ αυτό το στάδιο ιδιαίτερα το θέατρο. Ήμουν 16 όταν έκανα την είσοδό μου εκεί, απλά για να εισπράττω το αντίτιμο των εισιτηρίων. Δηλαδή βρέθηκα εκεί κατά λάθος…»

O ίδιος, θα αναφερθεί σε «επισκέψεις» της αστυνομίας, όταν είχε κυκλοφορήσει ότι το έργο που παιζόταν ήταν προκλητικό και προσβλητικό, στην ουσία ήταν ‘προχωρημένο’.

Το ίδιο έντονα θυμάται ότι κάθε Παρασκευή βράδυ η μητέρα του μετέτρεπε το χώρο σε μπουάτ με φαγητό, για να μπορέσει να πληρώσει το ενοίκιο, αλλά και να φέρει πιο κοντά τους ανθρώπους.

ΑΤΣΑΛΙΝΗ ΘΕΛΗΣΗ

Το La Mama Theatre, θα ‘γεννηθεί’ το 1960 όταν η Betty Burstall, σε ηλικία 46 χρόνων, θα έχει επιστρέψει από ένα ταξίδι της στη Ν. Υόρκη, κυριολεκτικά γοητευμένη από τη θεατρική σκηνή των καφέ, έξω από το Μπρόντγουέϊ.

Ο χώρος, όπου θα έστηνε το La Mama τη γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Ήταν ό,τι στην πραγματικότητα είχε οραματιστεί, εκεί μπροστά της και την περίμενε. Εκεί θα έστηνε το ανεξάρτητο, ελεύθερο, πειραματικό θέατρο, όπου η ίδια θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους σχεδόν που το επιζητούσαν, εντοπίζοντας όμως εκείνους που είχαν πραγματικό ταλέντο και προωθώντας τους μ’ όλο της το δυναμισμό και ενθουσιασμό συνάμα.

ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ «ΔΕΙ»

«Στην πραγματικότητα, της οφείλω την καριέρα μου» θα πει ο David Williamson, ένας από τους γνωστότερους θεατρικούς συγγραφείς της Αυστραλίας. “Ως φαίνεται, ‘είδε’ κάτι στα πρώτα μου μονόπρακτα και μου έδωσε όλη τη στήριξη που χρειαζόμουν, ως συγγραφέας, να αναπτύξω το όποιο ταλέντο είχα. Έχω τόσο όμορφες αναμνήσεις! Ήταν μια γυναίκα με ατσάλινη θέληση και ακλόνητο δυναμισμό. Κάθε φορά που περνώ μπροστά από το La Mama και το βλέπω να ανθίζει, ολοζώντανο και φωτεινό, το θεωρώ σαν μια τιμητική προσφορά στο πρόσωπό της».

Μέχρι πριν 15 χρόνια, η Burstall, εξακολουθούσε να έχει πρωτεύοντα ρόλο, δεδομένου ότι ήταν εκείνη η οποία επέλεγε τα έργα που ανέβαιναν. «Κρατήσαμε όλες τις αρχές της. Όλα τα έργα που υποβάλλονται, διαβάζονται και οι συμμετέχοντες μοιράζονται τις εισπράξεις. Όλα έμειναν, όπως ήταν στην αρχή. Για μας ήταν μοναδική συμβουλάτορας και μια διαρκής έμπνευση» θα πει η καλλιτεχνική διευθύντρια, Liz Jones.
Στη φιλόξενη σκηνή του La Mama Theatre, θα πρέπει να πούμε, ότι έχει προβληθεί το ταλέντο ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων καλλιτεχνών, ερασιτεχνών και μη, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι σήμερα.

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ «ΦΑΝΑΡΙ»

Είναι ένα βράδυ στο «Φανάρι», τέλη του ’73, που η Betty Burstall θα γοητευτεί από τον νεαρό κιθαρίστα που τραγουδά με πάθος Θεοδωράκη, Σαββόπουλο, Χατζιδάκι, Χατζή. Δεν θα περιμένει καν να τελειώσει το πρόγραμμά του για να τρέξει και να του πει με ενθουσιασμό ότι ‘έχει το παλκοσένικο που του ταιριάζει’. Σίγουρα, είχαν την ίδια φλόγα για την ποιοτική τέχνη, αυτό ήταν φανερό.

«Θα ’ρθω», της είπε, κοφτά. Έτσι κάπως έγινε η είσοδος του Χρήστου Ιωαννίδη και αργότερα του αδελφού του Τάσου, στο La Mama.
«Ό,τι τραγουδούσαμε, ήταν απαγορευμένο στην Ελλάδα. Η Χούντα, ως γνωστό, είχε φιμώσει όλους τους ταλαντούχους καλλιτέχνες που μέσα από το τραγούδι τους διοχέτευαν μηνύματα στον κόσμο. Υπήρχε μια δίψα ακατανίκητη για τα τραγούδια που τραγουδούσαμε και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη πάθος και ενθουσιασμό. Είχαμε ένα ζωντανό, υπέροχο σχήμα με την Ντέμπορα Πάρσονς στο φλάουτο, τον Γκόρντον Γκαν στο μπάσο τον Γκράϊαμ στο βιολί. Είμαστε εκεί κάθε Τετάρτη. Η Μπέττυ, λάτρευε την Ελλάδα. Κάθε χρόνο ήταν εκεί. Ενθουσιασμένη από το πρόγραμμά μας, από την ανταπόκριση του κόσμου, μας έδωσε την πρωτοβουλία να κάνουμε μεγάλα και τολμηρά ανοίγματα. Καλέσαμε κι’ άλλους καλλιτέχνες, και τα ακούσματα με τραγούδια από τη Ρωσία, τη Λατινική Αμερική, την Ιταλία, ήταν φοβερά. Ερχόταν και η Γιάννα Βεντ που ήταν φοιτήτρια τότε και τραγουδούσε τσέχικα και γαλλικά. Ήταν ένα Πνευματικό Κέντρο, γεμάτο ζωντάνια, παλμό και συναίσθημα, που πολλοί νοσταλγούν μέχρι σήμερα.

Προσωπικά, νοιώθω μεγάλη ικανοποίηση, γιατί δεν το κρατήσαμε –που μπορούσαμε– εγωιστικά μόνο για τον εαυτό μας. Όραμά μου ήταν, από την πρώτη στιγμή, να μπορέσουν από κει ν’ ακουστούν, όσο το δυνατόν περισσότερες και ποιοτικότερες φωνές. Και δεν είμαστε μόνο εμείς. Από κει πέρασαν πάρα πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες, άλλοι ήδη αναγνωρισμένοι και άλλοι που έκαναν εκεί το ντεμπούτο τους.

Ανάμεσά τους, ο Κώστας Τσικαδέρης, ο Στέλιος Τσιόλας, ο Χρίστος Πάκος και πάρα πολλοί άλλοι».
Τα έργα της Τασίας Λυσσιώτη, για παράδειγμα, του Τομ Πετσίνη και άλλων νεότερων, που εκεί έκαναν το βάπτισμά τους, Η επιλογή έργων που ήταν απεικόνιση της μοντέρνας κοινωνίας δεν ήταν τυχαία. Το κοινωνικό σχόλιο της ζωής των μεταναστών, πρώτης και δεύτερης γενιάς, υπήρξε ιδιαίτερα αιχμηρό.
Η διακωμώδηση δραματικών καταστάσεων, υπήρξε το πιο αποτελεσματικό μέσο για να βρουν οι αλήθειες το στόχο τους.